Βαμπιρισμός και Φιλανθρωπία: Μια πραγματεία.
Σε μία βιομηχανία και γενικά σε μία pop culture όπου τα βαμπίρ μάς έχουν φτάσει έως το λαιμό και σε λίγο καιρό δε θα… πατώνουμε, αναρωτιέται κανείς ποια θα είναι η φρέσκια προσέγγιση μίας ομάδας ανάπτυξης που ναι μεν έχει δώσει πολύ καλά δείγματα γραφής, αλλά ούτε πολύ έμπειρη είναι, ούτε έχει κολυμπήσει ποτέ στα βαθιά; Τι, όχι; Γιατί ναι μεν το Remember Me ήταν ελαφρώς ευνουχισμένο και άτολμο, αλλά σε ό,τι αφορά το χτίσιμο της ατμόσφαιρας τα πήγε περίφημα, και από την άλλη, το Life is Strange είναι ένα walking simulator τόσο μα τόσο διαφορετικό από όλα τα υπόλοιπα που γνωρίζουμε. Επομένως, μήπως τελικά η Dontnod έχει τα φόντα να ασχοληθεί με τη Vampire θεματολογία και να δώσει κάτι φρέσκο και διαφορετικό;
Η αίσθηση ότι το Vampyr δε θα αναλωθεί στις κλασικές και πλέον κουραστικές επαναλήψεις, στα ίδια ξεπερασμένα κλισέ και στις ίδιες εργώδεις προσπάθειες για να αποδείξει ότι είναι κάτι διαφορετικό, αρχίζει να γίνεται αντιληπτή από τον gamer από πολύ νωρίς. Το παιχνίδι δεν έχει character build οθόνη. Ο παίκτης κατευθείαν είναι ο Dr Reid, ένας αιματολόγος (αν και στην εποχή μετά τον Α’ ΠΠ όλοι κατά κάποιον τρόπο ήταν και χειρούργοι) που γυρίζοντας από το μέτωπο του Α’ ΠΠ βρίσκεται σε ένα χαντάκι κάπου στη δυτική πλευρά του Λονδίνου παρατημένος με εκατοντάδες πτώματα και αισθανόμενος ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Αυτό που δεν πάει καλά είναι ότι ο Dr Reid έχει επιλεγεί από μία ανώτερη στην ιεραρχία των Vampyr ύπαρξη και έχει γίνει και ο ίδιος Vampyr, με πρώτο μάλιστα θύμα της ακόρεστης και πρωτόγνωρης για τον ίδιο σε εκείνη την περίσταση δίψα του για αίμα, την ίδια του την αδελφή που έχει φτάσει σε αυτήν την αποτρόπαια περιοχή με τους ομαδικούς τάφους αναζητώντας τον.
Ο ήρωάς μας, είναι έτοιμος. Έχει παρελθόν και τελείως ασαφές παρόν καθότι δε γνωρίζει ποιος ευθύνεται για την κατάστασή του και πώς θα καταφέρει ο ίδιος να τη διαχειριστεί. Παρότι λοιπόν παίρνουμε έναν έτοιμο χαρακτήρα (όπως και στο Witcher) έχουμε μπροστά μας έναν πολύ μακρύ δρόμο ώστε να διαμορφώσουμε μοναδικά και βάσει επιλογών το παρόν του και ίσως το μέλλον του. Κι αν αυτό δεν είναι RPG, τότε τι είναι; Αποκαμωμένος από δυνάμεις που λειτουργούν στο σώμα του και στην ίδια του την ύπαρξη, ο Reid καταφέρνει και συνδέει την κατάστασή του με έναν μυστηριώδη τύπο που εδράζεται σε ένα κοντινό πανδοχείο. Ο Dr Swansea βρίσκεται στην περιοχή αυτή που μαστίζεται από μία ανηλεή πανδημία μίας άγνωστης ασθένειας (θεωρείται αρχικά ότι πρόκειται για Ισπανική γρίπη και κουκουλώνεται κανονικά από τις Αρχές και τον Τύπο) και από μία σειρά ειδεχθών εγκλημάτων που έχουν καταστήσει το West Side του Λονδίνου γκέτο θανάτου και καταστροφής.
Ο Dr Swansea γνωρίζει ακριβώς τι είναι ο Jonathan Reid και δεν το κρύβει ούτε κατ’ ελάχιστον όντας ο ίδιος μέλος μίας Αδελφότητας που γνωρίζει ακριβώς το σπουδαίο ρόλο που διαδραματίζουν τα Vampyr στην Αγγλία, βοηθώντας τη χώρα σε κρίσιμες περιόδους. Και μάλιστα, γνωρίζοντας και το παρελθόν του ήρωα, τον καλεί να δουλέψει στο Pembroke Hospital, αναλαμβάνοντας τη νυχτερινή βάρδια, ώστε παράλληλα με την καταπολέμηση της πανδημίας και τη βοήθεια στους εκατοντάδες ασθενείς που συρρέουν στο υπερκορεσμένο ίδρυμα να διεξάγει ανενόχλητος και τα πειράματά του με την μετάγγιση αίματος μήπως και βρει λύση και στα προβλήματα που έχουν ανακύψει από τη σειρά δολοφονιών που αποδίδονται σε Vampyr ή κάτι… σχετικό που κυκλοφορεί τις νύχτες.
Και δεν είναι άραγε ωραίο να ασχοληθεί κανείς με ένα παιχνίδι που διηγείται μία πλούσια και πολυπεπίπεδη ιστορία με έναν ήρωα που στο τέλος του παιχνιδιού φοράει τα ρούχα που φοράει και στην αρχή; Στο οποίο ο παίκτης δεν ασχολείται με το τι χρώμα είναι τα παπούτσια του ήρωα, αν έχει γενειάδα (έ, έχει) ή μοϊκάνα, αν έχει στιβαρή ανδροπρεπή ή ευαίσθητη και θηλυπρεπή φωνή; Δεν πρέπει κάποια στιγμή να ασχοληθούμε και με την ουσία; Η ουσία του Vampyr είναι η καλοδουλεμένη ιστορία του, ο ενδιαφέρων χάρτης του παιχνιδιού που δεν είναι μεγάλος (έχουμε πήξει στα τετραγωνικά χιλιόμετρα γενικώς) αλλά είναι καλοσχεδιασμένος και ουσιαστικός (η λογική του θυμίζει Dishonored, με τις μικρές αλλά πλούσιες και γεμάτες μυστικά περιοχές), η ατμόσφαιρά του, το καλό action gameplay του και το roleplaying κομμάτι του που δεν αλλάζει το ποιος είναι ο ήρωάς μας αλλά αλλάζει δραστικά τον κόσμο που τον περιτριγυρίζει.
Ο Jonathan Reid δρα και κινείται αποκλειστικά τη νύχτα καθότι Vampyr. Και από πολύ νωρίς αντιλαμβάνεται κανείς ότι τον κόσμο που τον περιτριγυρίζει μπορεί να τον προσεγγίσει ποικιλοτρόπως. Και κυρίως μπορεί να αποφασίσει αν θα ικανοποιήσει τη δίψα του για αίμα με ποντικάκια, τρωκτικά και το περιστασιακό αίμα των εχθρών που πλημμυρίζουν τα υγρά και σκοτεινά σοκάκια του West End και του Whitechapel ή αν θα αρχίσει να αποστραγγίζει από αίμα όλους τους NPC που κινούνται τριγύρω του.
Το Vampyr στις τέσσερις βασικές περιοχές του έχει μία πλειάδα από ενδιαφέροντες NPCs, οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν κι ένα μικρό side quest να δώσουν. Επίσης, το περιβάλλον, τα σπίτια, οι σκοτεινές αλέες, τα παρκάκια, οι αποθήκες, τα εγκαταλελειμμένα διαμερίσματα είναι γεμάτα collectibles, που πέραν όλων των άλλων μπορούν να προσφέρουν και hints σχετικά με πολλούς από αυτούς τους NPCs. Hints επίσης ο Reid μπορεί να λάβει κατά τη διάρκεια διαλόγων με τον ίδιο τον NPC ή με ένα σχετιζόμενο πρόσωπο ή κρυφακούγοντας κάποιον διάλογο ή μονόλογο όταν η έκτη αίσθησή του ως Vampyr του δώσει το σήμα.
Έχουμε λοιπόν έναν διαδραστικό κόσμο με NPCs, όπου για κάθε έναν από αυτούς ο Reid ξεκλειδώνει μία σειρά από Hints, αποκαλύπτοντας εν γένει την προσωπικότητά του, την προσωπική του ιστορία και υπόβαθρο, και βελτιώνοντας έτσι (αυτός είναι ο απώτερος σκοπός) την… ποιότητα του αίματός του. Εν ολίγοις, μαθαίνουμε όσα περισσότερα μπορούμε για τους NPCs του παιχνιδιού, προκειμένου να είναι πιο ζουμεροί και θρεπτικοί όταν έρθει η ώρα να γίνουν γεύμα για το Vampyr Reid. Ωραία, ε; Και εδώ είναι η εμπνευσμένη ιδέα της Dontnod. Αν ο παίκτης αποφασίσει ότι θα το ρίξει στη νηστεία, οπότε και θα αποφύγει συστηματικά να καταβροχθίσει και να αποστραγγίσει από αίμα τους περίοικους του νυχτερινού Λονδίνου, τότε απαρνείται μία τεράστια δεξαμενή από XP. Κάτι που σημαίνει ότι η άνοδος των Levels θα είναι πιο αργή και κοπιαστική και πως συχνά δε θα είναι αρκετή ώστε να φτάνει τα level των αντίστοιχων εχθρών όσο κυλάει η ιστορία.
Εν ολίγοις, όσο μαλθακότερος ως Vampyr είναι ο Reid τόσο δυσκολότερο γίνεται το παιχνίδι σε επίπεδο εχθρών. Όχι ότι αυτό σημαίνει κάτι, το παιχνίδι γενικώς είναι εύκολο, αλλά η ιδέα πίσω από το μηχανισμό, η έμπνευση ότι υπάρχουν τα εύκολα XP (4000 για παράδειγμα από έναν «δυνατό» NPC, τον οποίο μόνο σε προχωρημένο στάδιο μπορούμε να τον υπνωτίσουμε και να τον… πιούμε) και τα δύσκολα (5 (!) από κάθε εχθρό, 250-400 από side quests που είναι χρονοβόρα κλπ) είναι καταπληκτική. Ή είσαι το υπερμοχθηρό Vampyr που όλα τα σφάζει όλα τα μαχαιρώνει ή ο καλός, καγαθός γιατρός που βοηθάει τους συνανθρώπους του και εγκαινιάζει τη Vegan κατηγορία των αρχαίων αυτών υπάρξεων με αντάλλαγμα την πιο κοπιώδη εξέλιξη και άνοδο level.
Σε όλα αυτά προστίθεται η ικανότητα του Reid να παρασκευάζει φάρμακα για τις ασθένειες που μαστίζουν ένα ήδη πολύ ταλαιπωρημένο πόπολο που κατοικοεδρεύει στα γοητευτικά μεσοπολεμικά σοκάκια του Λονδίνου, όπου και μόνο η εισπνοή των αναθυμιάσεων από τα κανάλια του Τάμεση προκαλεί άσθμα. Σε μία δηλαδή τελείως ανάποδη εξιστόρηση, ο γιατρός Vampyr όχι μόνο δεν εξολοθρεύει τους συμπολίτες του αλλά και τους βοηθάει με τις ασθένειές τους. Η επιβράβευση είναι μικρή (25-50-75 XP) σε σχέση με αυτή της αιματοχυσίας αλλά από την άλλη είναι μία σταθερή λύση-ροή XP πόντων και μία ασφαλή οδός ώστε κάθε περιοχή του Λονδίνου να μην οδηγηθεί στο χάος όπως θα συνέβαινε σε περίπτωση μαζικής εξαφάνισης των κατοίκων του. Επίσης, ένας ζωντανός NPC μπορεί να προσφέρει και κάποιο side quest (αν και ένας πονηρός νους θα σκεφτόταν ότι μπορούμε να ολοκληρώσουμε το side quest του NPC και μετά να τον κάνουμε μια χαψιά).
Συνήθως τα side quests δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο αλλά όλα ξεδιπλώνουν μία μικρή ιστοριούλα και δε θα θέλαμε να φέρουμε παραδείγματα γιατί όλα θα ήταν spoilers για ορισμένες υπέροχες εκπλήξεις που κρύβει το παιχνίδι. Όπως έκπληξη κρύβει όταν το collectible που ζητάει ένας χαρακτήρας καταλήγει στον σχετιζόμενο με αυτόν NPC οπότε και αλλάζει η ροή του side quest. Γι αυτό δεν παίζουμε παιχνίδια; Για τέτοιες λεπτομέρειες δεν τα αγαπάμε; Τι, όχι; Και είναι αξιοσημείωτο ότι κανένα θαυμαστικό στο χάρτη δε μας οδηγεί στα Persons of Interest και συνήθως οι ενδείξεις είναι γενικές για να ψάξουμε μία περιοχή. Ο ήρωάς μας πρέπει να συνομιλήσει, να αισθανθεί με τη Vampire αίσθησή του, να οσμιστεί την περιοχή για να πιάσει το νήμα των ιστοριών των ανθρώπων τριγύρω του και να αποφασίσει κατά πόσο θέλει να το πιάσει από μιαν άκρη και αυτός. Οπότε όχι, υπ’ αυτή την έννοια, και επισήμως το Vampyr ΔΕΝ είναι map cleaner.
Στο πρώτο playthrough επιλέχθηκε η αναίμακτη χριστεπώνυμος και ευγενικούλικη οδός της μη αιματοχυσίας. Ο πρώτος μας Reid είναι Vegan και τιμά τον όρκο του Ιπποκράτη. Και είναι πραγματικά ευχάριστο σε ένα παιχνίδι να παρατηρεί κανείς μικρές ιστορίες του κόσμου στον οποίο λαμβάνει χώρα η ιστορία (αυτές μωρέ, οι μικρές ιστορίες που κανείς πλέον δεν τους δίνει σημασία διότι εκατομμύρια gamers «χτίζουμε μόνοι μας και ζούμε τις μικρές μας ιστορίες» σαν τους Κατσιμιχαίους) να αλλάζουν και να διαφοροποιούνται όταν η επιλογή του ήρωα είναι διαφορετική. Για παράδειγμα, η περίπτωση μίας ασθενούς στο Pembroke που ισχυρίζεται ότι είναι Vampyr και στο πρώτο playthrough καταλήγει σώα και ασφαλής.
Στο δεύτερο, όπου ο Reid βλέπει ως μεζεδάκι την ασθενή που νοσηλεύεται στο θάλαμό της, η NPC βρίσκεται λίγο αργότερα σε κάποιο στενό αδιέξοδο του Whitechapel διότι κατηγορείται η ίδια για την εξαφάνιση του γείτονά της και η Κυνηγοί Vampyr εξαπολύουν ανθρωποκυνηγητό εναντίον της. Αυτές είναι οι γοητευτικές λεπτομέρειες που δείχνουν αν και κατά πόσο οι δημιουργοί πονούν και αγαπούν το παιχνίδι τους και δεν τους νοιάζει απλά να ρίξουν ένα κουβάρι μάχης, levels και ΧP βαθμών για να χαίρονται τα πιτσιρίκια. Ο Reid κινείται μέσα σε ένα σκοτεινό Λονδίνο και κάθε στιγμή κινδυνεύει είτε από λογής λογής Skals (κατώτερα Vampyr ή αλλιώς Vampyr β’ κατηγορίας που προέκυψαν από μολυσμένο αίμα, από μία θνησιγενή γενιά Vampyr) καθώς και από Κυνηγούς Vampyr που όσο προχωράει το παιχνίδι ισχυροποιούνται.
Μαζί με τα Boss του παιχνιδιού συλλέγεται ένα σύνολο αρκετά ικανοποιητικό με προβλέψιμες μεν συμπεριφορές αλλά με αρκετά μεγάλο βαθμό πρόκλησης κατά τις περιπλανήσεις του Reid στο νυχτερινό Λονδίνο. Ο παίκτης θα χάσει λίγες φορές, είτε διαλέξει την αιμοσταγή είτε την αναίμακτη πορεία του παιχνιδιού (ή μπορεί και κάτι στο ενδιάμεσο) καθώς οι δυνάμεις του ήρωα είναι λίγες στον αριθμό αλλά αρκετά αποτελεσματικές. Η νομή των XP είναι τέτοια που η επιλογή πολλών ικανοτήτων ταυτόχρονα δεν ενδείκνυται. Γενικά, ο παίκτης καλό είναι να προτιμήσει για κάποια ώρα ένα συγκεκριμένο συνδυασμό ικανοτήτων στη μάχη αν και αυτό καθόλου δε σημαίνει ότι δεν μπορεί να τα αλλάξει οποιαδήποτε στιγμή. Μπορεί και παρα μπορεί.
Κάπου εκεί μπαίνουν και τα όπλα στη μάχη. Η λογική είναι απλή και τα όπλα λίγα και συγκεκριμένα. Έχουμε καθαρό Damage, Damage που προκαλεί αιμορραγία και γεμίζει το Blood Pool του Reid (το οποίο χρησιμοποιεί για τα Vampire Abilities) και όπλα που προκαλούν Stun οπότε και ο Reid με ένα, δύο, τρία χτυπήματα μπορεί να δαγκώσει το θύμα. Οπότε, μπορούμε για παράδειγμα να έχουμε έναν συνδυασμό όπου αγνοούμε τελείως τις ικανότητες σχετικά με το δάγκωμα, κάνουμε καθαρό Damage και Bleed για να γεμίζει το Blood Pool και Αυτοΐαση με το αίμα των θυμάτων. Ή μπορούμε να κάνουμε συνεχώς stun και να έχουμε μετατρέψει σε πανίσχυρο το δάγκωμά μας σε ένα stunned θύμα οπότε και αυτό να κάνει και μεγάλο Damage και Ίαση του Reid.
Μεγάλο ρόλο παίζει και το Dodge στη μάχη, η οποία σε γενικές γραμμές και καλοδουλεμένη είναι και ικανοποιητική. Δεν είναι το δυνατό χαρτί του τίτλου αλλά αυτό δε σημαίνει ότι αποτελεί και αδύνατο σημείο του. Είναι αρκετή για να μη βαρεθεί κάποιος να ξαναπαίξει το παιχνίδι (που θα θελήσει να το ξαναπαίξει). Οι εχθροί γίνονται respawn, και στα προχωρημένα στάδια του παιχνιδιού είναι συνήθως overlevelled σε σχέση με τον ήρωα, αλλά αυτό προσθέτει στην πρόκληση και τίποτα άλλο. Τα XP από την εξόντωσή τους είναι λίγα καθώς άλλος είναι ο μηχανισμός για τη συλλογή των XP -όπως προαναφέρθηκε- αλλά εκτός του ότι υπάρχει η δυνατότητα οι περισσότεροι να παρακαμφθούν με Vampire τεχνικές, υπάρχει πάντα και το loot για την παρασκευή φαρμάκων και τη βελτίωση του οπλισμού.
Το role playing του παιχνιδιού, πέρα από την επιλογή του αν θα αιματοκυλιστεί το ήδη ταλαιπωρημένο Λονδίνο ή όχι, έγκειται και σε κάποιες βασικές επιλογές (οι διαφορετικές στο δεύτερο playthrough μένει ακόμα να δοκιμαστούν) αλλά και κατά τη διάρκεια των διαλόγων με τους πολλούς NPC οπότε και οδηγούν σε ένα resolve το οποίο μπορεί να μην ανταμείβει τον παίκτη με κάτι χειροπιαστό, προσφέρει όμως την ικανοποίηση της συμμετοχής σε ένα τεκταινόμενο είτε ως αδυσώπητο και αιμοσταγές Vampire είτε ως αγαθός και συμπάσχων γιατρός που ενδιαφέρεται για το καλό των συνανθρώπων του. Η ολοκλήρωση δε πολλών τέτοιων διαλόγων απαιτεί αρκετό ψάξιμο από τον παίκτη, εξερεύνηση κρυφών περιοχών που δεν τις πιάνει εξ αρχής το μάτι, εύρεση στοιχείων στο περιβάλλον κτλ.
Ο χάρτης, όπως είπαμε, μπορεί να μη συναγωνίζεται σε έκταση τα θηρία που κυκλοφορούν εκεί έξω, είναι όμως πλούσιος σε μέρη που απαιτούν λίγο παραπάνω ψάξιμο για να εντοπιστούν. Το μόνο κακό είναι ότι η απουσία Mini Map προκαλεί αποπροσανατολισμό, ιδίως στην αρχή όπου είναι δύσκολο να οριστούν κάποια σημεία – οδηγοί και όλα τα κτήρια λίγο πολύ φαίνονται ίδια. Βέβαια, το παιχνίδι με το Main Quest σπρώχνει τον παίκτη σε μία σταδιακή ανακάλυψη των γειτονιών του Λονδίνου, αλλά ξέρετε πώς είναι με τους μεσήλικες πεπειραμένους RPGάδες που θέλουν να τα δουν όλα από το πρώτο Main Quest. Ακριβώς επειδή το παιχνίδι μάς ωθεί σε προοδευτικό ξεκλείδωμα των περιοχών, υπάρχουν και ορισμένα shortcuts που ανοίγουν αργότερα και εξυπηρετούν το σκεπτικό «τώρα που σε έφερα εδώ που ήθελα, άνοιξε και αυτήν την πόρτα να γυρίζεις γρηγορότερα στο Pembroke».
Βέβαια, πέρα από το πού λαμβάνει χώρα το κάθε quest, λογική κεντρικού Hub δεν υπάρχει στο παιχνίδι καθώς τα safe houses με ένα κρεβάτι, λίγο Loot και έναν πάγκο για τα… μαστορέματα, είναι διάσπαρτα στο Λονδίνο. Παρόλα αυτά, όταν θέλει κανείς να ολοκληρώσει ένα side quest και το objective είναι στην άλλη μεριά της πόλης, ψάχνει κάποιου είδους fast travel, το οποίο όμως δεν υπάρχει. Δεν ξέρουμε αν αυτό πρέπει να καταλογιστεί καν ως αδύνατο σημείο (πόσο μάλλον σαν αρνητικό). Αλλά στη σύγχρονη εποχή που έχουμε μάθει με τις ευκολίες μας, κάποιοι τέτοιοι μηχανισμοί είναι πλέον εκ των ων ουκ άνευ. Οι διάλογοι και το ξεδίπλωμα των χαρακτήρων είναι καλά μελετημένοι με ψευδο-ιατρικά στοιχεία, που δένουν όμως πολύ ομαλά με το κλίμα των ημερών λίγο μετά το τέλος του Α’ ΠΠ.
Ομοίως και το περιβάλλον όπου η Dontnod έχει κάνει εξαιρετική δουλειά. Υπήρχαν τα διαπιστευτήρια από το Remember Me, όπου επίσης το φουτουριστικό-cyber punk Παρίσι είχε αποδοθεί καταπληκτικά. Αλλά στην περίπτωση του Λονδίνου, σε ορισμένα σημεία οι άνθρωποι έχουν κάνει θαύματα και αναρωτιέται κανείς τι θα μπορούσε να κάνει αυτή η ομάδα αν από πίσω δεν είναι η “Call Me a 7”- Focus αλλά για παράδειγμα η Bethesda ή ένας άλλος μεγάλος publisher που ακόμα εκδίδει παιχνίδια που δεν είναι υπηρεσίες όπως το internet, το ηλεκτρικό, το Eφκα κλπ. Η ζοφερή ατμόσφαιρα στο νυχτερινό Λονδίνο, η ηχητική επένδυση μίας σκοτεινής και μουντής μουσικής, οι περίεργοι και απειλητικοί ήχοι, τα ουρλιαχτά και τα ακατάληπτα μουρμουρητά, τα σκολιωτικά μπαλκόνια και τα κτήρια, η αντίθεση με τις πιο πλούσιες γειτονιές και τους καθεδρικούς ναούς, συνθέτουν ένα σύνολο που αν ήταν ογκωδέστερο, θα μιλούσαμε για φαινόμενο. Τώρα μιλάμε απλά για κάτι το εξαιρετικό σε σχεδίαση και απόδοση και οι άνθρωποι της Dontnod πρέπει να λάβουν τα εύσημα.
Και πάλι βασισμένοι στην ομαλή εμπειρία του Remember Me, τεχνικά υπάρχουν λίγα μόνο προβλήματα (κυρίως τα loading times στο απλό PS4 με απλό δίσκο καθώς και κάποιες πτώσεις frame rate ιδίως όταν από πίσω φορτώνει μία περιοχή) αλλά τίποτα που να καθιστά το παιχνίδι προβληματικό. Τα animations είναι πολύ καλά, η κίνηση του χαρακτήρα στρωτή και ομαλή, η εξερεύνηση των περιοχών ξεκούραστη και τα γραφικά ως σύνολο υπέροχα. Ομαλή είναι και η περιήγηση στο menu που λόγω έλλειψης του Mini Map είναι πάρα πολύ συχνή.
Κατά τα άλλα, το παιχνίδι δε μπλέκει με πολύ customization και στα όπλα και στο inventory. Και εκεί φαίνεται ότι κατά βάση το Vampyr απέχει από το να ανήκει στην ίδια κατηγορία με τα Action RPG που ξοδεύουν το 90% της διάρκειάς τους στη διαχείριση του Inventory. Το Vampyr πατάει στους χαρακτήρες, στην εκπληκτική ατμόσφαιρα, στις αποφάσεις για τη μοίρα των ανυποψίαστων κατοίκων του Λονδίνου και (το ξαναείπαμε;) στην εκπληκτική ατμόσφαιρα. Είναι μία καλογραμμένη ιστορία εναλλακτικής προσέγγισης των Vampyr, με δυνατό κεντρικό story, άρτιους μηχανισμούς μάχης, καλό role playing μεταξύ των προσώπων και των NPCs, και τη στοιχειώδη δουλειά σε οπλισμό και Abilities. Ίσα ίσα για να γίνεται το gameplay ενδιαφέρον και να τηρούνται τα προσχήματα. Προσφέρει 20-25 ώρες ενασχόλησης, αλλά το σημαντικότερο είναι ότι, λόγω των βασικών επιλογών, ο παίκτης επιθυμεί να το ξαναπαίξει. Θα είναι απορίας άξιο αν κάποιος δε νοιαστεί για κάτι τέτοιο. Και επίσης, αν δεν το ξαναγράψαμε έχει και εκπληκτική ατμόσφαιρα.
To review βασίστηκε στην έκδοση του παιχνιδιού για PS4.