Μια νέα εποχή για τα FMV adventures.
Τα παιχνίδια με χρήση FMV (Full Motion Video) δεν είναι κάτι καινούργιο για τη βιομηχανία. Για την ακρίβεια, η συγκεκριμένη κατηγορία είναι μια… εμμονή, που ξεκίνησε αμέσως μόλις έγινε ευρέως διαδεδομένη η τεχνολογία των οπτικών μέσων (βλ. CD) πίσω στη δεκαετία του 1990, με παιχνίδια όπως το Night Trap, το Phantasmagoria, ή ακόμα και τα Wing Commander III και Privateer 2: The Darkening, που φιλοξενούσαν μεγάλα ονόματα της 7ης Τέχνης (Mark Hamill, Clive Owen, Christopher Walken κ.α.). Ωστόσο, καθώς τα χρόνια περνούσαν και η τεχνολογία αναπτύχθηκε περαιτέρω, με γραφικά που μπορούσαν πια να αποδίδουν πειστικούς κόσμους, τα FMV παιχνίδια άρχισαν να θεωρούνται ως “fad”, κάτι που είχες ως αποτέλεσμά να βρεθούν στο παρασκήνιο και να αντικατασταθούν από choose your own adventures σε DVD ή από cinematic εμπειρίες όπως αυτές του David Cage.
Ωστόσο, ο κύκλος φαίνεται να έκλεισε και τα άλματα που έχουν γίνει στην τεχνολογία τα τελευταία χρόνια επέτρεψαν στα FMV παιχνίδια, στις “ταινίες που παίζεις” και διαλέγεις την εξέλιξη, να επανέλθουν. Το είχαμε δει πριν από μερικά χρόνια με το Late Shift και το Her Story, το είδαμε πρόσφατα με το επεισόδιο Bandersnatch της σειράς Black Mirror, και τώρα το βλέπουμε ακόμα πιο έντονα με το Erica της Sony για το PS4, ένα project που είχε χαθεί από τα ραντάρ για περισσότερα από δύο χρόνια και που ήρθε ξαφνικά -μετά από μια ανακοίνωση στη Gamescom 2019- με νέα πρωταγωνίστρια και ορισμένες καινοτομίες στο gameplay, που αλλάζουν τα πάντα σε αυτήν την κατηγορία “παιχνιδιών”.
Το Erica είναι μια ταινία. Να το ξεκαθαρίσουμε αυτό από την αρχή. Είναι μια “ταινία που παίζεις”, όπως γράψαμε πιο πάνω. Δεν έχει γραφικά, δεν διαθέτει UI (πέρα από μια οθόνη παύσης και κάποια prompts), δεν υπάρχει τίποτα σχετικό με το παραδοσιακό gaming. Για την ακρίβεια, αν δεις απλά ορισμένες εικόνες του, δεν υπάρχει τίποτα που να προδίδει ότι πρόκειται για ένα παιχνίδι. Είναι όμως ένα υβρίδιο που βασίζεται στα point and click FMVs από τη δεκαετία του 1990, το οποίο έχει τη λογική της χάραξης της εξέλιξης στο σενάριο από τον ίδιο τον θεατή. Πρωταγωνίστρια εδώ είναι η φερώνυμη κοπέλα, που έχασε τη μητέρα της σε μικρή ηλικία, ενώ βίωσε και ένα παιδικό τραύμα βλέποντας τον δολοφονημένο πατέρα της. Χρόνια μετά τη δολοφονία του πατέρα της, οι εφιάλτες επιστρέφουν, με νέες δολοφονίες και ένα μυστήριο που έχει να κάνει με το Δελφικό Έψιλον και ένα απομονωμένο σανατόριο.
Όπως καταλαβαίνετε, δεν θα μιλήσουμε περισσότερο για το σενάριο. Εφόσον μιλάμε για μια ταινία διάρκειας περίπου δύο ωρών, οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά θα θεωρηθεί spoiler. Αυτό που πρέπει να αναφέρουμε όμως, είναι ότι το σενάριο είναι αξιοπρεπές, χωρίς να διεκδικεί βεβαίως δάφνες πρωτοτυπίας και καλής γραφής. Ωστόσο, το “ζουμί” εδώ είναι το “branching” και οι επιλογές που κάνει ο παίκτης σε ό,τι αφορά την εξέλιξη της ιστορίας. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα η ροή της ταινίας διακόπτεται, για να γίνει από εμάς μια επιλογή. Αυτή η επιλογή μπορεί να ξεκινά από κάτι ανούσιο, όπως το άναμμα μιας λάμπας, μέχρι κάτι εξόχως σημαντικό, όπως η επιλογή εισόδου σε μια πόρτα (μεταξύ δύο ή τριών) κατά τη διάρκεια μιας έντονης σκηνής, που θα μας οδηγήσει σε ένα τελείως διαφορετικό μονοπάτι-συνομιλία-εξέλιξη.
Όλα αυτά σίγουρα δεν είναι ρηξικέλευθα, αφού τα έχουμε δει σε βιβλία, DVD και άλλα παιχνίδια εδώ και χρόνια. Αυτό, όμως, που κάνει το Erica να ξεχωρίζει είναι η τεχνολογία του. Χρησιμοποιώντας ένα καινοτόμο σύστημα, που κάνει χρήση είτε του touchpad από το Dual Shock 4 είτε ενός κινητού τηλεφώνου -σε συνδυασμό με τη σχετική εφαρμογή (που προδίδει τις Playlink καταβολές του παιχνιδιού)- η ροή στο Erica δεν διακόπτεται ποτέ με άκομψο τρόπο που ενδεχομένως θα έβγαζε τον παίκτη από το (χιλιοχρησιμοποιημένο στα videogames ως έννοια) immersion.
Κάθε φορά που ο θεατής-παίκτης πρέπει να κάνει μια επιλογή, η σκηνοθεσία οδηγεί το βλέμμα μας από το video σε ένα καρέ, που είναι κινηματογραφημένο με τη μέθοδο του stop motion. Με τον τρόπο αυτό ο θεατής δεν “πατάει απλά ένα κουμπί” για να κάνει την επιλογή του, αλλά συμμετέχει ενεργά στη σκηνή, αφού το αντικείμενο με το οποίο καλείται να αλληλεπιδράσει κινείται σε πραγματικό χρόνο (λόγω της stop-motion τεχνικής που προαναφέραμε). Και μιλάμε για πραγματικά αντικείμενα, που έχουν κινηματογραφηθεί/ φωτογραφηθεί και βρίσκονται εντός της ταινίας, όχι για γραφικά που έχουν χωθεί “άτσαλα” μέσα στο video. Αυτή η καινοτόμα τεχνική, σε συνδυασμό με τον “κέρσορα” που ελέγχουμε σε άλλες περιπτώσεις που πρέπει να κάνουμε επιλογές ή να “τρίψουμε” στην οθόνη για να αποκαλύψουμε μια ανάμνηση, είναι τόσο κομψά εφαρμοσμένη στην ταινία, που δεν σπάει ποτέ την ψευδαίσθηση του ότι συμμετέχεις στην ιστορία.
Σε όλο αυτό το “immersion” σημαντική αρωγή προσφέρουν πιο κλασικά στοιχεία μιας ταινίας, όπως η καλή μουσική, οι ικανοποιητικές ως πολύ καλές (ειδικά της πρωταγωνίστριας Holly Earl) ερμηνείες και η καλή γενικότερη κινηματογράφηση, που θα λέγαμε ότι βρίσκεται στο επίπεδο μιας αξιοπρεπούς και σοβαρής τηλεταινίας της εποχής μας. Σημαντικό στοιχείο, βέβαια, αποτελεί και η καλή σκηνοθεσία, που σε ένα τέτοιο πειραματικό εγχείρημα είμαστε βέβαιοι ότι θα ήταν πολύ δύσκολη. Οι Jack Attridge και Jamie Stone έχουν καταφέρει να σχεδιάσουν μια αφήγηση που κρατά τον παίκτη σε εγρήγορση, με διαδοχικές σκηνές ανάπαυλας και αγωνίας, χωρίς ποτέ (με την εξαίρεση 1-2 σκηνών προς το τέλος) αυτά που βλέπουμε στην οθόνη να γίνονται ανεξήγητα και “άβολα”. Να πούμε, βέβαια, ότι τουλάχιστον δύο playthroughs επιβάλλονται, ώστε να φανεί το μέγεθος της διαφοράς που φέρουν στο τελικό αποτέλεσμα οι επιλογές μας.
Θα τολμήσουμε να πούμε ότι το Erica είναι ένα επιτυχές πείραμα για το είδος. Ναι, μιλάμε πάντα για ταινία, στην οποία απλώς συμμετέχουμε ενεργά σε διάφορα σημεία της, επηρεάζοντας την εξέλιξή της, και όχι για κάτι καινοτόμο και επαναστατικό. Αλλά εντός αυτού του πλαισίου, το πόνημα της Flavourworks είναι μια φρέσκια προσέγγιση, με άριστους μηχανισμούς, που θα θέλαμε να δούμε να έχει συνέχεια.