Μόνο για το niche κοινό που αναζητά soulsborne με anime αισθητική.
Δεν το έχουμε κρύψει ποτέ ότι είμαστε μεγάλοι fans των παιχνιδιών “soulsborne”. Ακόμα και Immortal Unchained να λέγεται ο τίτλος από ένα άγνωστο studio, ή The Surge, από μία εταιρία που στην προηγούμενή της προσπάθεια στο ίδιο είδος, στο Lords of the Fallen, δεν είχε δείξει και τα πιο θετικά σημάδια, και πάλι θα πιάσουμε στα χέρια μας οποιαδήποτε νέα πρόταση, έχοντας μία κρυφή ελπίδα ότι θα μεταφέρει τις συγκινήσεις μίας εμπειρίας τύπου FromSoftware, και -γιατί όχι;- να φέρει μαζί του και κάποια καινοτομία. Ως εκ τούτου το Code Vein της Bandai Namco δεν γινόταν παρά να μας προξενήσει το ενδιαφέρον και να μας ανοίξει την όρεξη για μία εναλλακτική εμπειρία στον κόσμο των soulsborne. Κι αυτό, γιατί μπορεί να μην είχαμε ιδέα σχετικά με το κατά πόσον θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί στα gameplay μονοπάτια, αλλά τουλάχιστον ήμασταν σίγουροι ότι θα είχε κάτι φρέσκο να προσφέρει -έστω στο εικαστικό.
Το Code Vein εξαρχής φαινόταν ότι θα πατούσε γερά σε μία καθαρόαιμη anime αισθητική και ήδη από την beta φαινόταν ξεκάθαρα ότι βασίζεται σε αυτήν την τεχνοτροπία, με σεναριακό ντύσιμο που κάλλιστα θα μπορούσαμε να το δούμε υπό μορφή επεισοδίων σε σειρά ιαπωνικής προελεύσεως. Στα του gameplay και level design η κατάσταση έχει έντονες ποιοτικές διακυμάνσεις, εντούτοις, στα του σεναρίου η πορεία είναι σαφέστατα πιο στέρεη. Βρισκόμαστε σε έναν post-apocalyptic κόσμο, όπου ένα καταστρεπτικό συμβάν, που είδε τεράστια αγκάθια να εμφανίζονται από τα έγκατα της Γης, διαλύει τον πολιτισμό. Σαν να μην έφτανε αυτό, πολλοί άνθρωποι προσβάλλονται από το λεγόμενο παράσιτο BOR, μετατρέποντάς τους σε μία μορφή βαμπίρ, με άκρατη δίψα για αίμα, βαφτισμένοι εδώ ως revenants (αναστημένοι). Εμείς παίρνουμε τον έλεγχο ενός ανώνυμου και αμίλητου revenant, ο οποίος στην αρχή της περιπέτειας πάσχει από αμνησία (πάντα βολικό για να ακολουθήσουν οι κατάλληλες εξηγήσεις του lore από τους διαφόρους NPCs).
Σημαντική προσοχή έχει δοθεί σε μεγάλο αριθμό χαρακτήρων, η ιστορία των οποίων ξεδιπλώνεται μέσα από δεκάδες κρυστάλλους που βρίσκουμε κατόπιν εξερεύνησης και λειτουργούν ως οι χαμένες μνήμες τους.
Οι revenants είναι χωρισμένοι σε αυτούς που θέλουν την πλήρη αναρχία, όπου κάθε άνθρωπος μπορεί να είναι το επόμενο θύμα τους, και αυτούς με πιο ευγενείς σκοπούς, που προσπαθούν να προστατεύσουν τους απλούς ανθρώπους αλλά και να ελέγξουν τη ροή του αίματος (το αίμα εδώ βρίσκεται και στους καρπούς μυστήριων δενδρυλλίων -γιατί όχι;). Από τα πρώτα στάδια ο χαρακτήρας μας θα αντιληφθεί ότι δεν είναι ένας απλός revenant, αλλά, αντιθέτως, έχει τη μυστηριώδη δύναμη να εξαγνίζει το λεγόμενο ως “μίασμα”, μία μόνιμη μόλυνση του αέρα στην επιφάνεια της Γης, που πλήττει ανθρώπους και revenants ανεξαιρέτως. Με τους διάφορους φίλιους χαρακτήρες που σταδιακά θα προστεθούν στη βάση μας, θα προχωρήσουμε σε μία περιπέτεια με βασικό σκοπό την πλήρη “γιατρειά” του πλανήτη. Φυσικά, στο μεταξύ, διάφοροι villains θα βρεθούν μπροστά μας, περιπλέκοντας το υπόβαθρο του πρωταγωνιστή και των υπολοίπων συμπολεμιστών.
Γενικά έχει δοθεί αρκετή προσοχή στο χτίσιμο του lore ενός κόσμου που έχει μία σχετική ανάπτυξη και πλήθος πληροφοριών για το πριν και το μετά της καταστροφής. Σημαντική προσοχή έχει δοθεί σε μεγάλο αριθμό χαρακτήρων, η ιστορία των οποίων ξεδιπλώνεται μέσα από δεκάδες κρυστάλλους που βρίσκουμε κατόπιν εξερεύνησης και λειτουργούν ως οι χαμένες μνήμες τους. Με τη χρήση αυτών των κρυστάλλων μεταφερόμαστε σε ένα ονειρικό περιβάλλον, ως άλλο διόραμα, όπου εξιστορούνται καίρια στοιχεία της ιστορίας του εκάστοτε χαρακτήρα. Η τεράστια ποικιλία αυτών των κρυστάλλων είναι αξιέπαινη με τη γραφή τους να είναι συνήθως αρκετά καλή και οι πληροφορίες που προσφέρουν ουσιαστικές για το χτίσιμο των διαφόρων προσωπικοτήτων. Δεν λείπουν οι στιγμές που βαδίζουν σε δακρύβρεχτα μονοπάτια, αλλά -εν τέλει- όποιος αποφασίσει να ακολουθήσει προσεκτικά την πορεία των χαρακτήρων, σίγουρα θα εκτιμήσει τη βαρύτητα που έχει δοθεί σε αυτόν τον τομέα.
Η ιστορία δεν κρύβει ιδιαίτερες ανατροπές και γενικά βρίσκεται στα πρότυπα ενός ανάλαφρου και υπερδραματοποιημένου action anime, αλλά ως τέτοιο η δουλειά που έγινε κρίνεται αρκούντως ικανοποιητική, κάτι που παράλληλα σημαίνει ότι για όσους δεν έχουν στις προτιμήσεις τους τα animations της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου, δύσκολα θα μείνουν μακριά από το κουμπί του skip. Στον τομέα του gameplay, όμως, η κατάσταση είναι λίγο πιο μπερδεμένη. Η προσέγγιση στην ανάπτυξη του χαρακτήρα καταρχήν είναι ολίγον τι εκκεντρική. Εντύπωση προκαλεί στην αρχή, πως το ανέβασμα των levels είναι μία καθαρά αυτοματοποιημένη διαδικασία. Αν και κατά τα συνηθισμένα θα πρέπει να βρίσκεστε σε ένα Mistle (είδος φυτού που λειτουργεί ως bonfire) ώστε να κάνετε το level up, η ανάθεση των πόντων γίνεται αυτόματα και αποκλειστικά στην ενέργεια, το stamina και την ισχύ των επιθέσεων.
Τα υπόλοιπα attributes (dexterity, strength κ.λπ.) εξαρτώνται από το λεγόμενο blood code που έχουμε ενεργοποιημένο ενώ η άμυνα και τα resistances προκύπτουν από το blood veil, την πανοπλία, ουσιαστικά, που φοράει ο χαρακτήρας μας. Το blood code αποτελεί την κυριότερη φρέσκια ιδέα που φέρνει στο είδος το Code Vein, έχοντας ουσιαστικά τον ρόλο των κλάσεων, που όμως εδώ μπορούμε να αλλάζουμε κατά βούληση. Βάσει του lore, κάθε revenant έχει το δικό του blood code στις φλέβες του, το οποίο εκδηλώνεται σε διαφορετικές ειδικές ικανότητες. Ο χαρακτήρας μας είναι μοναδικός ως προς την ικανότητά του να απορροφά τα blood codes άλλων χαρακτήρων, εμπλουτίζοντας σταδιακά το επιθετικό και αμυντικό ρεπερτόριό του. Αποτελεί μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ιδέα και αρκετά καλά υλοποιημένη που ωθεί σε ένα τεράστιο εύρος πειραματισμών. Κάθε blood code είναι συχνά καλύτερο για συγκεκριμένες κατηγορίες όπλων (πέντε στο σύνολο) ή για τη χρήση μαγείας (χωρισμένη σε light και dark).
Το blood code αποτελεί την κυριότερη φρέσκια ιδέα που φέρνει στο είδος το Code Vein, έχοντας ουσιαστικά τον ρόλο των κλάσεων, που όμως εδώ μπορούμε να αλλάζουμε κατά βούληση.
Επιπλέον κάθε ένα από τα ποικίλα blood codes περιέχει τα δικά του ξεχωριστά abilities, είτε passive (πάντα ενεργά), είτε active, τα οποία απαιτούν τη χρήση του Ichor (ουσιαστικά το mana) για να ενεργοποιηθούν. Οι ικανότητες που προσφέρουν έχουν μία άκρως ικανοποιητική ποικιλία, όπως την ενεργοποίηση combos, εναέριες επιθέσεις, fireballs, resistance σε διάφορα είδη επιθέσεων κ.λπ. Η βαρύτητα που δόθηκε στα abilities, ως αναπόσπαστο κομμάτι της μάχης, φαίνεται από τη δυνατότητα να είμαστε πάντα εξοπλισμένοι με τέσσερα passive abilities και οκτώ active, η χρήση των οποίων γίνεται εύκολα και γρήγορα, μέσα από το λειτουργικό σύστημα επιλογής τους. Επιπλέον, υπάρχει μεγάλη ποικιλία και για τα ίδια τα όπλα, κάθε ένα εκ των οποίων έχει το δικό του, σχετικά εκτενές, moveset, ώστε να επιτυγχάνεται μία καλή ισορροπία μεταξύ καθαρόαιμης melee δράσης και συχνής βοήθειας από τα ποικίλα abilities.
Στις αμυντικές κινήσεις το Code Vein κλίνει προς την ανάγκη για dodges έναντι της άμυνας, δεδομένου ότι με την τελευταία πάντα χάνουμε ένα μετρήσιμο κομμάτι ενέργειας. Τα parry είναι ελαφρώς δύστροπα, καθώς η κίνηση της απόκρουσης γίνεται -επί της ουσίας- ετεροχρονισμένα από το πάτημα του κουμπιού. Ενώ όμως το ίδιο το σύστημα μάχης έχει ουσία και βάθος, ωθώντας σε μάχες με γρήγορο ρυθμό, σε σημεία το Code Vein δείχνει να έχει μία ελαφρά κρίση ταυτότητας. Δίνει την εντύπωση ότι στέκεται στο μεταίχμιο μεταξύ ενός άκρως απαιτητικού Bloodborne και ενός Devil May Cry, επίσης απαιτητικό αλλά με περισσότερη έμφαση σε συνεχείς επιθέσεις, ευκαιρίες για combos και μάχη απέναντι σε πολλούς εχθρούς.
Το Code Vein μπορεί σε γενικές γραμμές να χαρακτηριστεί ως ένα από τα πιο βατά soulsborne με ορισμένες απότομες διακυμάνσεις. Σε πολλά σημεία μπορεί και να δημιουργήσει την εντύπωση αμυδρής hack ‘n slash φιλοσοφίας. Οφείλουμε να αναφέρουμε, βέβαια, ότι στις μάχες αναπόσπαστη βοήθεια προσφέρει και ο πάντα παρόντας σύμμαχος, ο οποίος, χειριζόμενος από την A.I. δεν χάνει στιγμή να επιτεθεί στους εχθρούς με αλλεπάλληλα χτυπήματα ενώ η δυνατότητά του να μας επαναφέρει στη ζωή, μας επιτρέπει να παίρνουμε ακόμα περισσότερα ρίσκα από τα συνηθισμένα στο επιθετικό μας παιχνίδι (σημειωτέον ότι ανά πάσα στιγμή η Α.Ι. μπορεί να αντικατασταθεί από έναν πραγματικό παίκτη).
Δεν λείπουν όμως οι διάφορες στραβοτιμονιές στην αίσθηση της μάχης. Σημαντικό μειονέκτημα είναι πως για μεγάλο διάστημα θα είναι δύσκολο να αντιληφθείτε πότε ένας εχθρός γίνεται stagger, δηλαδή πότε χάνει την ισορροπία του από τα χτυπήματά σας. Δεν είναι συχνά σαφές εάν μπορούμε να αρχίσουμε με ασφάλεια ένα combo, καθώς δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με σιγουριά αν το πρώτο ή δεύτερο χτύπημά μας θα είναι σε θέση να σταματήσει την εχθρική επίθεση. Οι περισσότεροι εχθροί, μάλιστα, είναι εξαιρετικά νευρικοί στις επιθέσεις τους, με αποτέλεσμα να είναι φύση αδύνατο να έχουμε τα κατάλληλα αντανακλαστικά ώστε να κάνουμε την κατάλληλη αποφυγή. Δεν λείπουν και τα σημεία όπου ξαφνικά δεχόμαστε επίθεση από περισσότερους των δύο εχθρών, κάτι που εμφανέστατα το σύστημα μάχης δεν μπορεί να υποστηρίξει, αφού το lock γίνεται δύσχρηστο και οι συνεχείς επιθέσεις, από όλες τις πλευρές, δεν αφήνουν χώρο για την κατάλληλη αντίδραση. Δεν βοηθάει και ότι αυτά τα σημεία έχουν την τάση να έρχονται σε κλειστούς χώρους, όπου η νευρική κάμερα ζαλίζει με τις ξαφνικές αυξομειώσεις του ζουμ, καθιστώντας την ως τον πιο επικίνδυνο εχθρό.
Το Code Vein μπορεί σε γενικές γραμμές να χαρακτηριστεί ως ένα από τα πιο βατά soulsborne με ορισμένες απότομες διακυμάνσεις. Σε πολλά σημεία μπορεί και να δημιουργήσει την εντύπωση αμυδρής hack ‘n slash φιλοσοφίας.
Έτερο σημαντικό πρόβλημα για την όλη αίσθηση της μάχης είναι η ελλιπής ποικιλία εχθρών, από τις πιο περιορισμένες που έχουμε δει σε παιχνίδι του είδους. Μετά το μέσον του παιχνιδιού ειδικά, απουσιάζουν σχεδόν εξ ολοκλήρου οι εκπλήξεις, κάτι που φυσικά δεν γίνεται παρά να οξύνει την αίσθηση της επανάληψης. Δεν βοηθάει ότι ορισμένες από τις παραλλαγές των εχθρών δεν φέρνουν τίποτα καινούριο στη συμπεριφορά τους, παρά μόνον λίγο διαφοροποιημένο σχεδιασμό. Η κατάσταση είναι καλύτερη στα boss fights, ομολογουμένως χορταστικά στον αριθμό, προσφέροντας μία αρκετά καλή ποικιλία, τόσο σχεδιαστικά όσο και σε ό,τι αφορά τις κινήσεις και τη μέθοδο προσέγγισης.
Η αλήθεια είναι βέβαια ότι και εδώ θα δείτε ανισότητα στο επίπεδο της πρόκλησης. Αν και αρκετά από αυτά μάς φέρνουν μπροστά από πραγματικά απαιτητικές μάχες, όπου δημιουργείται άμεσα το αίσθημα της ικανοποίησης με την επίτευξη της δύσκολης νίκης, ορισμένα από τα bosses πέφτουν ιδιαίτερα εύκολα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ένα boss που ουσιαστικά δεν προλάβαμε να δούμε καμία επίθεσή του έπειτα από το άγριο… ξυλοκόπημα που του έδωσαν ο χαρακτήρας μας και ο συμπολεμιστής. Περνώντας στο έτερο νευραλγικό κομμάτι του είδους, το level design, η κατάσταση συνεχίζει να είναι άνιση. Ο χάρτης του παιχνιδιού χωρίζεται σε επιμέρους, τεράστιες περιοχές, γεμάτες διακλαδώσεις και προαιρετικές διαδρομές. Η εισαγωγή του mini-map κρίνεται άκρως χρήσιμη, επιτρέποντάς μας να αναγνωρίζουμε με ευκολία πού βρίσκονται κλειδωμένες πόρτες ή από ποια σημεία έχουμε ήδη περάσει.
Η ύπαρξη χάρτη σε ένα καλοστημένο soulsborne παιχνίδι, βέβαια, θα ήταν παράταιρη, όμως στην περίπτωση του Code Vein η χρήση του είναι απολύτως αναγκαία. Ο λόγος είναι πως τα περισσότερα από τα περιβάλλοντα διακρίνονται από έντονη ομοιομορφία, με αποτέλεσμα να μην είμαστε σε θέση να ορίσουμε σημεία ενδιαφέροντος που θα μας επέτρεπαν να προσανατολιστούμε. Εντούτοις, η αλήθεια είναι ότι ο χάρτης τελικά βοηθάει τα μέγιστα ώστε η εξερεύνηση να γίνεται ευχάριστη και όχι γολγοθάς. Συνολικά, ο οπτικός τομέας δεν έχει να προσφέρει κάτι πραγματικά αξιομνημόνευτο είτε τεχνικά είτε εικαστικά. Ναι μεν η anime αισθητική ντύνει με φρέσκο τρόπο τον κόσμο του Code Vein , όμως γενικά ακολουθεί την πεπατημένη στον σχεδιασμό των χαρακτήρων, δίχως ιδιαίτερη φαντασία, ιδίως στην απεικόνιση των εχθρών.
Εν κατακλείδι, το Code Vein δυσκολεύεται να κρατήσει μία σταθερή ποιότητα στους βασικούς πυλώνες του level design και του gameplay. Η προσπάθειά του να αναπτύξει τον δικό του χαρακτήρα στο είδος, μέσα από την anime αισθητική, επιτυγχάνεται σε ικανοποιητικό βαθμό, κυρίως στο κομμάτι του σεναρίου, με αυστηρή προϋπόθεση βέβαια να σας αρέσει το ιαπωνικό animation. Από εκεί και ύστερα, η βάση του συστήματος μάχης προσφέρει έναν τεράστιο καμβά για πειραματισμό, όμως, η αίσθησή της δυστυχώς υστερεί ενώ ο σχεδιασμός των επιπέδων στηρίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό στη χρήση του χάρτη, ελέω της επαναλαμβανόμενης δομής που αποπροσανατολίζει. Τελικά, το Code Vein δείχνει να προορίζεται για μία ιδιαίτερη, niche μερίδα παικτών, που θα αποζητήσει μία soulsborne εμπειρία με anime αισθητική, έχοντας παράλληλα τη διάθεση να κάνουν τα “στραβά μάτια” στις διάφορες προβληματικές πτυχές του.
To review για το Code Vein βασίστηκε στην έκδοσή του για το PS4.