Marks, Ryan Marks…
Όταν έρχεται η στιγμή για την αξιολόγηση του Blood & Truth, του νέου first party τίτλου της Sony για το PS4 και το PSVR, δεν μπορείς παρά να ξεκινήσεις με κάτι που ενδεχομένως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως “άγνωστες λέξεις” για τους παίκτες νεότερης ηλικίας. Και αυτό γιατί οι παραλληλισμοί που θα πρέπει να γίνουν μεταξύ του Blood & Truth και των -κλασικών, πλέον- σειρών Time Crisis και Virtua Cop, αλλά και όλων των light gun shooters του παρελθόντος, είναι αρκετοί. Παίρνοντας τη βασική ιδέα πίσω από το London Heist, το mini-game που είχαμε δει στη συλλογή PlayStation VR Worlds κατά το λανσάρισμα του PSVR το 2016, και δανειζόμενο το game design και τους μηχανισμούς των light gun shooters που προαναφέρθηκαν, το London Studio δημιούργησε ένα παιχνίδι μιας λογικής που σπανίζει στις ημέρες μας. Ένα arcade shooter, ανάλαφρο, γεμάτο δράση, εκρήξεις και υπερβολές, χωρίς ρεαλισμό, χωρίς πολλή σημασία στο σενάριο και την ανάπτυξη χαρακτήρων, που εστιάζει σε ένα και μόνο πράγμα: τη διασκέδαση.
Σαν ένα πνευματικό τέκνο ταινιών με πρωταγωνιστή τον James Bond και τις cockney συμμορίες του Guy Ritchie, στο Blood & Truth θα ζήσουμε μια περιπέτεια που θα μας φέρει αντιμέτωπους με τους χειρότερους και πιο σκληρούς εγκληματίες του λονδρέζικου υποκόσμου, μέσα από μια σειρά γραμμικών αποστολών, όπου το αίμα, ο θάνατος και το μπαρούτι είναι μονίμως στο προσκήνιο.
Πρωταγωνιστής εδώ είναι ο Ryan Marks, ένας εν ενεργεία στρατιώτης των βρετανικών ειδικών δυνάμεων, που έχει το… προνόμιο να είναι το μεγαλύτερο τέκνο μιας οικογένειας η οποία ελέγχει σε μεγάλο βαθμό τον υπόκοσμο του Λονδίνου. Όταν ο πατέρας του πεθαίνει, ο Ryan καλείται να επιστρέψει στην πατρίδα για την κηδεία του, όταν μια αντίπαλη συμμορία εμφανίζεται για να διεκδικήσει τις “επιχειρήσεις” της οικογένειάς του. Αυτό είναι το σενάριο. Και θα λέγαμε ότι δεν χρειάζεται κάτι περισσότερο, αφού λειτουργεί απλά και μόνο ως η βάση για την ακατάπαυστη δράση που προαναφέραμε.
Το καλό, βέβαια, είναι ότι, όντας παιχνίδι της Sony και ενός έμπειρου και μεγάλου studio, το budget του Blood & Truth βρίσκεται πιο ψηλά από το ψηλότερο σημείο του London Eye… Αυτό έχεις ως αποτέλεσμα τη χρήση πολύ καλών voice actors, την παρουσία ενός πασίγνωστου σύγχρονου ηθοποιού (του Colin Salmon στο ρόλο του Carson, ενός πράκτορα της CIA), μουσικής εφάμιλλης πολλών ταινιών, και ορισμένων εκ των πιο εντυπωσιακών γραφικών -που στα κοντινά πλάνα νομίζεις ότι η ηθοποιοί είναι ζωντανοί, μπροστά σου- και ηχητικών εφέ που έχουμε δει και ακούσει μέχρι σήμερα σε παιχνίδι εικονικής πραγματικότητας. Αυτό εκτιμούμε ότι είναι και το κλειδί της επιτυχίας του Blood & Truth (μεταξύ άλλων στοιχείων, που θα δούμε παρακάτω). Μιλάμε ξεκάθαρα για μια υπερπαραγωγή για την κατηγορία, που επί της ουσίας εξυπηρετεί τη λογική του παιχνιδιού, δηλαδή, την κινηματογραφικού επίπεδου δράση και τον εντυπωσιασμό που προσπαθεί να προκαλέσει στον παίκτη.
Έχοντας, λοιπόν, θέσει τις βάσεις με όλα τα παραπάνω, το London Studio κλήθηκε να στήσει το παιχνίδι της, του οποίου η λογική είναι πιστή στην παρακαταθήκη των light gun shooters. Για παράδειγμα, κίνηση του Ryan στο χώρο σε πραγματικό χρόνο δεν δίνεται, πέρα από την επιλογή για πλάγια βήματα σε ορισμένα σημεία των επιπέδων και μιας υποψίας επιλογής πορείας μονοπατιού σε κάποια άλλα. Η κίνηση γίνεται με προκαθορισμένα waypoints, στα οποία ο χαρακτήρας μας μεταβαίνει αφού εμφανιστεί το σχετικό prompt στην οθόνη και πατήσουμε το ανάλογο κουμπί στο χειριστήριο. Επιπροσθέτως, το Blood & Truth είναι τόσο γραμμικό, που δεν επιτρέπει κίνηση προς τα πίσω ή έστω την περιστροφή του σώματος.
Αυτό το μοντέλο χειρισμού αρχικά μάς ξένισε, θα λέγαμε μάλιστα ότι μας απογοήτευσε, αφού περιμέναμε κάτι πιο κοντά στη λογική ενός Farpoint ή κάποιου άλλου παραδοσιακού FPS. Και αν κάποιος αποφασίσει να προσπεράσει τελικά το Blood & Truth λόγω της υιοθέτησης αυτής της λογικής, δεν θα μας φανεί παράξενο, αφού και εμείς θα θέλαμε μεγαλύτερη ευελιξία και περισσότερη ελευθερία κινήσεων.
Παίζοντας, όμως, περισσότερο και αντιλαμβανόμενοι τη λογική του παιχνιδιού, διαπιστώσαμε ότι το συγκεκριμένο game design εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο αυτό που ήθελαν να προσφέρουν οι δημιουργοί. Τα set pieces και η “κινηματογραφικότητα” είναι το Α και το Ω εδώ. Συνεπώς, επιλέχθηκε να υπάρχει σκηνοθεσία εξ αρχής από τους developers και όχι να δημιουργείται από τον παίκτη. Πιστεύουμε ότι δεν θα ήταν υπερβολή αν χαρακτηρίζαμε το Blood & Truth ως “μια ταινία όπου παίζεις”. Αυτή η επιλογή οδήγησε σε μια αφήγηση και μια ροή σχεδόν αριστοτεχνική, όπως ακριβώς θα κυλούσε μια καλογυρισμένη ταινία δράσης. Η ποικιλία στις αποστολές είναι ιδανική, με σωστές διακυμάνσεις στο ύφος τους (από την ακατάπαυστη δράση, πάμε σε αποστολή αναγνώρισης, μετά σε κεφάλαιο συζήτησης και ανάπτυξης σεναρίου, και μετά ξανά σε εκρήξεις και βροχή από σφαίρες) και με το ενδιαφέρον να μην πέφτει σχεδόν ποτέ.
Σε όλο αυτό το arcade/ cinematic οικοδόμημα συνεισέφερε τα μέγιστα το μοντέλο πυροβολισμών, που, ας μη γελιόμαστε, σε ένα τέτοιο παιχνίδι -λογικής shooting gallery- είναι όλη η ουσία. Το Blood & Truth δυστυχώς δεν υποστηρίζει το Aim Controller (ένα, κατά την άποψή μας, εξαιρετικό περιφερειακό, που δείχνει να έχει ξεχαστεί από τη Sony…), αφού προτιμήθηκε η χρήση Dual Shock και Move Controllers.
Εδώ συναντήσαμε το εξής πρόβλημα: Το Dual Shock 4 λειτουργεί άψογα, δεν χάνει ποτέ την επικοινωνία του με την κάμερα και προσφέρει άριστη ακρίβεια στις βολές. Όμως, ούτε καν αγγίζει την οργανική αίσθηση που χαρίζουν τα Move Controllers, που προσομοιώνουν με ρεαλισμό τα δύο χέρια του Ryan. Είτε μιλάμε για χρήση ενός όπλου σε κάθε χέρι είτε για το lockpicking σύστημα είτε για άλλες λειτουργίες που ζητούν από τον παίκτη να χρησιμοποιεί τα δύο του χέρια αυτόνομα, τα Move Controllers προσφέρουν ένα άριστο, παράξενα “ρεαλιστικό” αποτέλεσμα -αλλά μόνο όταν τα διαβάζει σωστά η κάμερα…
Γιατί ναι, αποδεικνύεται για μια ακόμα φορά ότι η τεχνολογία των Move Controllers αποτελεί τροχοπέδη για το PSVR, ειδικά σε ένα παιχνίδι πολύπλοκων εντολών και υψηλής ταχύτητας. Πολύ απλά, υπάρχουν στιγμές που φαίνεται ότι τα Move Controllers δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν σε αυτά που ζητάει το Blood & Truth. Ένα σωστό calibration και η ιδανική απόσταση από την κάμερα βοηθούν τα μέγιστα στη μείωση των προβλημάτων, ώστε να μην “σπάσουν” το παιχνίδι, αλλά όχι στην εξαφάνισή τους.
Το πακέτο του Blood & Truth περιλαμβάνει ένα κινηματογραφικό campaign, που διαρκεί πέντε με έξι ώρες, αλλά εκτός αυτών υπάρχουν challenges, που ξεκλειδώνονται σταδιακά, δυνατότητα επανάληψης οποιασδήποτε από τις 19 αποστολές, time trials, leaderboards, αρκετό κυνήγι collectibles και ένα safe house, όπου λειτουργεί ως πεδίο σκοποβολής και customization του πλούσιου οπλισμού μας (που ξεκινά από απλά πιστόλια των 9 χιλιοστών και φτάνει μέχρι grenade launchers). Γενικά, θα λέγαμε ότι το περιεχόμενο είναι πολύ, και αρκετό για να κρατήσει κάποιον απασχολημένο για μεγάλο αριθμό ωρών. Και η ενασχόληση πολλών ωρών με το Blood & Truth γίνεται εφικτή από τον πολύ καλό προγραμματισμό της απεικόνισης, που ναυτία ίσως προκαλέσει μόνο σε ορισμένα on-rails σημεία με άλματα και άλλες, παρόμοιου τύπου, προκαθορισμένες σκηνές δράσης.
To Blood & Truth είναι, εν τέλει, μια ακόμα καλή στιγμή για το PSVR. Αν ξεπεράσουμε το γεγονός της υπερβολικής γραμμικότητας και του τεχνολογικού περιορισμού που βαραίνει τα Move Controllers, έχουμε ένα εντυπωσιακό, πλούσιο και διασκεδαστικά άμυαλο shooter, που ό,τι προσπαθεί να κάνει, το φέρνει εις πέρας επιτυχώς, φέρνοντάς μας στο μυαλό αγαπημένα, απλοϊκά παιχνίδια μιας άλλης εποχής, τα οποία δεν βλέπουμε και πολύ συχνά στο σύγχρονο gaming.