Η καινούργια απόπειρα απόδρασης από τη Raccoon City…
Μέσα από το εξαιρετικό remake του Resident Evil 2, η Capcom κατάφερε να επαναφέρει -στα 3rd person επεισόδια της σειράς της- το survival horror χαρακτηριστικό που το κοινό επιθυμούσε διακαώς να επιστρέψει στο franchise. Οπότε, επάνω σε αυτές τις νέες βάσεις που δημιούργησε το ιαπωνικό στούντιο, ήταν λογικό να διατηρηθεί η απαραίτητη ορμή ώστε να πραγματοποιηθεί και η υλοποίηση για το remake του Resident Evil 3: Nemesis, του παιχνιδιού που αρχικά είχε κυκλοφορήσει το 1999, μεταξύ του Resident Evil 2 και του Resident Evil: Code Veronica, και είχε για πρωταγωνίστρια την Jill Valentine, μια από τις κλασικές φιγούρες του πρώτου Resident Evil.
Πριν ξεκινήσουμε να αναπτύσσουμε τις εντυπώσεις μας από το remake του τρίτου τίτλου, καλό είναι να ειπωθούν τα εξής: Με την αγορά του Resident Evil 3 αποκτάμε πρόσβαση και στο δεύτερο (με λειτουργίες online) παιχνίδι, που έχει το όνομα “Resident Evil Resistance”, για το οποίο θα καταγράψουμε τις εντυπώσεις μας σε άλλο, αντίστοιχο review. Επίσης, όσοι προέρχεστε από τον παλαιότερο τίτλο και ενδεχομένως περιμένετε να αναβιώσετε μια ένα-προς-ένα πιστή αναβίωση της διαφυγή της Jill από τη Raccoon City, καλό θα είναι να διατηρήσετε τις προσδοκίες σας χαμηλά, διότι θα διαπιστώσετε πως απουσιάζουν αρκετά χαρακτηριστικά (περιοχές, αντικείμενα, modes και πολλά άλλα), που χαρακτήριζαν τον αρχικό τίτλο. Όλα αυτά θα τα δούμε παρακάτω.
Για όσους δεν γνωρίζουν, η ιστορία του Resident Evil 3 μάς βρίσκει να ακολουθούμε τα βήματα της Jill Valentine, η οποία είναι μέλος της αστυνομικής ομάδας S.T.A.R.S, που γνωρίσαμε στον πρώτο τίτλο της δημοφιλούς σειράς. Η Jill, λοιπόν, προσπαθεί να διαφύγει από τη μολυσμένη πλέον Raccoon City, ωστόσο η απόδρασή της αποτυγχάνει λόγω του καινούργιου bioweapon της Umbrella, ενός όπλου που είναι γνωστό ως “Nemesis”. Έτσι, η ηρωίδα μας καλείται να ταξιδέψει μέσα από τους αφιλόξενους δρόμους της Raccoon City ούτως ώστε να ανακαλύψει μια νέα μέθοδο διαφυγής. Εξυπακούεται ότι, ως κλασικό Resident Evil, η ιστορία και οι διάλογοι στο παιχνίδι αποτυπώνονται μέσα από το γνώριμο, b-movie ύφος που μας έχει συνηθίσει η σειρά.
Kαλό είναι να ειπωθεί πως η ιστορία του Resident Evil 3 διεξάγεται μια ημέρα πριν και μια ημέρα μετά από τα γεγονότα του Resident Evil 2, οπότε, εκτός του ότι μέσα από τον νέο τίτλο θα γνωρίσετε νέους χαρακτήρες, θα έχετε επίσης την ευκαιρία να συνδέσετε και ορισμένα γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια του δεύτερου τίτλου. Αφήνοντας το τμήμα της ιστορίας, πάμε στο σημαντικό, στον πυρήνα του τίτλου, ο οποίος είναι το gameplay. Το Resident Evil 3 ήταν εκ γενετής ένας πιο action τίτλος. Εξάλλου, οι παλαιότεροι παίκτες σίγουρα θα θυμούνται τον γρήγορο ρυθμό, αλλά και την κατασκευή πυρομαχικών (με τη χρήση του Reloading Tool), ώστε να αντεπεξέλθει η Jill στην απειλή και τη συνεχόμενη καταδίωξη που βίωνε από τον Nemesis.
Το remake του Resident Evil 3, λοιπόν, χρησιμοποιεί τη συγκεκριμένη βάση. Δηλαδή, έχουμε μια πόλη, στης οποίας το αφιλόξενο περιβάλλον θα συναντούμε ανά σημεία τα γνώριμα κόκκινα εκρηκτικά βαρέλια και τις ηλεκτρικές γεννήτριες, που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε κατά του πλήθους των απέθαντων-ζόμπι εχθρών ή απέναντι στον Nemesis -όλα εξαρτώνται από την προσέγγιση και την τακτική που θα ακολουθήσουμε. Και είναι η παρουσία του Nemesis αυτή που συνεισφέρει στο action και horror στοιχείο του τίτλου, αφού με την εμφάνισή του ανεβαίνουν οι ρυθμοί αλλά και οι παλμοί, μιας και σε κάθε εμφάνισή του καλούμαστε είτε να το αντιμετωπίσουμε είτε να ξεφύγουμε από το μανιασμένο bioweapon.
Εάν τον αντιμετωπίσουμε και καταφέρουμε να τον “ρίξουμε”, κερδίζουμε λίγο χρόνο μέχρι να γεμίσει ξανά την ενέργειά του και να συνεχιστεί η καταδίωξη, ενώ άλλες φορές, αν πέσει, μας ανταμείβει με διάφορα αντικείμενα εξοπλισμού. Έτσι, στην κανονική δυσκολία που προσφέρει, ο τίτλος μπορεί να ολοκληρωθεί με επιθετική προσέγγιση, αφού υπάρχει πλήθος πυρομαχικών (τα οποία βρίσκουμε ή κατασκευάζουμε όπως στο πρόσφατο Resident Evil 2) στις διάφορες τοποθεσίες της Raccoon City. Ωστόσο, το παιχνίδι σίγουρα μπορεί να ολοκληρωθεί και με αμυντική προσέγγιση/ διαφυγή από εχθρούς, ώστε να εξασφαλίσουμε πως η χρήση των πυρομαχικών μας θα γίνει στις αναπόφευκτες συγκρούσεις με τα Bosses.
Η πιο αμυντική προσέγγιση και τακτική στο παιχνίδι είναι εφικτό να συμβεί αφού έχουμε μια Jill η οποία στο ρεπερτόριο των δεξιοτήτων της έχει την αποφυγή (dodge), με τη σωστή χρήση του οποίου αποφεύγουμε το πιάσιμο και την επίθεση των εχθρών. Εκτός αυτού, με την ορθή χρήση του dodge μπορούμε να πραγματοποιήσουμε ταυτόχρονα αντεπίθεση, μέσω της οποίας ο χρόνος παγώνει για λίγα δευτερόλεπτα και μας δίνει το όφελος να σημαδέψουμε και να χτυπήσουμε τον εχθρό σε ευάλωτα σημεία.
Βέβαια, πέρα από την προσέγγιση που εμείς θα επιλέξουμε να έχουμε, το παιχνίδι μάς ωθεί έτσι και αλλιώς στην εκμάθηση και χρήση του συγκεκριμένου μηχανισμού, αφού ορισμένα boss fights και εχθροί περιλαμβάνουν στο ρεπερτόριο τους φονικές (OHKO – One Hit Knockout) κινήσεις, που μας στέλνουν άμεσα στην οθόνη του “retry”. Συνεπώς, η χρήση του dodge είναι απαραίτητη. Σε αυτό το σημείο αξίζει να τονίσουμε, κυρίως για το κοινό που έρχεται από το remake του Resident Evil 2, και ένιωσε ασφυξία ή πονοκέφαλο με τον Mr. X, πως είναι βέβαιο ότι δεν θα νιώσει το ίδιο πρόβλημα με τον Nemesis και τις καταδιώξεις του -τουλάχιστον στην κανονική (standard) δυσκολία που προσφέρει το παιχνίδι. Αυτό συμβαίνει διότι οι εμφανίσεις του Nemesis είναι περισσότερο προ-αποφασισμένες (scripted) παρά όσο επίμονες και τυχαίες ήταν οι αντίστοιχες του Mr. X.
Εξάλλου, όπως προαναφέραμε, υπάρχει και η δυνατότητα να “ρίξουμε” τον Nemesis ώστε να κερδίσουμε λίγο χρόνο για να μεταβούμε στο σημείο προορισμού, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε και τη σωστή χρήση της αποφυγής, η οποία μας βοηθά πολύ στην καταδίωξη αυτή. Έτσι, εκτίμησή μας είναι πως το action τμήμα του Resident Evil 3 έχει υλοποιηθεί σωστά, αφού υπάρχουν επιλογές προσέγγισης στο gameplay για τον παίκτη, ενώ ταυτόχρονα το παιχνίδι προσφέρει έναν γρήγορο ρυθμό, που πάντα συνοδεύεται με καλή κλιμάκωση από την καταδίωξη που προσφέρει ο Nemesis.
Βέβαια, το survival horror στοιχείο δεν απουσιάζει, αφού η RE engine αποδίδει με εξαιρετικούς φωτισμούς και οπτικό αποτέλεσμα τη νεκρo-ζώντανη Raccoon City, τους σαπισμένους κατοίκους της, τα σκοτεινά σοκάκια και τα τρομακτικά πλάσματα που καραδοκούν σε κάθε γωνιά. Επίσης, σημαντικό ρόλο στον “τρόμο” που προκαλεί το παιχνίδι έχει και η διαχείριση των πυρομαχικών, αφού πολλές φορές θα χρειαστεί να εμπλακούμε σε αναπόφευκτες καταστάσεις και συγκρούσεις που θα μας αγχώσουν πραγματικά. Αυτό είναι κάτι που το Remake του Resident Evil 3 το καταφέρνει με σημαντική επιτυχία.
Η διάρκεια που προσφέρει το Resident Evil 3 στο πρώτο (blind) playthrough και στην κανονική δυσκολία είναι περίπου 4 ώρες. Αν και ο χρόνος φαντάζει λίγος, τελικά μπορεί να χαρακτηριστεί λογικός λόγω της σύγχρονης action φύσης που έχει υιοθετηθεί, η οποία σημαίνει και υπεραπλουστεύσεις διαφόρων γρίφων αλλά και μη ύπαρξη αρκετού backtracking -όπως είχαμε δει να συμβαίνει σε προηγούμενα παιχνίδια της σειράς, μια τεχνική που αύξανε σημαντικά τη διάρκειά τους. Ωστόσο, πρέπει να θυμηθούμε ότι και η αρχική έκδοση του RE3 προσέφερε μικρή διάρκεια, και ο λόγος για αυτό ήταν ότι, από τότε, το Resident Evil 3 βασιζόταν κυρίως στο replayabillity.
Βέβαια, το remake του τίτλου απέχει άρδην (όπως αναφέραμε και στην αρχή του κειμένου) από τις επιλογές και τις δυνατότητες επανάληψης του αρχικού τίτλου. Ωστόσο, ακόμα και στη νέα του μορφή, προσφέρει, με τον δικό του τρόπο, άφθονο replayabillity. Συγκεκριμένα, μόλις τελειώσουμε τον τίτλο γίνεται προσβάσιμο το shop, από το οποίο μπορούμε να αγοράσουμε διάφορα αντικείμενα με χρήση πόντων που συλλέγουμε από τις διάφορες προκλήσεις (challenges). Τα αντικείμενα που αποκτούμε μπορούμε εν συνεχεία να τα χρησιμοποιήσουμε στις υψηλότερες δυσκολίες ώστε να φέρουμε το παιχνίδι στα μέτρα μας. Οι υψηλότεροι βαθμοί δυσκολίας γίνονται διαθέσιμοι όταν τελειώσουμε το παιχνίδι σε κάθε μια από αυτούς, δηλαδή, αφού ολοκληρώσουμε το hardcore αποκτάμε πρόσβαση στο Nightmare, και όταν τελειώσουμε αυτό το νέο mode, αποκτάμε πρόσβαση στο Inferno.
Ξεκινώντας στο hard, το Resident Evil 3 μπορεί να φανεί ευκολότερο από το πρόσφατο Resident Evil 2, διότι η λειτουργία της αυτόματης αποθήκευσης (auto-save) συνεχίζει να υφίσταται (με εξαίρεση την ύψιστη δυσκολία, Inferno), αλλά και επειδή οι μελανοταινίες για την αποθήκευση δεν είναι περιορισμένες -όπως συνέβαινε στο hardcore mode του προηγούμενου τίτλου. Ωστόσο, ένα πέρασμα στο hardcore mode του Resident Evil 3 θα διαψεύσει τους όποιους, αρχικούς, φόβους για χαρακτηριστική ευκολία, διότι στο συγκεκριμένο mode το παιχνίδι διαθέτει πιο επιθετικούς και ανθεκτικότερους εχθρούς ενώ παράλληλα ο Nemesis είναι σαφώς πιο ευκίνητος και πολύ περισσότερο πιεστικός.
Περνώντας στο βαθμό δυσκολίας Nightmare, βλέπουμε ότι προσφέρει διαφορετική τοποθέτηση εχθρών και αντικειμένων, γεγονός ενδιαφέρον αφού, λόγω αυτής της σχεδιαστικής επιλογής, στο εν λόγω mode θα πρέπει να επιλέξουμε διαφορετική προσέγγιση στο gameplay μας. Σε αυτό το σημείο καλό είναι να ειπωθεί πως το συγκεκριμένο mode δεν αποτελεί το παλιό, random generated χαρακτηριστικό του παλιού τίτλου, που σημαίνει πως στο Nightmare αλλάζει η τοποθέτηση (placement) και όχι η τυχαία τοποθέτηση (randomizer) που γινόταν στον αρχικό τίτλο. Τέλος, καλό είναι να σημειωθεί πως στις υψηλότερες δυσκολίες μπορεί να χρειαστείτε κάποια βοήθεια (ένα έξτρα όπλο ή κάποιο άλλο αντικείμενο) από το shop του παιχνιδιού. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει εκεί ο τίτλος είναι οι προκλήσεις (challenges) που προσφέρει ώστε να συλλεχθούν αυτοί οι πόντοι.
Κάποιες από αυτές τις προκλήσεις προσφέρουν ενδιαφέρον, όπως το να ολοκληρώσουμε ένα γρήγορο playthrough ή να μην χρησιμοποιήσουμε πάνω από ένα αντικείμενο ίασης καθ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού, ωστόσο, κάποια άλλα απαιτούν farming kills, δηλαδή να σκοτώσουμε έναν Χ αριθμό εχθρών με χρήση ενός συγκεκριμένου όπλου. Αυτές οι προκλήσεις εκτιμούμε πως δεν ταιριάζουν στη φύση του τίτλου, ο οποίος θα ήταν προτιμότερο να βασιζόταν σε προκλήσεις εστιασμένες περισσότερο προς το survival στοιχείο.
Ολοκληρώνοντας λοιπόν τις σκέψεις μας, εκτιμούμε ότι το Resident Evil 3 αποτελεί μια εξαιρετική πρόταση κυρίως για το hardcore κοινό της σειράς, αφού προσφέρει άφθονο replayabillity, υπέροχα γραφικά (συνεχίζοντας την παράδοση της RE Engine) και απολαυστικό, καλοσχεδιασμένο gameplay. Από την άλλη πλευρά, αν ανήκετε στη μερίδα των παικτών που απλά θέλει να αποδράσει μια φορά από τη Raccoon City και να μην ασχοληθεί ξανά με την περιπέτεια της Jill Valentine, καλό είναι να γνωρίζετε πως αυτή η απόδραση δεν διαρκεί και πολύ…
To Resident Evil 3 κυκλοφορεί από τις 3 Απριλίου για τα PS4, PC και Xbox One. Το review βασίστηκε στην έκδοσή του για το PS4.