Luigi-Busters: Μέρος Τρίτο
Ήταν πέρσι, περίπου τέτοιο καιρό, όταν μιλήσαμε για το remake της πρώτης, «στοιχειωμένης» περιπέτειας του Luigi, όταν από κάποιο παράδοξο της μοίρας, η Nintendo του επέτρεψε να βγει επιτέλους από τη σκιά του αδελφού του (ξέρετε, εκείνου του κοντού υδραυλικού ντυμένου στα κόκκινα, το όνομα του οποίου έχουμε αναφέρει κάμποσες φορές στο παρελθόν) και να αναλάβει τα ηνία της εκστρατείας για τη σωτηρία του από τα νύχια του αδίστακτου και ασταμάτητου King Boo. Το πρώτο Luigi’s Mansion αποτελεί, πλέον, μια cult περιπέτεια, η οποία διατέθηκε ως τίτλος λανσαρίσματος του GameCube και απέκτησε ένα δικό της, φανατικό κοινό, που ακολούθησε τον Luigi σε μια ακόμα εξόρμηση στο Nintendo 3DS.
Αυτή η δεύτερη έκδοση αποτέλεσε και το σημείο καμπής της σειράς, καθώς φάνηκε πως η Nintendo είχε διάθεση πειραματισμού με τη σειρά. Η μοναχική έπαυλη στη μικρής διάρκειας πρώτη περιπέτεια του Luigi έδωσε τη σειρά σε μια μεγαλύτερη περιπέτεια, με περισσότερες επαύλεις. Δεν ήταν ορθό, ωστόσο, να μιλάμε για Luigi’s Mansion, αλλά μάλλον για Mansions. Επομένως, η τρίτη περιπέτεια του Luigi σηματοδοτεί και τη χρυσή τομή στη σειρά – μια έπαυλη (…περίπου), με βασική διάρκεια αρκετά ικανοποιητική, η οποία φυσικά μπορεί να γίνει ακόμα πιο μεγάλη. Και πολλές, πολλές βελτιώσεις στη συνταγή του παιχνιδιού! Α, και φαντάσματα!
Ο Luigi καλείται ακόμα μια φορά να έρθει αντιμέτωπος με τα πνεύματα του ξενοδοχείου, να σώσει την παρέα του, να βάλει τέλος στα σχέδια του King Boo και να γίνει ένας απρόθυμος ήρωας στη θέση ενός ήρωα.
Η περιπέτεια ξεκινά όταν το τσούρμο της ελίτ του Μανιταροβασιλείου, αποτελούμενο από τους Mario, Luigi, Peach, τους Toads αλλά και τον Polterpup, τον σκυλάκο-φάντασμα από το προηγούμενο παιχνίδι της σειράς, επισκέπτεται ένα υπερπολυτελές ξενοδοχείο, το Last Resort, έχοντας κερδίσει μια αποκλειστική διαμονή στους χώρους και τις παροχές του. Το υπέροχο ξενοδοχείο, όμως, δεν είναι αυτό που φαίνεται και δείχνει – κυρίως την ημέρα. Πράγματι, μέσα στη νύχτα ο Mario, η πριγκίπισσα Peach και οι Toads απάγονται από τους υπαλλήλους-φαντάσματα και τη διευθύντρια του ξενοδοχείου, και πέφτουν θύματα της μαγείας του αδίστακτου King Boo, ο οποίος επανέρχεται δριμύτερος για μια ακόμα φορά και αποφασισμένος να προσθέσει στη συλλογή των πινάκων του και τους πέντε ενοίκους του στοιχειωμένου ξενοδοχείου.
Ο Luigi καταφέρνει και ξεφεύγει την τελευταία στιγμή και ξεκινάει για μια ακόμα φορά το ταξίδι του σε ένα στοιχειωμένο περιβάλλον, αντιμέτωπος με ορδές φαντασμάτων, σε μια ανέλπιδη προσπάθεια να σώσει τον αδελφό του, αλλά και τους φίλους του, από το να κοσμήσουν αιώνια τους τοίχους του King Boo ως πίνακες. Από εκεί και πέρα, η πλοκή του τίτλου ακολουθεί τα γνώριμα μονοπάτια που γνωρίσαμε και στα προηγούμενα παιχνίδια της σειράς. Εξοπλισμένος με το Poltergust G-00, τη νεότερη έκδοση της σκούπας-όπλου, εναντίον των πονηρών και κατεργάρικων πνευμάτων, τους πολύτιμους φακούς που έρχονται αυτούσιοι από το προηγούμενο παιχνίδι αλλά και την αγαστή συμπαράσταση από τον καθηγητή Ε. Gadd, ο οποίος καταφέρνει να χωθεί για μια ακόμα φορά, με τρομακτικό τρόπο, σε αυτή τη «φαντασματική» εξίσωση, ο Luigi καλείται ακόμα μια φορά να έρθει αντιμέτωπος με τα πνεύματα του ξενοδοχείου, να σώσει την παρέα του, να βάλει τέλος στα σχέδια του King Boo και να γίνει ένας απρόθυμος ήρωας στη θέση ενός ήρωα.
Κάναμε αναφορά σε γνώριμα μονοπάτια πλοκής, κάτι που είναι απόλυτα αληθές. Δεν θα μπορούσαμε, άλλωστε, να φανταστούμε την υπόθεση και την εξέλιξη ενός τίτλου της σειράς Luigi’s Mansion να ακολουθεί διαφορετικά μονοπάτια. Είναι εμφανές από τα πρώτα λεπτά του παιχνιδιού, όμως, πως οι ιθύνοντες της Next Level Games, της ομάδας που επιμελήθηκε και το Luigi’s Mansion: Dark Moon, σκόπευαν να πειραματιστούν με πολλές ιδέες, που θα τους επέτρεπαν να διατηρήσουν την αίσθηση της εξερεύνησης και του χιούμορ που μπορούν να αναδυθούν από στοιχειωμένα περιβάλλοντα, αλλά και παράλληλα να ρίξουν στο τραπέζι ιδέες που θα εμπλούτιζαν περισσότερο τη συνταγή του gameplay στο σύνολό της και που θα έδιναν νέα πνοή στην νέα περιπέτεια του Luigi και τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να προσπελαστεί από τον παίκτη.
Η περιπλάνησή μας εντός των χώρων του ξενοδοχείου δύσκολα θα μας προσφέρει δυσάρεστες εκπλήξεις και συναπαντήματα. Για παράδειγμα, οι πόρτες-παγίδες που συναντούσαμε κατά κόρον στο πρώτο παιχνίδι της σειράς έχουν εξαλειφθεί, με τον παίκτη να μην χρειάζεται να προβληματίζεται ιδιαίτερα όταν πρόκειται να ανοίξει μια πόρτα και να μεταβεί σε έναν από τους καινούριους χώρους του δωματίου. Ακόμα και έτσι, όμως, μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι όλοι οι χώροι του ξενοδοχείου έχουν κάτι να προσφέρουν, είτε σε όσους περιμένουν μια κάποια μορφή πρόκλησης, είτε σε όσους ενδιαφέρονται περισσότερο για το κομμάτι της εξερεύνησης.
Εκεί που το παιχνίδι δείχνει τα δόντια του για ακόμα μια φορά, είναι στον τομέα των γραφικών, και ιδιαίτερα των lighting effects.
Παγίδες και εμπόδια μπορούν να βρεθούν σε σημεία που ο παίκτης μπορεί να μην περιμένει, άσχετα από το γεγονός ότι δεν εμφανίζονται με την ίδια συχνότητα που έκαναν παλιότερα. Και φυσικά, κάθε δωμάτιο, κάθε χώρος του ξενοδοχείου έχει τη δική του διαρρύθμιση, τα δικά του χαρακτηριστικά, τις δικές του κρυμμένες εκπλήξεις, που σίγουρα δεν θα αποτρέψουν τον παίκτη που θα αναζητήσει και τα πέντε κρυμμένα αντικείμενα σε κάθε τμήμα του Last Resort να σταματήσει. Και το πιο σημαντικό είναι τα ίδια τα φαντάσματα που περιπλανιούνται στο κενό ή είναι κρυμμένα. Ο σχεδιασμός των φαντασμάτων έχει υποστεί και αυτός το απαραίτητο lifting, δίνοντας στους παίκτες μια νέα κατηγορία πνευμάτων, το καθένα με τη δική του συμπεριφορά, το δικό του σχεδιασμό, τη δική του μέθοδο επίθεσης.
Πολλές φορές μάς έτυχε να χρειαστούμε λίγο χρόνο να ανακαλύψουμε πώς μπορούμε να εξουδετερώσουμε ένα νέο πνεύμα, κάτι που φυσικά πολλές φορές μας κόστισε σε πόντους καρδιάς – ακόμα και η αναζήτηση των τρωτών τους σημείων, όμως, είναι από τα βασικότερα σημεία της αποστολής του Luigi, κερδίζοντας τη μερίδα του λέοντος στην πίτα της συνολικής μας εμπειρίας. Όταν, μάλιστα, έχουμε να κάνουμε με τα αφεντικά-φαντάσματα (και ειδικότερα με αυτά που είναι φύλακες ενός πορτρέτου/ χαρακτήρα), τότε μπορούμε να ομολογήσουμε πως οι developers έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό ως προς τον σχεδιασμό, τις κινήσεις, τα χαρακτηριστικά αλλά και τον τρόπο χρήσης αντικειμένων του περιβάλλοντος που θα βοηθήσουν στην εξάλειψή τους. Για να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς, θα θέλαμε να υπάρχει μια ποικιλία στα διαθέσιμα είδη φαντασμάτων, καθώς τα «βασικά» φαντάσματα φαίνονται να ανακυκλώνονται καθώς προχωράμε με την εξέλιξη της πλοκής, χωρίς να συναντάμε κάτι καινούριο από ένα σημείο και μετά. Μπορεί ο σχεδιασμός και ο τρόπος συμπεριφοράς τους να έχει σημειώσει μια πρόοδο, αλλά θα θέλαμε να έχει συμβεί το ίδιο και με τον αριθμό των διαφορετικών διαθέσιμων οντοτήτων.
Η αιχμαλώτιση των πνευμάτων, ένας εκ των δύο κεντρικών στόχων του παιχνιδιού, γίνεται με τον παραδοσιακό τρόπο που έχουμε συνηθίσει, μόνο που αυτή τη φορά το gameplay φαίνεται να εμπλουτίζεται σημαντικά. Κάνοντας χρήση του Poltergust G-00, ο Luigi μπορεί να απορροφά τα κατεργάρικα πνεύματα, στέλνοντάς τα για ανάλυση στο εργαστήριο του E. Gadd. Αυτή τη φορά, όμως, η σκούπα των φαντασμάτων έρχεται εξοπλισμένη και πιο αποδοτική από ποτέ. Εκτός από τη δυνατότητα απορρόφησης, η σκούπα έχει και τη δυνατότητα εκτόξευσης αντικειμένων ή φαντασμάτων, με στόχο την πρόσθετη πρόκληση ζημιάς σε κάποιο από τα περιφερόμενα πνεύματα, ή σε κάποια από τα αντικείμενα που χρησιμοποιούν τα εν λόγω πνεύματα για να προστατευτούν από τη δύναμη της σκούπας ή το φως του Strobulb, δίνοντας περισσότερες ευκαιρίες στον παίκτη να πειραματιστεί με τα δυνατότερα φαντάσματα ή τα ίδια τα bosses.
Επιπλέον, εκτοξεύοντας μια βεντούζα λεκάνης σε αντικείμενα, ο Luigi μπορεί να τα απορροφήσει με τη σκούπα του, παρασύροντας και τα αντικείμενα στα οποία έχει προσκολληθεί η βεντούζα. Με αυτόν τον τρόπο ο παίκτης δύναται να αποκαλύψει νέα μυστικά σημεία, ή να απομακρύνει αντικείμενα προστασίας από τα φαντάσματα, εκθέτοντάς τα στη δύναμη του Poltergust G-00. Παράλληλα, αγγίζοντας ένα συγκεκριμένο ποσοστό απορρόφησης, ο Luigi μπορεί να χρησιμοποιήσει τη σκούπα του για να χτυπήσει αλλεπάλληλα στο πάτωμα (ή πάνω σε άλλα φαντάσματα) το πνεύμα που ετοιμάζεται να απορροφήσει, σαν να χτυπά μαστίγιο, σπεύδοντας το ρυθμό απορρόφησής του και προκαλώντας ζημιά σε φαντάσματα που τριγυρνούν στο χώρο ή ετοιμάζονται να επιτεθούν. Η προσθήκη αυτής της μορφής επίθεσης αποτελεί σίγουρα ένα από τα σημαντικότερα βήματα προς τα εμπρός, το οποίο και μπορεί να αποδειχθεί σωτήριο αν εξετάσουμε εκείνες τις περιπτώσεις όπου πραγματικά ένας χώρος κατακλύζεται από αδέσποτα πνεύματα, έτοιμα να επιτεθούν στον δύσμοιρο Luigi ανά πάσα στιγμή – και ειδικά όταν ο παίκτης παίζει το παιχνίδι solo.
Στεκόμαστε ιδιαίτερα σε αυτήν την τελευταία λέξη, καθώς το Luigi’s Mansion 3 είναι ένα παιχνίδι που έχει αρχίσει να ξεφεύγει από την κατηγορία των single player τίτλων. Σε αυτό το σημείο μπορούμε να κάνουμε μια ιδιαίτερη μνεία στον Gooigi, το έτερον ήμισυ του Luigi και συνοδοιπόρο του στο κυνήγι απελευθέρωσης των αιχμαλώτων φίλων του. Ο Gooigi, μια πράσινη οντότητα φτιαγμένη από πλάσμα, μας συστήθηκε για πρώτη φορά στο remake του Luigi’s Mansion που κυκλοφόρησε την περασμένη χρονιά στο Nintendo 3DS, καθώς η Grezzo επέλεξε την προσθήκη ενός συνεργατικού τύπου παιχνιδιού για δύο παίκτες για πρώτη φορά στην ιστορία της σειράς. Ο ένας παίκτης αναλάμβανε το ρόλο του Luigi, ενώ ο άλλος εκείνον του Gooigi, καθώς εξερευνούσαν σπιθαμή προς σπιθαμή τα μυστήρια της πρώτης έπαυλης.
Στο Luigi’s Mansion 3, από ένα σημείο και μετά, ο παίκτης μπορεί να αναλάβει το ρόλο του πρασινωπού πλασματικού χαρακτήρα ανά πάσα στιγμή και όταν το απαιτούν οι συνθήκες. Ο Gooigi είναι λιγότερο ισχυρός από την ανθρώπινη εκδοχή του, ενώ η επαφή του με το νερό τον εξαφανίζει σε κλάσματα δευτερολέπτου. Λόγω της υφής του, ωστόσο, μπορεί να μπει σε περιοχές όπου για τον Luigi είναι πρακτικά αδύνατον, ενώ η ύπαρξή του αποδείχθηκε σωτήρια κατά τη διάρκεια μιας αναμέτρησης με φάντασμα-αφεντικό. Την ίδια στιγμή, όμως, ο Gooigi μας δίνει και το δικαίωμα να διαμαρτυρηθούμε για το level design του ξενοδοχείου, το οποίο αποδεικνύεται σταδιακά πως σχεδιάστηκε με γνώμονα το ταυτόχρονο παιχνίδι δύο παικτών και όχι την single player εμπειρία που μας είχαν συνηθίσει τα προηγούμενα παιχνίδια της σειράς.
Ομολογουμένως, το Luigi’s Mansion 3 είναι ένας τίτλος αρκετά γενναιόδωρος με τα multiplayer modes του. Τόσο στο ScareScraper Mode (το οποίο δίνει την ευκαιρία στους παίκτες να ολοκληρώσουν συγκεκριμένες αποστολές σε συγκεκριμένα τμήματα του ξενοδοχείου) όσο και στο ScreamPark Mode (το οποίο είναι περισσότερο ανταγωνιστικό καθώς οι παίκτες χωρίζονται σε ομάδες για να ολοκληρώσουν τις απαιτήσεις, ή τα minigames κάθε περιόδου αναμέτρησης), το Luigi’s Mansion 3 προσφέρει τη δυνατότητα σε αυτούς που αρέσκονται σε τοπικό αλλά και διαδικτυακό παιχνίδι πολλαπλών παικτών να πάρουν μια γενναιόδωρη δόση συνεργατικού αλλά και competitive gameplay κυνηγώντας φαντάσματα.
Θεωρούμε, ωστόσο, υπερβολική την απόφαση των developers στην Next Level Games να στήσουν έναν κόσμο όπου η χρήση του Gooigi καθίσταται κάτι παραπάνω από αναγκαία. Αυτό αποδεικνύεται στο ότι το gameplay σε ορισμένα σημεία του κόσμου, αν και θεωρητικά επιτρέπει τη single player προσέγγιση, εν τούτοις καταλήγει στο να απολαμβάνεται πολύ περισσότερο όταν δύο παίκτες μοιράζονται τα Joy Cons (ή τις όποιες εναλλακτικές μεθόδους χειρισμού προσφέρονται την εκάστοτε στιγμή) και αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις του παιχνιδιού παρέα. Από το συνεργατικό παιχνίδι του remake του πρώτου Luigi’s Mansion, που απαιτούσε δύο κονσόλες 3DS και δύο αντίτυπα του παιχνιδιού, η σειρά σίγουρα διέσχισε ένα μεγάλο δρόμο. Αναμφισβήτητα, όμως, πιστεύουμε πως η ιδέα στο σύνολό της θα μπορούσε να είχε υλοποιηθεί πιο σωστά και η αναγκαιότητα του Gooigi να ήταν περισσότερο προαιρετική.
Ομολογουμένως, το Luigi’s Mansion 3 είναι ένας τίτλος αρκετά γενναιόδωρος με τα multiplayer modes του.
Συνεχίζοντας με τα σημεία που δεν μας ικανοποίησαν στον συγκεκριμένο τίτλο, θα πρέπει να εντάξουμε και τη θεματική του level design. Όπως ήδη προαναφέραμε, είμαστε αρκετά ικανοποιημένοι με το σχεδιαστικό κομμάτι των επιπέδων του ξενοδοχείου. Κατά τη διαμονή μας στο Last Resort, θα εξερευνήσουμε συνολικά 17 διαφορετικούς ορόφους, με τον κάθε όροφο να ξεκλειδώνεται σταδιακά καθώς απορροφάμε τα αφεντικά-φαντάσματα που προκαλούν μπελάδες όσο βρισκόμαστε στο λημέρι τους. Κάθε ένας από τους ορόφους είναι μοναδικά σχεδιασμένος, με πρότυπο μια συγκεκριμένη θεματική ενότητα, γεγονός που απεικονίζεται στους γρίφους του κάθε επιπέδου αλλά και στον τύπο του φαντάσματος που θα αντιμετωπίσουμε στο τέλος.
Αν και θεωρούμε τον κάθε όροφο μια εμπνευσμένη δημιουργία, σκάλες ανώτερη απ’ ότι έχουμε δει στα προηγούμενα επίπεδα της σειράς, εν τούτοις μερικοί όροφοι δίνουν την αίσθηση ότι δεν βρισκόμαστε σε ένα ξενοδοχείο (που ενδεχομένως καταλαμβάνει και έναν συγκεκριμένο χώρο), αλλά κάπου πέρα από αυτό. Το γεγονός μάλιστα του ότι κάθε όροφος είναι, ουσιαστικά, αποκομμένος από το υπόλοιπο ξενοδοχείο, αυξάνει περισσότερο την αίσθηση του ότι μερικές φορές είναι σαν να είμαστε σε άλλο κτίριο και όχι στο ίδιο. Μπορεί, φυσικά, όλη αυτή η αίσθηση να είναι αποτέλεσμα της μαγείας των πνευμάτων…αλλά πραγματικά, δεν μπορούμε να φανταστούμε τι δουλειά μπορεί να έχει ένα ολόκληρο κάστρο (μαζί με την αρένα), ή μια ολόκληρη πυραμίδα σε έναν μόνο όροφο. Πιθανά σχεδιαστικά ατοπήματα, τα οποία όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να απολαύσουμε στο μέγιστο.
Ακόμα και όταν έχουμε ολοκληρώσει την ιστορία, ακόμα και αν έχουμε ξεχυθεί σε ένα ξέφρενο κυνήγι των κρυμμένων θησαυρών του κάθε ορόφου, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πως ο κάθε όροφος αποτελεί μια ξεχωριστή εμπειρία εξερεύνησης, που συνεχίζει ακόμα και μετά τον τερματισμό της ιστορίας να προσφέρει νέα πράγματα – ακόμα και αν αυτό συμβαίνει κάπου που φαντάζει ουτοπικό, ή απλά αδύνατο. Αγγίξαμε ελαφρά το ζήτημα στο οποίο θα αναφερθούμε στη συνέχεια, αλλά αυτό είναι κάτι που έρχεται σε συνάρτηση με όσα (αρνητικά) έχουμε αναφέρει. Μιλάμε, φυσικά, για το επίπεδο της δυσκολίας του παιχνιδιού, το οποίο αγγίζει μηδαμινά επίπεδα σε σχέση με τους τίτλους που έχουν προηγηθεί.
Ο μικρός αριθμός των puzzles, η επίλυση των οποίων αποτελεί προϋπόθεση της προόδου μας στο παιχνίδι, η μικρή ποικιλία στα φαντάσματα και, ως αποτέλεσμα, η σχεδόν μηχανική αντιμετώπιση των (αρκετά ευφάνταστων μεν, αλλά εύκολων) εμποδίων που τοποθετούν ανάμεσα σε εκείνα και στο Poltergust G-00, μπορεί να αποτελέσουν ανασταλτικό παράγοντα για την πλήρη ικανοποίηση ενός παίκτη με τον συγκεκριμένο τίτλο. Υπήρξαν αρκετές φορές που νιώσαμε σημάδια κόπωσης, καθώς η πορεία που ακολουθούσαμε ήταν όσο το δυνατόν πιο γραμμική και καταναγκαστική μπορούσε να γίνει. Πολύ σύντομα, όλα όσα κάνουμε γίνονται μια ρουτίνα: εξερευνούμε τον όροφο, νικάμε το αφεντικό-φάντασμα και παίρνουμε το κουμπί ορόφου που έχει κλαπεί από τον κεντρικό ανελκυστήρα για να προχωρήσουμε στον επόμενο όροφο και να πραγματοποιήσουμε σχεδόν την ίδια διεργασία. Η ύπαρξη γρίφων, όσο περιορισμένη και αν δόθηκε από τους δημιουργούς, ήταν από τα στοιχεία του παιχνιδιού που μας άρεσαν και μας προέτρεψαν να συνεχίσουμε.
Εδώ, όμως, έρχεται το ίδιο το παιχνίδι και αναιρεί αυτήν την προσπάθεια. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ο E.Gadd επικοινωνεί μαζί μας μέσω του VB (Virtual Boo), δίνοντάς μας τις οδηγίες για το τι πρέπει να κάνουμε στη συνέχεια, για το πού πρέπει να κατευθυνθούμε μετά από ένα boss fight, ακόμα και να δώσει ακριβείς οδηγίες για το πώς πρέπει να χειριστούμε μία από αυτές τις αναμετρήσεις. Όταν ο E.Gadd αποφασίσει να σιωπήσει, ο χαριτωμένος Polterpup δίνει το δικό του στίγμα στο επίπεδο, υποδεικνύοντας στον Luigi για το πού πρέπει να κατευθυνθεί στη συνέχεια. Στο δε εργαστήριο του καθηγητή μπορούμε να αποκτήσουμε πρόσβαση και σε ένα κατάστημα, το οποίο μας επιτρέπει να προμηθευτούμε χρήσιμα αντικείμενα για την περιπέτειά μας – και ευτυχώς μπορούμε εντελώς να το αγνοήσουμε, αν επιθυμούμε να έχουμε έναν στοιχειώδη έλεγχο στην πρόκληση που θέλουμε να μας δώσει το παιχνίδι και αν η εξερεύνηση και η απόκτηση των κρυφών αντικειμένων, αλλά και των Boos, είναι από τους πρωταρχικούς στόχους που θέτουμε για να παίξουμε. Κατανοούμε ότι η Next Level Games επιθυμεί να εντάξει ένα μικρότερο ηλικιακά κοινό ανάμεσα στους κατόχους της εν λόγω κυκλοφορίας, αλλά θα θέλαμε να υπήρχαν διαβαθμιζόμενα επίπεδα δυσκολίας, με σκοπό να καταστήσουν το παιχνίδι ικανοποιητικό και για τους πιο απαιτητικούς παίκτες.
Όσον αφορά στον οπτικοακουστικό τομέα του παιχνιδιού έχουμε αρκετά να πούμε. Η μινιμαλιστική μουσική αλλά και οι ήχοι στο background έρχονται και δένουν απόλυτα με το κεντρικό haunted θέμα του παιχνιδιού, προσφέροντας περισσότερο στη συνολική εμπειρία που μπορεί να αποκομίσει ο παίκτης. Εκεί που το παιχνίδι δείχνει τα δόντια του για ακόμα μια φορά, είναι στον τομέα των γραφικών, και ιδιαίτερα των lighting effects. Αν είχαμε να λέγαμε για τα εφέ φωτισμού των προηγούμενων παιχνιδιών, το Luigi’s Mansion 3 έρχεται και παραδίνει μαθήματα σχεδιασμού. Από το φως του φακού έως τη λάμψη των κεριών αλλά και το εκτυφλωτικό φως των κεραυνών, οι άνθρωποι της Next Level Games έχουν κάνει εξαιρετική δουλειά σε αυτόν τον τομέα. Και δεν είναι μόνον αυτός.
Στο Luigi’s Mansion 3, από ένα σημείο και μετά, ο παίκτης μπορεί να αναλάβει το ρόλο του πρασινωπού πλασματικού χαρακτήρα ανά πάσα στιγμή και όταν το απαιτούν οι συνθήκες.
Η παλέτα των χρωμάτων, τα μοντέλα και το animation των χαρακτήρων, όλα φωνάζουν από μακριά το επίπεδο βελτίωσης. Για πρώτη φορά είχαμε την αίσθηση πως ένα παιχνίδι της σειράς Luigi’s Mansion δεν είναι «βαρύ» για την κονσόλα στην οποία κυκλοφορεί. Η περιήγησή μας στα περιβάλλοντα που απαρτίζουν το ξενοδοχείο γίνεται σχεδόν με φυσικό και πολύ πιο γρήγορο ρυθμό, ενώ το Switch δεν φαίνεται να λυγίζει ούτε ακόμα και όταν πολλά φαντάσματα εμφανίζονται ταυτόχρονα στην οθόνη. Αν εξετάσουμε, μάλιστα, το γεγονός ότι κάθε όροφος είναι διάσπαρτος με αντικείμενα, από χαρτονομίσματα μέχρι σκουπίδια κάθε λογής, ακόμα και όταν τα physics αιώρησης κατακλύζουν την οθόνη, η απόδοση του τίτλου παραμένει σε εντυπωσιακά επίπεδα.
Το Luigi’s Mansion 3 αγγίζει τα ιδανικά επίπεδα ανάλυσης (1080p σε docked mode και 720p σε portable mode), ενώ ο ρυθμός ανανέωσης παραμένει (στο μεγαλύτερο μέρος του) κλειδωμένος στα 30 καρέ το δευτερόλεπτο, με την όποια μείωση παρατηρείται σε βεβαρυμένα περιβάλλοντα να μην εμποδίζει στο ελάχιστο το παιχνίδι να «τρέχει» ακριβώς όπως πρέπει. Ίσως και η απόδοσή του σε μια πιο ισχυρή κονσόλα, σε σχέση με το 3DS αλλά και το GameCube, να είναι αυτή που δίνει την αίσθηση που παίρνουμε ότι, για πρώτη φορά, η κίνηση του Luigi στον χώρο να είναι ακριβώς αυτή που πρέπει. Η διάρκεια της κεντρικής ιστορίας είναι και η μεγαλύτερη που έχουμε δει αυτή τη στιγμή σε παιχνίδι της σειράς, με την ολοκλήρωση να κυμαίνεται μεταξύ 12 και 15 ωρών, ενώ ο χρόνος αυξάνεται σημαντικά αν θέλουμε να ανακαλύψουμε όλα τα κρυμμένα αντικείμενα του ορόφου.
Το σύστημα ελέγχου δεν διαφοροποιείται σε σχέση με το προηγούμενο παιχνίδι της σειράς, με εξαίρεση την προσθήκη του πλήκτρου που εκτοξεύει τη βεντούζα, ενώ τα motion controls λειτουργούν εξαιρετικά ως προς το μεγαλύτερο τμήμα τους, με ελάχιστες φορές να αποπροσανατολιζόμαστε στο σύστημα στόχευσης. Τέλος, τα multiplayer modes φαίνεται να λειτουργούν εξίσου καλά και να προσφέρουν έναν επιπλέον λόγο για τον παίκτη να επιστρέψει σταδιακά στο παιχνίδι. Κατά τη δοκιμαστική περίοδο του παιχνιδιού είχαμε την ευκαιρία να συμμετάσχουμε σε συνεργατικά παιχνίδια παρέα με άλλους παίκτες στην Ευρώπη, με τις online αναμετρήσεις να είναι άψογες, χωρίς προβλήματα αποσύνδεσης και χωρίς καθυστερήσεις. Από εκεί και πέρα, το παιχνίδι δύο παικτών σε μια κονσόλα ήταν αυτό που μας κέρδισε αυτές τις μέρες και ευελπιστούμε πως ένα τοπικό session με έως και 8 παίκτες μπορεί να προσφέρει την ίδια ακριβώς εμπειρία διασκέδασης.
Συμπερασματικά, να αναφέρουμε για μια ακόμα φορά πως η σειρά Luigi’s Mansion είναι από εκείνες της σειρές που ξεκινούν λίγο περίεργα, λίγο απροσδόκητα, ίσως και κάπως άτσαλα, αλλά καταφέρνουν να βρουν το βηματισμό τους και να σταθούν επάξια απέναντι στο χρόνο και στις διαφοροποιήσεις της εποχής. Το Luigi’s Mansion 3 είναι το παιχνίδι που καταφέρνει και πατάει στα δυνατά σημεία των δύο προηγούμενων τίτλων και να προσφέρει μια αρκετά ικανοποιητική εμπειρία. Υπάρχουν στοιχεία που χρειάζονται ακόμα δουλειά, ενώ εξακολουθούμε να είμαστε σκεπτικοί ως προς τον τρόπο που μια σειρά παιχνιδιών, με δυνατά συστατικά και στοιχεία παιχνιδιού ενός παίκτη, καταφέρνει και αλλάζει για να ενθαρρύνει την multiplayer προσέγγιση.
Ας μη γελιόμαστε όμως. Το Luigi’s Mansion 3, παρά τις όποιες αστοχίες του και παρά τα πράγματα που θα θέλαμε να είχαν υλοποιηθεί διαφορετικά, ξεκινά να δείχνει πια τη δύναμή του ανάμεσα σε άλλα franchises της Nintendo. Και από τη στιγμή που στη χώρα μας δεν γιορτάζουμε την Αγγλοσαξονική εορτή των Αγίων Πάντων με τον τρόπο που γιορτάζεται σε Αγγλία και Αμερική, η κυκλοφορία του Luigi’s Mansion 3 εκείνη ακριβώς τη μέρα είναι αυτό που χρειαζόμαστε για να μπούμε στο spooky κλίμα της. Χαμηλώστε (ή κλείστε εντελώς) τα φώτα στο δωμάτιο, χωθείτε κάτω από μια κουβέρτα με το Switch ανά χείρας και αφεθείτε στον κόσμο του στοιχειωμένου ξενοδοχείου Last Resort, απορροφώντας τα φαντάσματα και κρατώντας το χέρι του κατατρομαγμένου Luigi – έτσι, για συμπαράσταση.