“Νo rest for the wicked”.
Όταν έπεσε η αυλαία της κεντρικής ιστορίας του Borderlands 2 πριν από επτά χρόνια, η Gearbox άφησε το κοινό της με την υπόσχεση ότι το επόμενο αριθμημένο μέλος του franchise θα είναι μεγαλύτερο και καλύτερο από κάθε άποψη. Μετά λοιπόν από την ενδιάμεση στάση του Borderlands: The Pre-Sequel, έφτασε επιτέλους η ώρα της κυκλοφορίας του Borderlands 3, ενός τίτλου που περίμεναν τόσο καιρό οι οπαδοί της σειράς και όχι μόνο.
Η ιστορία έχει την αφετηρία της στον γνώριμο πλέον πλανήτη από τα προηγούμενα Borderlands, την Pandora, όπου τέσσερις νέοι Vault Hunters, η Moze, η Amara, o FL4K και ο Zane, αποδέχονται το κάλεσμα της Lilith, η οποία πλέον είναι αρχηγός των Crimson Raiders. Ο χάρτης που είχαν ανακαλύψει στο τέλος του Borderlands 2, και που περιείχε τις τοποθεσίες για άλλα Vaults στον γαλαξία, χάθηκε ύστερα από μια επίθεση που δέχτηκαν. Και σαν να μην έφτανε μόνο αυτό, τα Children of the Vault, μια cult που έχει για επικεφαλής τα δίδυμα αδέρφια “Calypso Twins”, με τις συνεχείς επιδρομές τους έχουν φέρει τους Crimson Raiders στο χείλος της καταστροφής. Έτσι λοιπόν ξεκινάει ένα ταξίδι για τους Vault Hunters, την Lilith και τους Crimson Raiders για να επανακτήσουν τον χάρτη, να βρουν πρώτοι τα υπόλοιπα Vaults και να αντιμετωπίσουν την απειλή των Children of the Vaults. Στην διαδρομή τους θα επισκεφτούν άλλους πλανήτες, για πρώτη φορά σε τίτλο της σειράς, θα συναντήσουν πολλά γνώριμα πρόσωπα από το παρελθόν και θα ανακαλύψουν μυστικά που κρύβει το σύμπαν των Borderlands.
Σε γενικές γραμμές, και για να αποφύγουμε και τα spoilers, μπορούμε να πούμε ότι το σενάριο σαν γραφή κινείται στα γνωστά επίπεδα της σειράς. Το “over the top” χιούμορ, που είναι ένα από τα σήματα κατατεθέντα των Borderlands, είναι παρόν και εδώ με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Οι σεναριογράφοι, μέσω της ιστορίας και των side-missions, καυτηριάζουν με χιουμοριστικό τρόπο αρκετά σύγχρονα ζητήματα, που κυμαίνονται από τη νοοτροπία των μεγάλων πολυεθνικών και των CEOs τους, την internet και gaming κουλτούρα, τα micro-transactions μέχρι το φαινόμενο του streaming, που αποτελεί και ένα από τα κεντρικά θέματα. Οι main villains της ιστορίας, οι Calypso Twins, ο Troy και η Tyreen, προβάλουν τα κατορθώματά τους μέσω streaming ώστε να αποκτήσουν φήμη και να στρατολογήσουν νέους φανατικούς followers για την cult τους, κάνοντας παράλληλα τη ζωή δύσκολη στους Vault Hunters. Σαν χαρακτήρες έχουν μεν ενδιαφέρον, αλλά δεν φτάνουν σε επίπεδο γραφής τον Handsome Jack, τον κεντρικό ανταγωνιστή του Borderlands 2.
Οι τέσσερις νέοι Vault Hunters ανήκουν σε διαφορετικές classes, με τον κάθε ένα από αυτούς να έχει τρία Skill Trees και διάφορα Actions Skills. Η Moze είναι η Gunner και έχει πρόσβαση σε ένα mech που λέγεται Iron Bear, και σε κάποιους θα θυμίσει σίγουρα την D.Va από τo Overwatch. Η Amara έχει την ιδιότητα της Siren, ενώ ο Zane, ένας πρώην hitman και αδελφός του Baron Flynt και του Captain Flynt -για όσους από εσάς έχουν παίξει τα προηγούμενα- έχει τον ρόλο του Operative. Την καινούργια ομάδα συμπληρώνει ο Fl4K ως Beastmaster, ένα ρομπότ που επειδή δεν μπορεί να κατανοήσει τις συμπεριφορές των ανθρώπων, προτιμάει την παρέα των ζώων του.
Οι τέσσερις νέοι Vault Hunters ανήκουν σε διαφορετικές classes, με τον κάθε ένα από αυτούς να έχει τρία Skill Trees και διάφορα Actions Skills.
Η κάθε class έχει ξεχωριστό gameplay και επιτρέπει μέσω των Skill Trees διαφορετικούς συνδυασμούς, ώστε να μπορούμε να βρούμε το στυλ που μας ταιριάζει περισσότερο, και δίνεται η δυνατότητα μέσω ενός quick change machine στο Sanctuary 3, την κεντρική βάση – διαστημόπλοιο που χρησιμοποιούμε για να ταξιδεύουμε από πλανήτη σε πλανήτη, να κάνουμε αλλαγές και να πειραματιστούμε με διαφορετικά builds ανά πάσα στιγμή. Στο ίδιο ακριβώς μηχάνημα υπάρχει και η επιλογή να αλλάξουμε την εμφάνιση τους μέσω skins που βρίσκουμε ή αγοράζουμε ενώ όλοι οι χαρακτήρες μπορούν να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε είδος όπλου χωρίς περιορισμούς.
Αναφορικά με τα όπλα, το gunplay έχει αναβαθμιστεί, είναι πιο γρήγορο, και θα λέγαμε ότι θυμίζει σε μεγάλο βαθμό το αντίστοιχο του Destiny, γεγονός που μόνο ως θετικό μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε αφού ο συγκεκριμένος τίτλος διαθέτει ίσως το καλύτερο gunplay αυτής της γενιάς. Αρκετά από αυτά διαθέτουν εναλλακτικό firing mode ενώ υπάρχει και μια σχετική διαφοροποίηση στην αίσθηση από όπλο σε όπλο με διαφορετικό kickback. Παρόλο που όλα τα όπλα είναι procedural generated, η λεπτομέρεια που έχει προσθέσει η Gearbox είναι φανερή από την πρώτη στιγμή, και ανάλογα με την εταιρεία που τα έχει κατασκευάσει, διαθέτουν κάποια γενικά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, της Hyperion, όταν σημαδεύουμε με το στόχαστρο, δημιουργούν μπροστά μας μια μικρή ασπίδα προστασίας από τα εχθρικά πυρά. Τα ειδικά όμως χαρακτηριστικά, και η εμφάνιση μέχρι ενός σημείου, του καθενός όπλου διαφοροποιούνται από το random σύστημα του παιχνιδιού, με τους developers να αναφέρουν ότι το πλήθος τους φτάνει κάποια εκατομμύρια. Αρκετά από αυτά μάλιστα, στο PlayStation 4, όταν τα επιλέγεις αλλάζουν το χρώμα που έχει το φως του DualShock 4 ώστε να ταιριάζει στο δικό τους, ενώ υπάρχουν και skins που μπορούν να εφαρμοστούν για χρωματικές αλλαγές στην εμφάνισή τους.
Οι πλανήτες που επισκέπτονται οι Vault Hunters κατά τη διάρκεια της ιστορίας έχουν ξεχωριστό artwork και οι περιοχές που μπορούμε να εξερευνήσουμε στον κάθε έναν από αυτούς ποικίλουν σε αριθμό. Όλες όμως είναι μεγαλύτερες συγκριτικά με τα προηγούμενα Borderlands, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχουμε να κάνουμε με το τεράστιο μέγεθος των περιοχών ενός open-world τίτλου, αφού και χωρίζονται η μία από την άλλη, και δεν κουράζουν στο να διασχίσουμε τις αποστάσεις που απαιτούνται. Σε αυτό βέβαια συμβάλουν και τα οχήματα που έχουμε στην διάθεσή μας και που ξεκλειδώνουμε στην πορεία, τα οποία μπορούμε να αναβαθμίσουμε με parts και να αλλάξουμε μερικώς την εμφάνισή τους. Η οδηγική αίσθηση και το handling τους είναι καλύτερα από ό,τι στο παρελθόν, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χρίζουν περεταίρω βελτίωσης αφού ακόμα δεν είναι στα επίπεδα που θα θέλαμε.
Στο γενικό gameplay έχουν γίνει προσθήκες στην “quality of life”, οι οποίες σε μερικές περιπτώσεις είναι μεν μικρές αλλά σημαντικές. Κατ’ αρχήν μπορούμε να κάνουμε fast travel από οποιοδήποτε μέρος του χάρτη κι αν βρισκόμαστε αλλά και απευθείας στο όχημά μας. Η επιλογή της αποστολής που θέλουμε να ακολουθήσουμε γίνεται γρήγορα, με το πάτημα ενός κουμπιού στο D-pad, χωρίς να αναγκαζόμαστε να ψάχνουμε μέσα στο quest menu. Το περιβάλλον μπορεί να χρησιμοποιηθεί, πλέον, έως έναν βαθμό για να μας δώσει ένα πλεονέκτημα πυροβολώντας ή κλωτσώντας βαρέλια, σωλήνες και άλλα αντικείμενα ενώ έχει προστεθεί άλλη μια καινούργια ικανότητα, το Ground Pound, που επιτρέπει την melee επίθεση από ψηλή θέση.
Οι Calypso Twins, ο Troy και η Tyreen, προβάλουν τα κατορθώματά τους μέσω streaming ώστε να αποκτήσουν φήμη και να στρατολογήσουν νέους φανατικούς followers για την cult τους.
Στο Sanctuary 3, πέρα από τα γνωστά vendor machines από τα προηγούμενα Borderlands, όπου αγοράζουμε αντικείμενα και όπλα, την εμφάνισή του κάνει για πρώτη φορά ένα Lost Loot machine που περιέχει τα αντικείμενα που έπεσαν από εχθρούς και δεν είδαμε ή ξεχάσαμε να μαζέψουμε. Τέλος, ανάμεσα στις προσθήκες βρίσκουμε και ένα σύστημα pinging, που επιτρέπει να μαρκάρουμε στόχους και περιοχές ώστε να μπορούν να επικοινωνούν όλοι οι παίκτες ενός co-op group σε περίπτωση που δεν διαθέτουν headset. Όλες αυτές οι βελτιώσεις κάνουν την επαφή με τον τίτλο πιο ευχάριστη χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και κάποια θέματα.
Το συνολικό rating του κάθε όπλου δεν είναι πάντα ενδεικτικό των stats του, π.χ. ένα όπλο με μεγαλύτερο συνολικό rating μπορεί να είναι πιο αδύναμο σε τομείς από ένα άλλο με μικρότερο, οπότε αν θέλουμε να επιλέξουμε αυτό που ταιριάζει περισσότερο στο build και το playstyle μας, πρέπει να ελέγξουμε τα επιμέρους χαρακτηριστικά των loot drops, με αποτέλεσμα να σπαταλάμε χρόνο. Και δυστυχώς, το μενού δεν διευκολύνει ιδιαίτερα στον συγκεκριμένο τομέα. Επίσης, για κάποιον λόγο η Gearbox αποφάσισε να μην επιτρέπει να γίνονται tracking στον χάρτη δύο και παραπάνω quests ταυτόχρονα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα είτε να κάνουμε πολλές διαδρομές που θα μπορούσαμε να αποφύγουμε, είτε να πρέπει να χρησιμοποιούμε όλη την ώρα το νέο quick change σύστημα για τις αποστολές, ώστε να ελέγχουμε αν οποιαδήποτε από τις side missions που έχουμε αναλάβει λαμβάνει χώρα στην ίδια τοποθεσία με το quest που διεκπεραιώνουμε τη δεδομένη χρονική στιγμή.
Όσον αφορά τις κεντρικές και δευτερεύουσες αποστολές, αυτές κινούνται στα κλασικά πλαίσια του είδους και είναι του τύπου fetch, protect, kill, repair. Παρόλα αυτά, λόγω του γεγονότος ότι είναι εμπνευσμένες από movies, internet και gaming culture, δεν αφήσαμε καμία side mission ανεκπλήρωτη στο full playthrough μας που κράτησε γύρω στις 34 ώρες. Αν βέβαια αναλογιστούμε ότι υπάρχουν άλλοι 3 Vault Hunters με διαφορετικές ικανότητες, πρόσθετα skins και stats μέσω του Guardian Rank, έξτρα difficulty modifiers και New Game Plus mode, που ξεκλειδώνουν όταν τελειώσει το campaign, αλλά και τα multiplayer co-op modes, είναι φανερό ότι οι ώρες πολλαπλασιάζονται και το replay value του τίτλου βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο.
Στο multiplayer κομμάτι έχουμε τριών ειδών 4 player co-op modes, το Campaign, που επιτρέπει να κάνουμε playthrough την κεντρική ιστορία με άλλους παίκτες, το Circle of Slaughter, όπου αντιμετωπίζουμε waves εχθρών μέχρι να χάσουμε, και το Proving Grounds, που αποτελείται από dungeons με ένα boss στο τέλος τους. Επίσης, στη διάθεσή μας έχουμε επιλογές για group privacy αλλά και πρόσβαση σε δύο group modes, το Cooperation και το Coopetition. Στο πρώτο mode τα loot drops είναι αποκλειστικά για τον κάθε Vault Hunter, δεν μοιράζονται με τους άλλους παίκτες, μπορούμε να παίξουμε με τον οποιοδήποτε θέλουμε άσχετα από το level που διαθέτει, και το επίπεδο δυσκολίας των εχθρών καθορίζεται από το level του ατόμου που κάνει hosting. Στο δεύτερο mode τα loot drops είναι κοινά, μοιράζονται από όλους και είναι ιδανικότερο όταν παίζουμε με φίλους, αφού μπορεί να υπάρξει συνεννόηση ώστε ο καθένας να διαλέξει το ιδανικό loot για το build του από αυτά που κέρδισε το group. To split screen local co-op κάνει την εμφάνισή του και στο Borderlands 3, ενώ την παρούσα στιγμή δεν υπάρχει PvP mode αλλά θα προστεθεί αργότερα.
Το “over the top” χιούμορ, που είναι ένα από τα σήματα κατατεθέντα των Borderlands, είναι παρόν και εδώ με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Στο κομμάτι “παρουσίασης” του τίτλου η σκυτάλη έχει περάσει πλέον στην Unreal Engine 4. Το art style παραμένει ίδιο με τα προηγούμενα παιχνίδια και υπάρχουν κάποιες βελτιώσεις οπτικά, όπως το over the top splatter όταν ξεφορτωνόμαστε τους αντιπάλους μας, όμως ακριβώς λόγω του ότι η Gearbox έχει επιλέξει αυτή την στιλιστική κατεύθυνση, μας αφήνει την εντύπωση ότι δεν άλλαξαν και ιδιαίτερα πράγματα σαν παρουσίαση, παρόλο που έχει γίνει μετάβαση σε καινούργια μηχανή γραφικών. Βέβαια, η συγκεκριμένη επιλογή έχει το πλεονέκτημα ότι επιτρέπει στα Borderlands να «κρατάνε» στην πάροδο των χρόνων και να μην ξενίζουν οπτικά όταν τα ξαναπαίζουμε μετά από καιρό.
Στο PS4 ο τίτλος τρέχει σε ανάλυση 1920×1080 με στόχο τα 30 fps ενώ στο PS4 Pro, στο οποίο κάναμε το playthrough μας, υπάρχουν δύο επιλογές: η Performance mode, με ανάλυση 1920×1080 και στόχο τα 60 fps, και η Resolution mode ,με ανάλυση 3200×1800 και στόχο τα 30 fps. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ενασχόλησής μας δεν συναντήσαμε ιδιαίτερα frame rate drops, παρόλο που σε κανένα από τα δύο modes η κονσόλα δεν κράταγε σταθερά τα νούμερα που προαναφέρθηκαν. Εκεί που παρατηρήσαμε lag και frame drops ήταν όταν χρησιμοποιούσαμε τα vendor machines ή όταν μπαίναμε στο μενού, όπου και στις δύο περιπτώσεις η πτώση ήταν παραπάνω από αισθητή. To ίδιο lag συναντήσαμε και στο split screen co-op mode του τίτλου όταν σε στιγμές μάχης με πολλούς αντιπάλους ο ένας παίκτης από τους δύο άνοιγε το μενού του.
Η Α.Ι. των εχθρών είναι βελτιωμένη και έχει μικρές διαφοροποιήσεις στην τακτική που ακολουθούν στο πεδίο της μάχης ανάλογα με την faction στην οποία ανήκουν. Τα Children of the Vault πολεμούν άναρχα και με αρκετές κατά μέτωπο επιθέσεις ενώ οι στρατιώτες των πολυεθνικών χρησιμοποιούν παραπάνω κάλυψη, κινούνται γρήγορα και οι close quarter μαχητές τους, με την τεχνολογία που διαθέτουν, μπορούν να βρεθούν ανά πάσα στιγμή πίσω μας για να επιτεθούν από κοντά. Όταν πετάμε κάποια χειροβομβίδα οι εχθροί δεν κάθονται στο ίδιο σημείο, αντιδρούν συνήθως είτε τρέχοντας κάπου να καλυφθούν, είτε κάνοντας βουτιά προς οποιαδήποτε κατεύθυνση για να γλιτώσουν όσο γίνεται από την έκρηξη. Τα bosses, από την άλλη, έχουν ιδιαίτερο σχεδιασμό αλλά οι μηχανισμοί τους είναι αδιάφοροι και χωρίς πρωτοτυπία. Σε γενικές γραμμές, πάντως, η Α.Ι. εκπληρώνει το καθήκον της, χωρίς όμως να παρατηρούμε κάτι το πρωτοποριακό.
Ο τομέας του ήχου διατηρείται στα υψηλά επίπεδα που είχαμε συνηθίσει από τα προηγούμενα παιχνίδια της σειράς. Ο περιβαλλοντικός ήχος επιτρέπει να καταλάβεις την τοποθεσία των εχθρών στον χώρο, και τα ηχητικά εφέ είναι καλοφτιαγμένα, χωρίς να μοιάζουν παράταιρα με τον οποιοδήποτε τρόπο. Το soundtrack είναι εξαιρετικό, ο κάθε πλανήτης έχει το main theme του, που είναι κυριολεκτικά κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του, ταιριάζοντας απόλυτα στο concept του, και το ίδιο ισχύει και για τα κομμάτια που συνοδεύουν τα boss encounters. Η επιλογή των τραγουδιών που ακούγονται κατά τη διάρκεια του campaign είναι επίσης πετυχημένη και δένουν με την κάθε περίσταση που συνοδεύουν.
Στο κομμάτι “παρουσίασης” του τίτλου η σκυτάλη έχει περάσει πλέον στην Unreal Engine 4. Το art style παραμένει ίδιο με τα προηγούμενα παιχνίδια και υπάρχουν κάποιες βελτιώσεις οπτικά.
To Borderlands 3 ακολουθεί την κλασική φόρμουλα και τη βελτιώνει σε πολλά σημεία. Βέβαια, το απλό σενάριο και η over the top προσέγγιση, με το ιδιόμορφο και ισοπεδωτικό χιούμορ, ίσως να ξενίσει μέρος του κοινού, όπως γινόταν εξάλλου και στο παρελθόν. Η Gearbox, όμως, εκπληρώνει σε μεγάλο βαθμό την υπόσχεση που έδωσε στο κοινό της πριν από 7 χρόνια, για πιο μεγάλο κόσμο, ασταμάτητο shooting, ατελείωτο loot και δράση από την αρχή μέχρι το τέλος. Όπως είχε πει και η Lilith στο τέλος του Borderlands 2, στο σύμπαν των Borderlands πραγματικά “there is no rest for the wicked”.
Το review του Borderlands 3 βασίστηκε στην έκδοσή του για το PS4.