Η Telltale θα ήταν περήφανη…
Είναι ολίγον τι περίεργο να ασχολείσαι με ένα αφηγηματικό παιχνίδι που αναπτύσσει την ιστορία του σε διακριτά επεισόδια (με την αναγκαία δίμηνη απόσταση μεταξύ τους…), όταν είναι ακόμα πρόσφατο το ξαφνικό λουκέτο της Telltale. Ένα ιδιαίτερα λυπηρό κλείσιμο (ιδίως για τους περισσότερους από τους 150 υπαλλήλους της εταιρίας) που εκ των υστέρων γινόταν σαφές πως ήταν μάλλον προδιαγεγραμμένο. Είναι περίεργο να βλέπουμε ένα νέο τίτλο σε αυτό το είδος τόσο κοντά στο πρόσφατο κλείσιμο της εταιρίας που, λίγο πολύ, το καθιέρωσε, αλλά από την άλλη αποτελεί μία μάλλον φυσιολογική κίνηση για την Dotnod αν αναλογιστεί κανείς την αναπάντεχη επιτυχία του εξαιρετικού πρώτου Life Is Strange (LIS στο εξής), η οποία λειτούργησε και ως σωσίβια λέμβος για τα οικονομικά της.
Το πρώτο εκ των πέντε επεισοδίων του LIS 2, επονομαζόμενο λακωνικά -πλην όμως εύστοχα- ως “Roads”, αποτελεί μία γερή βάση που μπορεί, έστω σε αυτό το αρχικό στάδιο της περιπέτειας, να αποβάλει παραλληλισμούς με “γραμμές παραγωγής” που είχε δημιουργήσει η Telltale πίσω από τους δικούς της τίτλους. Αξίζει να αναφέρουμε εξ αρχής πως η Dotnod -για άλλη μία φορά- δείχνει ότι κατέχει μία πολύ ισχυρή πένα στη γραφή των ιστοριών και των χαρακτήρων της. Είναι επίσης από τους ελάχιστους δημιουργούς που δεν ακολουθούν ασφαλείς και διπλωματικές διόδους όσον αφορά το θίξιμο κοινωνικοπολιτικών θεμάτων. Στην προκειμένη περίπτωση το θέμα του ρατσισμού και της ξενοφοβίας ξεδιπλώνεται με την ευθύτητα που του αρμόζει, με την Dotnod να παίρνει ξεκάθαρη θέση, ιδίως σε ότι αφορά την παρούσα πολιτική κατάσταση στην Αμερική (που βέβαια αντικατοπτρίζει αντιλήψεις και στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού).
Η ιστορία διαδραματίζεται στο Seattle και επικεντρώνεται σε μία οικογένεια μεταναστών από το Μεξικό, οι οποίοι καταφέρνουν να ζούν αρμονικά σε μία κοινωνία που δεν είναι πάντα φιλική απέναντί τους. Οι βασικοί πρωταγωνιστές εμφανίζονται στα πρόσωπα του δεκαεξάχρονου Sean και του μικρού του αδερφού, Diaz, 9 χρονών. Η ζωή τους κυλάει ομαλά μαζί με τον συμπαθή πατέρα τους (η ιστορία της μητέρας παραμένει μυστήριο στο πρώτο επεισόδιο) ώσπου ένα τραγικό συμβάν θα ωθήσει τα δύο αδέλφια στη φυγή από τις αρχές.
Κάπου εδώ αρχίζει η δραματική περιπέτειά τους με προορισμό το Μεξικό. Όπως συνέβαινε και στο πρώτο LIS, έτσι κι εδώ η γραφή παραμένει σε υψηλότατα επίπεδα, αποτυπώνοντας με πλήρη αληθοφάνεια τους βασικούς χαρακτήρες. Αποτελεί μία επιτυχία που αξίζει από μόνη της τα εύσημα, κυρίως αναλογιζόμενοι πληθώρα παιχνιδιών όπου χαρακτήρες μικρής ηλικίας καταλήγουν να μην είναι κάτι περισσότερο από καρικατούρες με υπέρ του δέοντος παιδιάστικες συμπεριφορές, γραμμένοι από σεναριογράφους που δείχνουν σαν να έχουν την πλέον υποτυπώδη και στερεοτυπική εικόνα του πώς συμπεριφέρεται και μιλάει ένα παιδί.
Η Dotnod αποφεύγει ψευδό-politically correct καταστάσεις δείχνοντας τον Sean (ένας φυσιολογικός νεαρός που είναι για τα καλά μέσα στην εφηβεία) να παίρνει στα μουλωχτά από το ψυγείο μερικές μπύρες για το επικείμενο πάρτι, δίχως να παρουσιάζεται σαν κανένα τρομερό στραβοπάτημα, να συζητάει με την κολλητή του για το πού θα μπορέσουν να βρουν και λίγο χόρτο, να κατεβάζει ταινίες από τορρεντάδικα, καθώς και να αγχώνεται για το πώς θα προσεγγίσει τη συμμαθήτριά του (με δόση υπεραισιοδοξίας κρίνοντας από τα προφυλακτικά που βάζει στην τσέπη του). Με λίγα λόγια, αποφεύγονται τα διάφορα πουριτανικά ταμπού που απαντώνται συνήθως στην αποτύπωση αυτής της ηλικίας (και όχι μόνο).
Από την άλλη πλευρά, ο Diaz, ως αρκετά μικρότερος, έχει εξίσου πειστική συμπεριφορά, με την αφέλεια και τη φαντασία που χαρακτηρίζει παιδιά της ηλικίας του. Οι προσωπικότητες των δύο αδελφών είναι τελικά πειστικές και αναπτύσσονται αρκετά σε αυτό το πρώτο επεισόδιο ώστε να κερδίσουν τη συμπάθειά μας καθώς και την ανησυχία μας για τη δύσκολη πορεία τους. Για άλλη μία φορά οι αλληλεπιδράσεις με το περιβάλλον θα βοηθήσουν σε μεγάλο βαθμό στη σκιαγράφηση ιδίως του Diaz (τον οποίο χειριζόμαστε αποκλειστικά), μέσα από την πληθώρα σχολίων που προκύπτουν από δεκάδες στοιχεία ενδιαφέροντος στα διάφορα περιβάλλοντα. Αποτελεί έναν αρκετά επιφανειακό και απλοϊκό gameplay μηχανισμό, που όμως στο ύφος του LIS 2 έχει αξία δεδομένου ότι βοηθά στην κατανόηση της ιδιοσυγκρασίας του Diaz αλλά και του αδελφού του.
Η κακουχία, που ήδη ξεκινάει από τις πρώτες μέρες της φυγής από τις αρχές, αποδίδεται αρκετά καλά, ωθώντας σε αποφάσεις που αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα λόγω της προσπάθειάς μας να προστατεύσουμε αλλά και να αναθρέψουμε τον Sean. Αρκούν ως δικαιολογία τα λιγοστά δολάρια που έχει ο Diaz στην τσέπη και η δυσχερής κατάσταση που βρίσκονται για κλέψιμο ρούχων και τροφίμων ή θα επιχειρήσουμε να σφίξουμε λίγο τα δόντια και να αρκεστούμε σε αυτά που έχουμε; Θα μιλήσουμε στον Sean με ειλικρίνεια για την κατάσταση που βρίσκονται ή θα δημιουργήσουμε την εντύπωση ότι βρισκόμαστε σε μία συναρπαστική περιπέτεια;
Οι διάφορες αποφάσεις αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα όταν αναλογιστούμε ότι θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό το χαρακτήρα του Sean, όχι βάσει στατιστικών που θα μπορούσε να έχει (δεν έχει), αλλά επειδή πραγματικά μάς κάνει να σκεφτούμε τι θα είναι καλύτερο για την διάπλασή του. Οι αποφάσεις που καλούμαστε να πάρουμε, μικρές και μεγάλες, έχουν βαρύτητα ανεξάρτητα από το αν θα επηρεάσουν τελικά τα μετέπειτα γεγονότα, καθώς καταφέρνουν στην εκάστοτε σκηνή να μας βάλουν σε σκέψεις για το τι θα ήταν προτιμότερο να επιλεχθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την επίσκεψή μας σε ένα μίνι μάρκετ, αγοράσαμε για το μικρότερο αδελφό την αγαπημένη του σοκολάτα κι ας γνωρίζαμε ότι αυτό δεν θα είχε αντίκτυπο στην ιστορία κι ας γνωρίζαμε ότι τα περιορισμένα χρήματα ενδέχεται να αποδειχθούν πολυτιμότερα σε μετέπειτα στάδια, αρκεί όμως που γνωρίζαμε ότι αυτή η πράξη θα του αναπτέρωνε έστω και λίγο τη διάθεση.
Αποφασίσαμε ακαριαία να μην τον στείλουμε να παρακαλέσει για φαγητό από καλοζωισμένη οικογένεια, γνωρίζοντας ότι αυτή η πράξη και ζημιογόνα θα ήταν για τον ίδιο αλλά και θα έριχνε λάδι στη φωτιά για τη στερεοτυπική αντιμετώπιση της μειονότητας. Το θέμα του ρατσισμού γενικά αποτυπώνεται με την ωμότητα και ευθύτητα που αρμόζει στο θέμα, προκαλώντας άμεσα την απέχθεια για τα άτομα που μεταχειρίζονται τα δύο αδέλφια σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας ή και χειρότερα απλά και μόνο κρίνοντάς τα από τη φυσιογνωμία τους. Δεν έχει φυσικά καμία σημασία που τα αδέλφια είναι γεννημένα και μεγαλωμένα στην Αμερική, πραγματικοί Αμερικανοί δηλαδή, καθώς διάφοροι “πατριώτες” τους αντιμετωπίζουν και πάλι ως ξένα στοιχεία.
Φυσικά, από το LIS 2 δεν θα μπορούσε να λείπει και το μεταφυσικό στοιχείο, αν και σε πιο περιορισμένο βαθμό σε σχέση με την πρώτη σαιζόν. Ουσιαστικά από το πουθενά ο μικρότερος αδερφός αποκτά τη δυνατότητα της τηλεκίνησης, μία ικανότητα που εμφανίζεται σε ελάχιστες καταστάσεις και μόνο μέσω κάποιας cutscene. Λειτουργεί περισσότερο ως ένας από μηχανής θεός, που επιτρέπει στα αδέλφια να ξεφύγουν από καταστάσεις που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα τους οδηγούσαν στη φυλακή -στην καλύτερη των περιπτώσεων. Η φειδωλή εμφάνιση αυτής της δύναμης ευτυχώς δεν αλλοιώνει τον, γενικότερα, προσγειωμένο χαρακτήρα της ιστορίας, αποτελώντας τελικά μία σχεδόν αλληγορική εξωτερίκευση της οργής του Sean σε ορισμένες -ιδιαίτερα φορτισμένα- δραματικές καταστάσεις. Μένει να δούμε πώς θα χειριστεί η Dotnod αυτή τη δύναμη στα υπόλοιπα επεισόδια. Σε μία πρώτη εικόνα, όμως, είναι σαφέστατα πολύ πιο περιορισμένη στην εμφάνισή της και ανύπαρκτη σαν gameplay μηχανισμός σε αντίθεση με την παρουσία της μεταφυσικής ικανότητας που κατείχε η Max.
Στα του τεχνικού τομέα, η Dotnod αποδίδει για άλλη μία φορά ένα όμορφο αποτέλεσμα, με πυκνά περιβάλλοντα και ζωηρά χρώματα. Δεν βρίσκεται στην αιχμή της τεχνολογίας αλλά δεν παύει να είναι σχεδιασμένο με μεράκι, με μία τεχνοτροπία που παραπέμπει σε graphic novel. Εκεί που θα μπορούσε να είχε δοθεί περισσότερή προσοχή είναι το lip-synching, το οποίο είναι απλά παρωχημένο, κάτι ιδιαίτερα περίεργο αν αναλογιστεί κανείς πως πρόκειται για παιχνίδι που επικεντρώνεται στους διαλόγους. Τουλάχιστον όσον αφορά το τελευταίο, οι ηθοποιοί -κυρίως στους πρωταγωνιστικούς ρόλους- είναι πειστικοί ενώ το πλήθος των διαλόγων και αντιδράσεων βοηθούν τα μέγιστα στο αληθοφανές χτίσιμο της σχέσης μεταξύ των αδελφών.
Οφείλουμε να πούμε εδώ ότι για άλλη μία φορά θεωρούμε πως το “σπάσιμο” ενός παιχνιδιού σε επεισόδια δεν έχει καμία ουσιαστική αξία για τον παίκτη (παρά μόνο για την εταιρία, για ευνόητους λόγους…), ζημιώνοντας την τελική εμπειρία που μπορεί να αποκομίσει κανείς. Οι τρεις ώρες διάρκειας είναι πολύ λίγες και η αναμονή τουλάχιστον δύο μηνών για κάθε νέο επεισόδιο αποτελεί μακρύ διάστημα, που σίγουρα δεν λειτουργεί με ανάλογο τρόπο που προκύπτει από την εβδομαδιαία συχνότητα των τηλεοπτικών σειρών (αν και το πόσοι ακόμα παρακολουθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο τηλεοπτικές σειρές είναι άλλο θέμα). Ωστόσο, το Life is Strange 2: Episode One – Roads θέτει πολύ καλές βάσεις για έναν άξιο συνεχιστή της πρώτης σαιζόν, καθώς κατάφερε να μας προξενήσει την προσμονή για την εξέλιξη του δραματικού ταξιδιού των δύο αδελφών.
Σημείωση: Ασχοληθήκαμε προηγουμένως με το The Awesome Adventures of Captain Spirit, το δωρεάν και αυτόνομο παιχνίδι της Dotnod που εκτυλίσσεται στο σύμπαν των Life Is Strange και σχετίζεται, κατά τους δημιουργούς, με την ιστορία της δεύτερης σαιζόν. Αποτελεί μία αρκετά καλογραμμένη παραγωγή που μας τοποθετεί στο ρόλο του εννιάχρονου Chris, ο οποίος μένει μαζί με τον χήρο και αλκοολικό πατέρα του. Μέσα από τα μάτια του παιδιού παρακολουθούμε την προσπάθειά του να ξεπεράσει το χαμό της μητέρας του και να αντιμετωπίσει τη σωματική και λεκτική βία του πατέρα του, έχοντας ως όπλο τη φαντασία του. Είναι μία γλυκόπικρη ιστορία μικρού μήκους, που αξίζει την προσοχή σας. Όσον αφορά, όμως, την ένωσή της με το LIS 2, μάλλον θα πρέπει να περιμένουμε επόμενα επεισόδια, καθώς στο παρόν πρώτο δεν συναντήσαμε την παραμικρή αναφορά στον Chris.
To review βασίστηκε στην έκδοση του παιχνιδιού για το PS4.