Αγχολυτικό.
Κατά την τελευταία δεκαετία -και όχι μόνο- η Sony έχει γνωρίσει τεράστια επιτυχία σε ό,τι αφορά τα αποκλειστικά παιχνίδια της λόγω των “powerhouses” που έχει στο δυναμικό της, στούντιο με κορυφαία βιογραφικά, που έχουν προσφέρει τεράστιες επιτυχίες -Naughty Dog, Santa Monica, Insomniac, Japan Studio κ.ο.κ. Όμως, τα στούντιο που έχουν στενή σχέση με τη Sony και έχουν προσφέρει στις κονσόλες της μεγάλες επιτυχίες μέσα στα χρόνια, δεν περιορίζονται μόνο σε αυτά τα γνωστά ονόματα. Γιατί υπάρχει και μια σχετικά μικρή ομάδα από την Yokohama, που από το 1997 εργάζεται ως 2nd party studio της Sony και είναι υπεύθυνο για την ιδιαιτέρως επιτυχημένη σειρά Everybody’s Golf. Ναι, μπορεί σε πρώτη ανάγνωση η σειρά αυτή να μην θεωρείται “μεγάλο όνομα” και “ισχυρή αποκλειστικότητα”, όμως έχουν περάσει 20 και πλέον χρόνια από το πρώτο παιχνίδι της σειράς στο αρχικό PlayStation, το franchise έχει εμφανιστεί σε όλες τις κονσόλες της Sony με περισσότερους από 10 τίτλους -σημειώνοντας σημαντική εμπορική επιτυχία στην Ιαπωνία- και, πλέον, ως φυσική εξέλιξη έφτασε και στο PSVR.
Το πέρασμα της σειράς Everybody’s Golf στο σύστημα εικονικής πραγματικότητας της Sony ήταν μάλλον αναπόφευκτο, αφού βλέπουμε ότι η εταιρεία έχει επενδύσει σημαντικά στην τεχνολογία και την υποστηρίζει σθεναρά με αρκετά projects. Έτσι, έχουμε ένα παιχνίδι που ακροβατεί μεταξύ του χαριτωμένου, μη ρεαλιστικού και σχεδόν anime ύφους που χαρακτηρίζει τη σειρά μέσα στα χρόνια, και της -κατά το δυνατόν- ρεαλιστικής εφαρμογής των νόμων της φυσικής που φέρνει η αναλογική, 1 προς 1 κίνηση και το gameplay του PSVR.
Το Everybody’s Golf VR υιοθετεί εξ ολοκλήρου τη λογική, την αισθητική και την καλλιτεχνική διεύθυνση των προηγούμενων παιχνιδιών, με χαλαρωτική μουσική, σχεδόν καρτουνίστικο UI και ένα γενικό “feel good” ύφος, αποφεύγοντας πολύπλοκα μενού, μακροσκελή πρωταθλήματα, λεπτομερή στατιστικά και υπερβολικό ρεαλισμό, σε μια προσπάθεια να μας εισάγει στον εθιστικό κόσμο του Golf μέσα από ένα χαλαρωτικό και αγχολυτικό, θα τολμούσαμε να πούμε, gameplay. Όλα ξεκινούν μέσα από ένα απλοϊκό και εύκολα κατανοητό tutorial, που εξηγεί τους βασικούς κανόνες του αθλήματος και του τι θα απαιτήσει το παιχνίδι αφού βγούμε στα links.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να πούμε ότι το control scheme του Everybody’s Golf VR είναι το καλύτερο σημείο του, το τμήμα που έτσι και αλλιώς είτε θα του χάριζε την επιτυχία είτε θα το “έσπαγε”. Ευτυχώς, η Clap Hanz δημιούργησε ένα τέλειο μοντέλο χειρισμού, που κάνει χρήση είτε του Dual Shock είτε ενός Move Controller για να εξομοιώσει την κίνηση των μπαστουνιών αλλά και για χρήση πλοήγησης μέσα στα μενού. Με πολύ έξυπνο τρόπο, ειδικά όταν βρισκόμαστε στις διαδρομές, το Move Controller -που εμείς προτείνουμε με “κλειστά μάτια” ως πρώτη επιλογή, αφού δεν αντιμετωπίσαμε κανένα πρόβλημα ανάγνωσής του από την κάμερα και λειτουργεί άριστα ως εικονικό μπαστούνι- μετατρέπεται από μπαστούνι σε εικονικό Move Controller για να μας μεταφέρει στα μενού, άμεσα, χωρίς lag και με ένα “καθαρό” και ευανάγνωστο UI.
Όλα τα παραπάνω -καλοσχεδιασμένο UI, όμορφο εικαστικό, άψογο μοντέλο ανάγνωσης της κίνησης- συνθέτουν το ήμισυ της συνολικής εικόνας, αφού το έτερο μισό έρχεται όταν βγούμε στις courses. Εδώ το παιχνίδι δείχνει γιατί η τεχνολογία VR έχει τόσο μέλλον μπροστά της. Είτε όρθιος είτε καθιστός (οι επιλογές VR comfort στο παιχνίδι είναι ικανοποιητικές), μόλις φορτώσει το εκάστοτε course νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε κάποιο ειδυλλιακό πάρκο, κάπου στην Ιαπωνία, με τις ανθισμένες κερασιές, το γκαζόν, τις λιμνούλες, τις αμμοπαγίδες και την πιστή βοηθό δίπλα σου έτοιμη να δώσει οδηγίες και βοήθεια για να φτάσεις στην τρύπα με τα λιγότερα δυνατά χτυπήματα. Το παιχνίδι εδώ “λάμπει”, και γιατί τα γραφικά είναι όμορφα (όχι “ρεαλιστικά”, αλλά είπαμε ότι το Everybody’s Golf πάντα έκλινε προς την anime πλευρά), αλλά κυρίως γιατί η αίσθηση ότι βρίσκεσαι όντως μέσα σε αυτόν τον σουρεαλιστικό κόσμο έρχεται αβίαστα και τη δέχεσαι χωρίς ενστάσεις.
Σε αυτό βοηθά και ο άψογος προγραμματισμός του παιχνιδιού, που στον υπογράφοντα δεν προκάλεσε ούτε υποψία ζάλης, αν και ο ιδρώτας που γλίτωσε από αυτήν, ήρθε από την ελαφριά άσκηση που ζητά το παιχνίδι εκ φύσεως. Γιατί το Everybody’s Golf είναι ένα παιχνίδι που αφήνει πίσω το πάτημα κουμπιών δύο ή τριών σημείων της αυξομειούμενης μπάρας που χρησιμοποιούσε η σειρά στο παρελθόν, μέσω του οποίου ορίζαμε την ισχύ και -κατά συνέπεια- την επιτυχία του χτυπήματος, φέρνοντας ένα πλήρως αναλογικό, 1 προς 1, και άριστα υλοποιημένο μοντέλο χτυπήματος της μπάλας. Αυτό συνεπάγεται και κάτι ακόμα, κάτι σημαντικό… Για να παίξετε σωστά -και με ασφάλεια- το Everybody’s Golf VR, χρειάζεστε αρκετό χώρο τριγύρω σας, να μείνετε μακριά από τραπεζάκια σαλονιού, να μαζέψετε βάζα και ποτήρια νερού που βρίσκονται δίπλα σε κινητά ή tablets και η όποια παρέα υπάρχει στο σαλόνι, να κρατήσει απόσταση από εσάς…
Μέχρι εδώ, το Everybody’s Golf είναι στα μάτια μας μια σπουδαία προσπάθεια, μια πραγματική επιτυχία για την Clap Hanz και ένα παιχνίδι χωρίς προηγούμενο -και αντίπαλο- στο PSVR. Όμως δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ και να μην αναφέρουμε τα προβλήματα. Βασικότερο όλων, και πρόβλημα που μείωσε σημαντικά την αξία του παιχνιδιού στα μάτια μας, είναι το απογοητευτικό περιεχόμενό του. Με μόλις τρεις διαδρομές, ελάχιστες επιλογές αγώνων, απουσία κάθε είδους multiplayer mode και μια γενικότερη “φτώχια” στα μενού (ειδικά σε σχέση με τα πολύ πλούσια παιχνίδια του παρελθόντος), το Everybody’s Golf VR φαντάζει -σε ό,τι αφορά το περιεχόμενό του πάντα- ως “φτωχός συγγενής” για το franchise, και μια συγκριτική ματιά με το Everybody’s Golf του PS4, αρκεί για του λόγου το αληθές.
Αυτό φαίνεται και σε άλλα σημεία, όπως στην απίστευτη επανάληψη των γραμμών διαλόγων που εκφέρουν οι caddies και η ρεσεψιονίστ, στα μουσικά θέματα, στα animation των caddies και στην επανάληψη της εισαγωγικής οθόνης κάθε φορά που ξεκινάμε μια διαδρομή. Στην απόφασή μας να “κόψουμε” μονάδες λόγω φτωχού περιεχομένου δεν βοήθησε και η εμφάνιση ορισμένων κλειδωμένων στοιχείων στα μενού, που μας στέλνουν στο PS Store για αγορά…
Κλείνοντας, εκτιμούμε ότι το Everybody’s Golf VR είναι μια αξιόλογη προσπάθεια από την Clap Hanz, που στέκεται αξιοπρεπώς δίπλα στις καλύτερες προτάσεις του franchise. Δεν ξέρουμε αν το περιορισμένο περιεχόμενο μπορεί να δικαιολογηθεί από την τιμή διάθεσής του τίτλου (εμείς σίγουρα θα θέλαμε περισσότερες από μόλις τρεις διαδρομές για ένα παιχνίδι κόστους 30 ευρώ), αλλά αυτό που προσπαθεί να κάνει, να μεταφέρει δηλαδή το ανάλαφρο και χαριτωμένο gameplay της σειράς, σε VR περιβάλλον, το καταφέρνει με απόλυτη επιτυχία, μέσα από ένα άριστο μοντέλο χειρισμού και ένα gameplay-απόλαυση, που θα σας προσφέρει μπόλικες στιγμές χαλάρωσης.