Ένα καράβι, παλιό σαπιοκάραβο.
Έπειτα από διάφορες άγνωστες κυκλοφορίες, η πολωνική Bloober κατάφερε να έρθει στο προσκήνιο και να γνωρίσει την αναγνώριση το 2016, μέσω του Layers of Fear, ένα ιδιαίτερα αξιόλογο horror παιχνίδι, με προεκτάσεις στον ψυχολογικό τρόμο. Τι κι αν η περιπατητική ήταν το βασικό στοιχείο του gameplay (καθαρόαιμο walking simulator γαρ), το Layers of Fear κατάφερνε να καλλιεργήσει την αίσθηση του άγνωστου, ακατανόητου κινδύνου που βρίσκεται -και δεν βρίσκεται- αποκλειστικά στο κεφάλι του πρωταγωνιστή.
Ιδιάζουσας σημασίας για την εμπειρία αποτελούσε βέβαια και το περιβάλλον της απομονωμένης, ευμεγέθους οικίας του πρωταγωνιστή-ζωγράφου, όπου τα νατουραλιστικά έργα του, που πολλές φορές απέδιδαν αλλοιωμένες εκφάνσεις της πραγματικότητας, έδεναν οργανικά με τη συνολική, δυσοίωνη ατμόσφαιρα. Η Bloober αποδείχθηκε μία παραγωγικότατη εταιρία τελικά, καθώς ένα μόλις χρόνο μετά μάς έφερε το Observer, ένα cyberpunk horror, που όμως τελικά είχε αρκετά ελαττώματα ροής και σεναρίου. Ως εκ τούτου, ήταν απόλυτα λογικό να τη δούμε να επιστρέφει στον τίτλο που την έφερε στο προσκήνιο, παραδίδοντάς μας το Layers of Fear 2.
Από τα πρώτα λεπτά γίνεται σαφές ότι βρισκόμαστε στον πνευματικό διάδοχο του πρώτου παιχνιδιού. Η ιστορία και το περιβάλλον είναι εντελώς διαφορετικά, αφήνοντας πίσω τις καλλιτεχνικές ανησυχίες ενός ζωγράφου που περιφερόταν στο δαιδαλώδες σπίτι του, προκειμένου να μας δώσει το ρόλο ενός νέου ηθοποιού, ο οποίος αρμενίζει σε ένα επιβατικό πλοίο πολυτελείας.
Για άλλη μία φορά οι πληροφορίες που λαμβάνουμε στα αρχικά στάδια είναι ισχνές, με το παιχνίδι να μας δίνει αργά και σταδιακά ορισμένα σεναριακά “ψίχουλα” ώστε να συνθέσουμε το παζλ της τραυματικής ζωής του πρωταγωνιστή (περίμενε κανείς ότι θα ήταν ψυχικά υγιής;). Εξαρχής το παιχνίδι δεν χάνει στιγμή να μας πείσει πως βρισκόμαστε σε έναν αλλόκοτο και εφιαλτικό κόσμο, κι ας περιφερόμαστε στο αναγνωρίσιμο περιβάλλον ενός πλοίου. Τοίχοι σε αποσύνθεση, δυσοίωνοι ήχοι και πόρτες που πολλές φορές μας οδηγούν σε παντελώς διαφορετικά σκηνικά, που εμφανέστατα δεν ανήκουν στα περιορισμένα όρια των χώρων ενός επιβατικού πλοίου, δηλώνουν συνεχώς το παρόν.
Σε αντίθεση όμως με το πρώτο Layers of Fear, όπου από την αρχή η συμπαγής σεναριακή του δομή του κυλούσε αρμονικά με τα τριγύρω συμβάντα, στην προκειμένη περίπτωση, για ένα μεγάλο διάστημα του παιχνιδιού, ο παίκτης αδυνατεί να καταλάβει τι νόημα έχουν όλα αυτά που αντικρίζει τριγύρω του σε σχέση με τον ψυχισμό του ήρωα και τη σύνδεση που έχουν με αυτόν.
Από τα πρώτα λεπτά γνωρίζουμε ότι ο χαρακτήρας μας είναι ένας ηθοποιός που βρίσκεται στο πλοίο για τα γυρίσματα ενός έργου. Αυτό που φαίνεται στην αρχή να είναι μία κάθοδος στην τρέλα για έναν ηθοποιό που προσπαθεί να ανταπεξέλθει στις υψηλές απαιτήσεις του σκηνοθέτη του, σύντομα δίνει τη θέση του σε μία (φαινομενικά) παράπλευρη ιστορία. Δεν θα αργήσετε να βρείτε σημειώματα και ενδείξεις που κάνουν λόγο για δύο μικρά παιδιά, λαθρεπιβάτες επάνω στο πλοίο, που προσπαθούν να εντοπιστούν από το πλήρωμα. Οι ομιλίες των παιδιών ακούγονται συχνά, συνήθως όταν εξετάζεται κάποιο αντικείμενο, όπου και τα ακούτε να αφηγούνται μία μικρή ιστορία που απορρέει από αυτό.
Έως το τελευταίο κεφάλαιο το ομιχλώδες σενάριο τελικά θα αρχίσει να βγάζει νόημα και να χτίζει μία συγκροτημένη ιστορία, όμως γενικά παραμένει μία προβληματική συνιστώσα του παιχνιδιού. Όταν το σεναριακό παζλ ολοκληρωθεί, καταλαβαίνει κανείς ότι ως ιστορία δεν είχε να προσφέρει ένα ιδιαίτερα βαθύ νόημα, κάποια ανατροπή ή –έστω- την οποιαδήποτε έκπληξη. Εάν το φινάλε υποτίθεται ότι έρχεται σαν έκπληξη, τότε αποτυγχάνει, καθώς κάποιος ελάχιστα πονηρεμένος θα μπορέσει να αντιληφθεί πολύ πιο πριν τη συγκεκριμένη αποκάλυψη.
Επιπλέον, παρόλο που το σενάριο τελικά δένει τη συνολική πορεία μας, η ιδιότητα του χαρακτήρα μας ως ηθοποιού και η τοποθέτησή του στο πλοίο για τα γυρίσματα ενός έργου, φαντάζουν ως δύο παράταιρα στοιχεία σε σχέση με αυτά που βλέπουμε στην οθόνη μας. Έως τη μέση της εξάωρης (περίπου) διάρκειας η αποκομμένη φύση του χαρακτήρα μας από τα τεκταινόμενα ζημιώνει την αίσθηση του τρόμου, κάτι στο οποίο δεν βοηθάει και η πλήρης βουβαμάρα του, ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει μπροστά του. Πολύ απλά, αντί να μας διοχετεύεται ο τρόμος μέσα από τα μάτια ενός ατόμου που δίνει την εντύπωση ότι αποτελεί μέρος του κόσμου (όπως π.χ. συμβαίνει στα Outlast ή στο Resident Evil 7 μεταξύ άλλων first person horror ιστοριών) εδώ έχουμε την αίσθηση ότι χειριζόμαστε ένα άβουλο ανδροειδές.
Γενικά, η αίσθηση που μας άφησε το Layers of Fear 2, ήταν πως βρισκόμαστε σε ένα από αυτά τα στοιχειωμένα σπίτια που βρίσκει κανείς στα λούνα παρκ, δεδομένου πως, ελέω ελλιπούς εξήγησης για την ψυχολογική κατάσταση του χαρακτήρα μας, δινόταν η εντύπωση τελικά ότι απλά βρισκόμαστε σε ένα περιβάλλον που είναι σκηνοθετημένο, με μόνο στόχο να τρομάξει τον εκάστοτε επισκέπτη. Τουλάχιστον ως προς το θέμα της καλλιέργειας του φόβου, η Bloober τα πάει αρκετά καλά, πατώντας στα σίγουρα μονοπάτια του πρώτου Layers of Fear, παρόλο που αποφεύγει οποιοδήποτε προσπάθεια για εμπλουτισμό. Αν μη τι άλλο, η ομάδα είναι μάστερ στην αίσθηση του αποπροσανατολισμού και στην απόδοση ενός χαρακτήρα που δείχνει να χάνει τα λογικά του. Το καλύτερο “τρικ”, που επανέρχεται από τον προηγούμενο τίτλο, αφορά στη συχνή αλλαγή της διαρρύθμισης του χώρου, σε συγκεκριμένα σημεία που γυρίζουμε το βλέμμα μας, και η ομαλότητα με την οποία επιτυγχάνεται αυτό.
Συχνά-πυκνά θα επιστρέφετε σε μία πόρτα από όπου είχατε προηγουμένως μπει σε ένα δωμάτιο, μόνο για να βρεθείτε σε έναν εντελώς διαφορετικό χώρο ως διά μαγείας και δίχως την παραμικρή υποψία loading, απότομου pop up ή άκομψης στιγμιαίας εναλλαγής χρωμάτων/ φωτισμού. Σε ανάλογες καταστάσεις, που μπορούν να σας δημιουργήσουν ένταση, ενδέχεται να είστε σε κάποιον χώρο, και όποτε γυρνάτε την κάμερα να αντικρίζετε απόκοσμες φιγούρες ή εντελώς διαφορετικά περιβάλλοντα από αυτά που θα περίμενε κανείς σε ένα πλοίο.
Εντούτοις, όπως αναφέραμε προηγουμένως, αυτό είναι κάτι που έχουμε ξαναδεί στο πρώτο Layers of Fear, επομένως, όσο και αν το παιχνίδι καταφέρνει να αποδώσει άψογα αυτό το εφέ, η αλήθεια είναι ότι ο αντίκτυπός του δεν γίνεται παρά να είναι μειωμένος. Δεν βοηθάει επιπλέον και η τοποθέτησή μας σε ένα πλοίο, ένα περιβάλλον που, για τον γράφοντα τουλάχιστον, δεν εμπνέει την ίδια αίσθηση του φόβου με το ιδανικό σκηνικό του απομονωμένου, παλιού σπιτιού του πρώτου Layers of Fear, ένα περιβάλλον που φαίνεται ιδανικότερο για την κατοίκηση από απόκοσμα όντα.
Για το ίδιο το gameplay δεν νομίζουμε να έχουμε να πούμε κάτι παραπάνω. Όπως και στο πρώτο, έτσι και εδώ η περιπέτεια είναι άκρως γραμμική, με ελαφριές δόσεις εξερεύνησης για collectibles και πλήρη απουσία γρίφων (η λιγοστή περιβαλλοντική παρατηρητικότητα που απαιτείται σε κάποια μετρημένα σημεία μόνο απειροελάχιστα εμβαθύνει το gameplay). Υπάρχουν και 2-3 σημεία όπου θα πρέπει να το βάλετε στα πόδια ώστε να ξεφύγετε από κάποιες εφιαλτικές παρουσίες, όμως και λίγα στον αριθμό είναι και δεν έχουν λόγο ύπαρξης.
Δεν νομίζουμε ότι χρειάζεται να αναφέρουμε κάτι περισσότερο. Το σίγουρο είναι ότι σε όσους δεν τους έκανε κάποια εντύπωση το πρώτο Layers of Fear, τότε δεν έχουν κάποιον λόγο να επανέλθουν (σχόλιο στοχευμένο προς τον Αλέξανδρο Μιχαλιτσιάνο φυσικά). Όσοι είχατε μείνει με θετικές εντυπώσεις από εκείνο το παιχνίδι, τότε από τη συνέχεια θα πρέπει να περιμένετε μία εμπειρία που πατάει σε σίγουρες συνταγές, εντούτοις, σε ένα περιβάλλον και με σεναριακό δέσιμο που είναι αναμφίβολα υποδεέστερα. Ευελπιστούμε πως η Bloober θα επανέλθει δυναμικά και θα κάνει –επιτέλους- το ένα βήμα παραπέρα με το πρόσφατα ανακοινωθέν Blair Witch, που αναμένεται για τις 31 Αυγούστου.
Το review βασίστηκε στην έκδοση του παιχνιδιού για PC.