Ο Oliver και ο μαγικός κόσμος της Level-5.
Έξι χρόνια έχουν περάσει από τότε που το πρώτο Ni no Kuni έφτασε στη Δύση και στο PS3. Και παρόλο που από τον Ιανουάριο του 2013 η Level-5 έχει προσφέρει στο κοινό πολλά σπουδαία παιχνίδια (που ξεκινούν από τη σειρά Yo-Kai Watch και φτάνουν μέχρι το σχετικά πρόσφατο Ni no Kuni II: Revenant Kingdom), το πρώτο Ni no Kuni, το παιχνίδι που τόσο πολύ ξεχώρισε λόγω της συνεργασίας της Level-5 με το θρυλικό Studio Ghibli, παραμένει μια από τις σπουδαιότερες στιγμές των Ιαπώνων. Τώρα, έξι χρόνια μετά, το υπέροχο αυτό παραμύθι είναι ξανά κοντά μας, διαθέσιμο στην αρχική του μορφή για το Switch, αλλά και ως “remaster” για το PS4 και τους υπολογιστές.
Σε αυτό το κείμενο θα είμαστε φειδωλοί. Δεν υπάρχει λόγος να γράψουμε πολλά, αφού υπάρχει το αρκετά μεγάλο σε μέγεθος αρχικό review μας για το Ni no Kuni: Wrath of the White Witch, από όταν είχε κυκλοφορήσει στο PS3, όπου μπορείτε να ανατρέξετε για μια λεπτομερή ανάλυση όσων έχει να προσφέρει αυτό το παιχνίδι. Ωστόσο, θα κάνουμε μια σύντομη αναδρομή και θα περιγράψουμε όσα είδαμε δοκιμάζοντας το παιχνίδι της Level-5 στο PS4 Pro και στον τρόπο με τον οποίο ένα όμορφο παιχνίδι έγινε ομορφότερο.
Tο Ni no Kuni περιγράφει το ταξίδι ενός μικρού αγοριού, του Oliver, σε έναν φαντασιακό, παράλληλο με τον δικό μας κόσμο.
Ως καρπός συνεργασίας του ιστορικού Studio Ghibli, που έχει προσφέρει στην 7η Τέχνη αριστουργήματα όπως τα Princess Mononoke και Spirited Away (μεταξύ πολλών άλλων), και της Level-5, το Ni no Kuni περιγράφει το ταξίδι ενός μικρού αγοριού, του Oliver, σε έναν φαντασιακό, παράλληλο με τον δικό μας κόσμο, καθώς προσπαθεί να “διορθώσει” ένα θλιβερό συμβάν στη ζωή του, αλλά και να σώσει το βασίλειο του Ding Dong Dell από μια σκοτεινή οντότητα που προσπαθεί να το καταπιεί, ρίχνοντας δυστυχία στις καρδιές όλων των πλασμάτων του. Επί της ουσίας είναι ένα ταξίδι ενηλικίωσης, μια περιπέτεια που ακολουθεί τις νόρμες των JRPGs και των ταινιών του Studio Ghibli, με πολλές γλυκόπικρες στιγμές, παραμυθένια ατμόσφαιρα και μια πανταχού παρούσα αίσθηση μαγείας και περιπέτειας.
Αυτό είναι ίσως και το πιο ισχυρό σημείο αυτού του παιχνιδιού -ακόμα και 6 χρόνια μετά, και υποθέτουμε θα συνεχίσει να είναι ακόμα και 16 ή 26 χρόνια μετά: Το ταξίδι των ηρώων, οι σχέσεις μεταξύ τους, η αγωνία του Ollie για την τύχη της μητέρας του, ο φαντασιακός αυτός κόσμος, οι περιπέτειες που ζει η ομάδα. Όλα είναι τόσο όμορφα δοσμένα, και μέσα από το πανέμορφο εικαστικό της Level-5 και τα καταπληκτικά cinematics του Studio Ghibli, που σε κάνουν να παραβλέπεις κάποιες από τις αδυναμίες του συστήματος μάχης (που προκύπτουν από την Α.Ι.) ή τις στιγμές που τα “καρφιά” δυσκολίας σε οδηγούν ολοταχώς προς grinding ούτως ώστε να ανέβεις επίπεδα και να περάσεις “εκείνο το boss που δεν βγαίνει με τίποτα”.
Το σύστημα μάχης του Ni no Kuni είναι turn-based μεν, αλλά με μια υποψία ελευθερίας κινήσεων στο battle map (με σαφείς επιρροές από τη σειρά Tales of…), δίνοντας όμως έμφαση στη χρήση των “Familiars”, πλασμάτων δηλαδή που ο παίκτης αποκτά στην πορεία, ανατρέφει και εξελίσσει (εδώ έχουμε λίγο από Pokemon και Yo-Kai Watch), τα οποία μπορεί να ρίχνει στη μάχη και να πολεμούν για λογαριασμό του. Οι εν λόγω μάχες “πυροδοτούνται” κατόπιν επιλογής του παίκτη, αφού οι εχθροί φαίνονται και στον World map αλλά και στα dungeons, αφήνοντας πίσω -ευτυχώς- τις random encounters που για δεκαετίες ταλάνιζαν τους παίκτες.
Όλο αυτό είναι ενδεδυμένο με το πανέμορφο εικαστικό των Level-5 και Studio Ghibli, συνοδευόμενο από την καταπληκτική μουσική του Joe Hishaishi, ενός συνθέτη που έχει αφήσει ανεξίτηλο στίγμα στον κινηματογράφο με τα θέματα που συνέθεσε για τα Spirited Away, Howl’s Moving Castle, Porco Rosso και Princess Mononoke. Μιλάμε, πραγματικά, για ένα παιχνίδι που δημιουργήθηκε από “dream team”.
Τέλος, σε ό,τι αφορά τη Remastered έκδοση, είδαμε ότι στο PS4 Pro (και υποθέτουμε ότι το ίδιο θα ισχύει όταν το παιχνίδι τρέχει σε ένα σύγχρονο PC) το Ni no Kuni: Wrath of the White Witch είναι ακόμα πιο όμορφο από ό,τι το θυμόμασταν. Στο PS4 Pro υπάρχει επιλογή απεικόνισης σε native ανάλυση 4K (3840×2160) με ρυθμό ανανέωσης στα 30fps ή ανάλυση 1440p με ρυθμό ανανέωσης στα 60fps. Ακολούθως, στην απλή έκδοση του PS4 το παιχνίδι απεικονίζεται σε ανάλυση 1080p με ρυθμό ανανέωσης στα 60fps. Και μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι το αυξημένο refresh rate στα 60 δίνει μια υπέροχη αίσθηση στο μάτι, καθιστώντας το οπτικό αποτέλεσμα ακόμα πιο “γλυκό” και ευχάριστο.
Από εκεί και πέρα, όμως, δεν υπάρχει τίποτα άλλο που να δικαιολογεί μια εκ νέου αγορά του τίτλου. Συνεπώς, όσοι έχετε εμπειρία από το Ni no Kuni, το είχατε παίξει όταν είχε κυκλοφορήσει αρχικά ή λίγο αργότερα, το τελειώσατε και πήρατε από αυτό ό,τι είχε να σας δώσει, εδώ δεν θα βρείτε απολύτως τίποτα καινούργιο (πέρα, βεβαίως, των αναβαθμισμένων τεχνικών χαρακτηριστικών που προαναφέρθηκαν). Αυτή η κυκλοφορία αναφέρεται κυρίως σε μια μερίδα παικτών που δεν του έδωσαν την ευκαιρία το 2013 και ενδεχομένως αναζητούν ένα JRPG υψηλής ποιότητας και αισθητικής.
Το σύστημα μάχης του Ni no Kuni είναι turn-based μεν, αλλά με μια υποψία ελευθερίας κινήσεων στο battle map.
Το Ni no Kuni δεν είναι το παιχνίδι με τους macho ήρωες με τα τεράστια σπαθιά και τα summons των τριών λεπτών, δεν είναι “ποζεράδικο”, δεν είναι το αντίπαλον δέος στα Final Fantasy. Είναι, όμως, ένα πανέμορφο παραμύθι, με τη δική του, μοναδική, ταυτότητα, που δεν συναντάμε συχνά. Αν ανήκετε στην μερίδα εκείνων που δεν το είχαν δει κατά την αρχική του κυκλοφορία, να είστε βέβαιοι ότι δεν θα κάνετε λάθος προσθέτοντάς το στη βιβλιοθήκη σας.
Το review βασίστηκε στην έκδοση του Ni no Kuni: Wrath of the White Witch Remastered για PS4.