Πλούτος. Εξέλιξη. Απόλαυση.
Φτάνουμε επομενώς στο σημείο όπου, για ένα πολύ πλούσιo όπως τελικά αποδείχθηκε παιχνίδι, τα πολλά λόγια να είναι φτώχια. Η συζήτηση που θα μπορούσε να αναλωθεί γύρω από το Division 2, σε θεωρητικό επίπεδο, είναι κατά πόσο ένα παιχνίδι που μοιάζει τόσο πολύ με τον πρoκάτοχό του είναι αποτέλεσμα τεμπελιάς ή κατάθεση ωριμότητας. Το αρχικό Division είδε ένα καθοριστικό για τους μηχανισμούς του update με την 1.4 έκδοση, όπου, καταλήγοντας στην 1.8 με ένα ντεμαράζ θετικών αναβαθμίσεων, πέτυχε στον κύκλο ζωής του. Με τα καλά και τα στραβά του βέβαια, ουδείς τέλειος.
Εξήντα ώρες μετά, και έχοντας δει μόλις ένα μέρος του end game, μην έχοντας εντρυφήσει στις Dark Zones και το 4v4 pvp, αισθανόμαστε υπερπλήρeiς από το παιχνίδι. Με το Division 2, η Μassive παρέδωσε ένα κτήνος περιεχομένου, τόσο στην κανονική ροή – γνωριμία με τον κόσμο έως το ταβάνι του 30ου επιπέδου όσο και στο δεύτερο ημίχρονο, το end game. H συσσωρευμένη εμπειρία δεν πετάχτηκε στο καλάθι των αχρήστων, χρησιμοποιήθηκε ως ατού. Το μεγαλύτερο κέρδος για τους παίκτες του Division 2 είναι ότι έχουν στα χέρια τους τον πιο πλήρη τίτλο που είδε το φως της ημέρας στην κατηγορία του.
Για να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο το βάρος έπεσε ξεκάθαρα στο gameplay και τις δυναμικές που αναπτύσσονται κατά τη διάρκειά του. Η ιστορία πήγε περίπατο. Το end game αναπτύχθηκε ως ένα δεύτερο παιχνίδι μέσα στο παιχνίδι και τα φώτα του πρωταγωνιστή έπεσαν επάνω σε εκείνον που δικαιωματικά του ανήκουν: το looting. Τελειώνοντας τη βασική ροή του παιχνιδιού, φτάνοντας δηλαδή στο ανώτατο επίπεδο των τριάντα, λίγα πράγματα μένουν στο μυαλό του παίκτη από κεντρικούς χαρακτήρες και ιστορία. Για να συνθέσει κάποιος όλα τα κομμάτια του παζλ, θα πρέπει να παρακολουθήσει τα διάσπαρτα βιντεάκια και ηχογραφήσεις που βρίσκει ο χαρακτήρας στα πιο κρυφά μέρη της πόλης. Ο χρόνος κυλά ως μια ξενάγηση στο νέο τοπίο της Washington DC, μια γνωριμία με τους δρόμους της, τα εμβληματικά μνημεία της και τους εκπληκτικούς εσωτερικούς χώρους κτηρίων που χρησιμεύουν ως σημείο αναφοράς στις κεντρικές αποστολές.
Το χτίσιμο του κόσμου σε τίτλο της Ubiσoft είναι εξαιρετικό για ακόμα μια φορά. Το λευκό της Νέας Υόρκης δίνει τη σκυτάλη στο πράσινο, σε μια ακόμα πιο πλούσια σε χλωρίδα και πανίδα Ουάσινγκτον. Τα μεταβλητά καιρικά φαινόμενα είναι το κερασάκι στην τούρτα, προσδίδοντας τόσο στην ατμόσφαιρα όσο και στο gameplay. Το δε soundtrack έρχεται ως επιστέγασμα μιας πολύ προσεγμένης και υψηλών προδιαγραφών παραγωγής.
Τα πράγματα είναι πολύ απλά στο Division 2. Ως άλλοι σερίφηδες, οι Agents αντιμάχονται τις τρεις ξεχωριστές συμμορίες που έχουν στήσει τα αρχηγεία τους και επιζητούν την επικράτηση στους δρόμους, βοηθώντας παράλληλα τους καλούς πολίτες της πόλης να σταθούν ξανά στα πόδια τους, επιστρέφοντας σε κανονικούς ρυθμούς ζωής. Οι μεταβολές που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού σε διάφορα σημεία ενδιαφέροντος, μαρτυρούν την εξέλλιξη αυτή της ιστορίας. Το αχούρι του Λευκού Οικού μετατρέπεται με το χρόνο σε μια πλήρως λειτουργική βάση επιχειρήσεων, το νέο σπίτι των Agents. Τα δύο κεντρικά Settlements, δυτικά και ανατολικά του Λευκού Οίκου, σιγά-σιγά αρχίζουν και σφύζουν από ζωή, και τα Σημεία Ελέγχου αλλάζουν χέρια, δίνοντάς μας ένα νέο σημείο γρήγορης πρόσβασης (γιατί καλό το περπάτημα, αλλά θα λιώσουν οι σόλες) και πλούσιο loot.
Τώρα, βέβαια, ποιοι ακριβώς είναι καλοί και ποιοι κακοί στην όλη υπόθεση, ας μη το αναλύσουμε παραπάνω, το τρώμε όπως σερβίρεται. Στα σοκάκια και τους ακάλυπτους, στις ταράτσες κτηρίων και δωμάτια που μπαίνουμε από τα παράθυρα, στους υπονόμους της πόλης και σε κάθε γωνιά του δρόμου, κυριολεκτικά παντού, βρίσκονται διάσπαρτα loot boxes. Όχι από εκείνα που ζητάνε πραγματικά χρήματα, από τα άλλα, τα αθώα. Σε μορφή κουτιών κάθε μεγέθους και μορφής, σε σακίδια, ακόμα και σε κάδους απορριμμάτων, τα πάντα “λουτάρονται”. Πρώτες ύλες για crafting, υλικά απαραίτητα για την ολοκλήρωση projects, νερό και φαγητό για τους φύλακες των Σημείων Ελέγχου, όπλα, πυρομαχικά και εξοπλισμός.
Αν κάπου υπερθεματίζεται η έννοια του looting στον “looter-shooter” όρο, είναι στο Division 2. Kαι είναι ουσιαστικά ένας από τους βασικότερους λόγους που τροφοδοτεί τον παίκτη για περισσότερες ώρες παιχνιδιού. Δεν είναι μονάχα ένα καλύτερο κομμάτι εξοπλισμού, με καλύτερα στατιστικά και ξεχωριστές ιδιότητες. Είναι όλοι οι αλληλένδητοι μηχανισμοί που βασίζονται επάνω του και ξεκλειδώνουν κύρια χαρακτηριστικά στον ρου του gameplay. Για να πάρουμε με το μέρος μας έναν βασικό NPC του παιχνιδιού, που θα μας δώσει πρόσβαση στο crafting, πέρα του αριθμού κεντρικών αποστολών που χρειάζεται να ολοκληρώσουμε, το Settlement που θα μας τον δώσει απαιτεί και την ολοκλήρωση κάποιων projects. Τα projects αυτά μπορεί να έχουν να κάνουν με μια εγκατάσταση ηλιακών πάνελς για καλύτερη θέρμανση, με έναν βιώσιμο χώρο όπου καλλιεργούνται λαχανικά, με μια υποτυπώδη βιβλιοθήκη ή έναν χώρο αναψυχής για τα παιδιά. Άπαντα, θέλουν τη δωρέα ενός αριθμού από πρώτες ύλες που βρίσκουμε μέσω του looting. Ολοκληρώνοντας ένα project, η μορφή του Settlement αλλάζει για πάντα, σημειώνοντας ορατά την πρόοδό μας.
Στη λούπα αυτή, το περιεχόμενο του παιχνιδιού ρίχνει στο χάρτη πλήθος τυχαίων συμβάντων όπου μπορούμε να κυνηγήσουμε, καθώς και side missions ιδιαίτερα φροντισμένες και πιο πλούσιες σε σχέση με το πρώτο παιχνίδι. Για να φτάσουμε στα 30, η ενασχόληση με τις κεντρικές αποστολές μέσω των Settlements, η κατοχή των Σημείων Ελέγχου και ένας ελάχιστος αριθμός από side missions αρκεί. Το δε φινάλε είναι εκρηκτικό, με τρεις βασικές τελικές αποστολές στα αρχηγεία των True Sons, Hyenas και Outcasts να αποτελούν την κορύφωση στο design των αποστολών του παιχνιδιού. Και εκεί, πάνω που δημιουργείται η εντύπωση ότι παίξαμε κάτι ήδη πλήρες, το παιχνίδι μάς ρίχνει κατακούτελα αυτό που ονομάζει “end game”, ένα δεύτερο παιχνίδι μέσα στο παιχνίδι.
Το νέο αφεντικό στη πόλη ονομάζεται Black Tusk, αποτελώντας την πλέον υψηλή πρόκληση στη συμπεριφορά της Α.Ι. ενάντια στον παίκτη. Το μοτίβο των world tiers επιστρέφει, και το κυνήγι του υψηλότερου gear score ξεκινά. Εδώ είναι που ανοίγουν τα έως τώρα τρία ξεχωριστά Specializations, τρεις ουσιαστικά διαφορετικές classes, με ένα μοναδικό όπλο και ένα ξεχωριστό talent tree με perks για την κάθε μια. Τα πάντα στην πόλη αλλάζουν και όλες οι δυναμικές που έως τώρα ανέπτυσσε ο παίχτης, στα ποια όπλα του ταιριάζουν καλύτερα, στη δοκιμή των skills, στη συνεργασία του με άλλους παίκτες, απομακρύνονται από την tutorial λογική, αποκαλύπτοντας το επί μάκρον προκλητικό πρόσωπο του πραγματικού παιχνιδιού που θέτει το end game. Ακόμα και εάν ενδεχομένως κάπου στην πορεία όλη αυτή η διάρκεια δείχνει να κουράζει, η μετάβαση είναι εξαιρετικά δοσμένη και αξίζει να σημειωθεί.
Στο κυνήγι του 450 που είναι το soft cap, νέα δεδομένα κάνουν την εμφάνισή τους στο gameplay, και όσοι έπαιζαν solo θα χρειαστεί να ξανασκεφτούν τη χρησιμότητα μιας clan. Το clan system είναι ο καθρέπτης του Division 2 στη σοβαρότητα που επιδεικνύει το παιχνίδι στο περιεχόμενό του. Δεν είναι τυχαίο που το ταβάνι κάθε clan είναι τα 50 άτομα. Με τόσες πολλές και διαφορετικές δραστηριότητες, ημερήσια, εβδομαδιαία projects, leveling στις clans, ψάξιμο για exotic όπλα, κυνήγι επικηρυγμένων world bosses, επανάληψη αποστολών σε μεγαλύτερες δυσκολίες, τρεις ξεχωριστές Dark Zones…
Βέβαια, κάποια στιγμή όλο αυτό το ταξίδι τελειώνει, όσο καλό και αν είναι. Στο τέλος της πορείας, όταν το gear score φτάσει στο ανώτατο επίπεδο, όταν το build έχει τελειοποιηθεί στο min-maxing, όταν κάθε στόχος αυτοβελτίωσης έχει επιτευχθεί, φτάνουμε στη γνωστή ιστορία του τώρα τι; Ποιος ξέρει. Εκεί ο καθένας κάνει τις επιλογές του. Άλλοι θα ευχαριστηθούν παίζοντας μόνο PvP. Άλλοι θα συνεχίσουν τη λούπα για να ανεβάσουν τα επίπεδα της clan τους. Άλλοι θα στοχεύσουν το κρυφό περιεχόμενο ή να μαζέψουν όλα τα collectibles. Άλλοι απλά θα σταματήσουν, όχι απλώς χορτασμένοι, αλλά “σκασμένοι”, μέχρι το επόμενο content update.
Όπως και να έχει, στο δια ταύτα, το Division 2 αποζημειώνει και με το παραπάνω κάθε λάτρη της κατηγορίας. Βελτιωμένο σε νευραλγικούς τομείς, υπερπλούσιο σε περιεχόμενο, φροντισμένο στις λεπτομέρειες. Η Massive κάνει τη σωστή κίνηση, παραδίδοντας με το sequel έναν τίτλο υψηλού επιπέδου στην κατηγορία του.
Το review βασίστηκε στην έκδοση του παιχνιδιού για το PS4.