Ένας κλασικός τίτλος, στην καλύτερή του μορφή.
Όταν έχουμε να κάνουμε με JRPGs 25 ετών, ειδικά με εκείνους τους κλασικούς τίτλους που εμφανίστηκαν στις κονσόλες της τέταρτης και πέμπτης γενιάς, εμείς οι παίκτες της Δύσης έχουμε αρκετούς λόγους να είμαστε παραπονεμένοι. Ο λόγος είναι πασιφανής: η Ιαπωνία και οι δυτικές αντιπροσωπείες, εξετάζοντας λανθασμένα ίσως τα δεδομένα της αγοράς, κράτησαν αρκετά από αυτά ως αποκλειστικότητες της εγχώριας παραγωγής, στερώντας από τους παίκτες της Δύσης τη δυνατότητα να απολαύσουν ορισμένα από τα διαμάντια της εποχής. Ελλείψει localization, μόνο όσοι είχαν πρόσβαση στην αγορά και στην ίδια την γλώσσα μπορούσαν να ασχοληθούν μαζί τους.
Το Trials of Mana, γνωστό και ως Seiken Densetsu 3 (Side Story 3) όπως ήταν γνωστό αρχικά, είναι ένα από αυτά τα άτυχα παιχνίδια, που έπρεπε να περιμένουν στωικά την επανεμφάνισή τους για πολλά, πολλά χρόνια. Η συλλογή των spin-off τίτλων της σειράς Final Fantasy, τα οποία απέκτησαν τη δική τους υπόσταση, κυκλοφόρησε προσφέροντας το «χαμένο» παιχνίδι της σειράς με μια εξαιρετική μετάφραση/ απόδοση και προσφέροντας την ευκαιρία στους παίκτες να ικανοποιήσουν μια επιθυμία χρόνων και γενεών. Για ποιο λόγο οι ιθύνοντες της Square Enix αποφάσισαν να ζητήσουν τη δημιουργία ενός remake του Trials of Mana, σκεπτόμενοι μάλιστα πως αυτό έγινε αμέσως μετά την κυκλοφορία του Collection of Mana, αυτό είναι κάτι που γνωρίζουν αποκλειστικά εκείνοι.
Γεγονός είναι πως ένα remake έρχεται να προσφέρει την αρχική εμπειρία του παιχνιδιού, την ατμόσφαιρα και τις συγκινήσεις του σε ένα πιο ελκυστικό πακέτο και -ίσως- με ορισμένες νέες προσθήκες, οι οποίες θα μπορούν να δικαιολογήσουν τον χαρακτηρισμό του remake και θα δώσουν πρόσθετα κίνητρα στους παίκτες για να ασχοληθούν με τον τίτλο. Το αν το remake του Trials of Mana τα καταφέρνει, είναι κάτι που θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε όσο πιο διεξοδικά γίνεται στο παρόν κείμενο.
Το Trials of Mana αφηγείται τις ιστορίες έξι διαφορετικών χαρακτήρων, ο καθένας με τη δική του προϊστορία και τα δικά του κίνητρα. Για λόγους που εξιστορούνται στον πρόλογό τους, οι χαρακτήρες αυτοί ξεκινούν ένα ταξίδι για να προστατεύσουν τον κόσμο, τραβώντας το σπαθί του Μάνα (Sword of Mana) από το Δέντρο του Μάνα που αργοπεθαίνει, και να εμποδίσουν τα οκτώ Benevodons, οκτώ δαιμονικά πλάσματα, να επιστρέψουν στον κόσμο και να τον απειλήσουν εκ νέου, πριν η θεά του Μάνα τα σφραγίσει με το Ξίφος και μεταμορφωθεί η ίδια στο Δέντρο του Μάνα. Ανεξάρτητα από το ποιον χαρακτήρα επιλέξει ο παίκτης ως πρώτο, θα μπορέσει να γνωρίσει σταδιακά όλους τους πρωταγωνιστές που προσφέρονται ως επιλογή, ενώ δύο από αυτούς θα μπορέσει να τους στρατολογήσει στην ομάδα του από πολύ νωρίς, δίνοντάς του την ευκαιρία να βιώσει τις προσωπικές τους ιστορίες, αλλά και να χτίσει την ομάδα του με τα χαρακτηριστικά που επιλέγει.
Αυτό αποτελεί και τον βασικότερο λόγο για ένα δεύτερο ή και για περισσότερα playthroughs, καθώς η επιλογή του πρώτου, βασικού χαρακτήρα είναι και αυτή που θα καθορίσει το πως θα ολοκληρωθεί η ιστορία του παιχνιδιού – με τρία διαφορετικά φινάλε και τρία διαφορετικά final bosses. Αυτό είναι άλλωστε ένα από τα άκρως ρηξικέλευθα χαρακτηριστικά για την εποχή που πρωτοκυκλοφόρησε το παιχνίδι. Ο παίκτης αποκτά ένα ισχυρό κίνητρο για να επιστρέψει στον κόσμο του Trials of Mana όσες φορές και αν αυτό απαιτηθεί, για να αποκτήσει μια σφαιρική εικόνα των δυνατοτήτων και των απαρχών των διαθέσιμων πρωταγωνιστών, αλλά και του πώς αποδίδεται η ασύμμετρη απειλή στην τάξη και τη συνολική αρμονία μέσα από τα κίνητρα των μεγάλων εχθρών, οι οποίοι μας συστήνονται και αυτοί από νωρίς και διατηρούν τη δική τους, καταστροφική ατζέντα, αναφορικά πάντα με τα σχέδιά τους για την κυριαρχία επάνω στο Μάνα και την ολοκληρωτική, αδιαμφισβήτητη εξουσία τους στα δρώμενα του κόσμου του παιχνιδιού.
Έχοντας ασχοληθεί διεξοδικά με το αρχικό Trials of Mana της Collection of Mana που κυκλοφόρησε στο Switch, η ενασχόληση αλλά και η περιπλάνηση στον πλήρως τρισδιάστατο και αναμορφωμένο κόσμο του remake αποτέλεσε ένα ευχάριστο ξάφνιασμα. Αν και μιλάμε για μια απόδοση 1-προς-1 του αρχικού με το νέο, εν τούτοις το να βλέπουμε τα γνώριμα περιβάλλοντα και τους χαρακτήρες να αποδίδονται με όμορφα και ζωντανά χρώματα σε πλήρως 3D περιβάλλοντα και με την αυξημένη ιπποδύναμη του PlayStation 4 να μην αφήνει περιθώριο σε εκπτώσεις ούτε στον ρυθμό ανανέωσης των καρέ, αλλά ούτε και στον ρυθμό που απεικονίζονται τα assets του κόσμου, ομολογούμε πως αυτό μας άνοιξε (αρχικά) την όρεξη για ένα ακόμα ταξίδι στον κόσμο του Mana.
Σε συνδυασμό με ένα εξαιρετικά βατό και εύκολο σύστημα χειρισμού, αλλά και με το ίδιο το στυλ ζωντανής μάχης, το οποίο αποδίδεται πιο ζωντανά και πιο άμεσα από ποτέ, οι παίκτες δεν θα έχουν απολύτως καμία δυσκολία στο να εξερευνήσουν τον κόσμο και να δυναμώσουν όσο χρειάζεται, υπακούοντας πιστά στις επιταγές των κλασικών RPGs της εποχής εκείνης. Αυτό ακριβώς είναι που ζητάει και το ίδιο το παιχνίδι από τους παίκτες και εδώ έγκειται η όποια δυσκολία και πρόκληση μπορεί να προσφέρει το παιχνίδι: να αναγκάσει τους παίκτες να εξερευνήσουν κάθε σπιθαμή του κόσμου, να αντιμετωπίσουν κάθε εχθρό που προσφέρεται (και μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα bosses που έχουμε συναντήσει σε τίτλο της κατηγορίας) και να αποκτήσουν τις απαραίτητες δεξιότητες για να αντεπεξέλθουν στις όλο και αυξανόμενες απαιτήσεις του κόσμου.
Κάπου εκεί όμως θα αρχίσουμε να συνειδητοποιούμε τη ματαιότητα του όλου εγχειρήματος και το πόσο άτοπη δείχνει μια μεταφορά ενός παιχνιδιού που είναι λίγο νεότερο από την ηλικία του γράφοντος. Αν και αρκετά όμορφος, ο κόσμος του Trials of Mana δεν παύει να είναι ούτε ο καλύτερος που έχουμε δει σε σύγχρονους τίτλους, ενώ ταυτόχρονα είναι συγκριτικά άδειος σε σχέση με αντίστοιχα RPGs που εκμεταλλεύονται το χώρο τους όπως ακριβώς πρέπει και χρειάζεται (…τις περισσότερες φορές τουλάχιστον). Η αίσθηση που αποκομίσαμε τις περισσότερες φορές ήταν ότι τα assets των περιβαλλόντων απλώς χρησιμοποιούνται για να δώσουν την αίσθηση ενός μεγάλου -αν και όχι ανοικτού- κόσμου, ενώ τα ίδια τα περιβάλλοντα απλώς χρησιμοποιούνται για να φιλοξενήσουν τις μικρές ομάδες των πλασμάτων που λυμαίνονται μια γωνία, πριν προχωρήσουμε στην επόμενη και έρθουμε αντιμέτωποι με το ίδιο ακριβώς σκηνικό.
Έχουμε, με άλλα λόγια, να κάνουμε με τοποθεσίες και dungeons που ναι μεν φαίνονται όμορφα στην αρχή, σύντομα όμως θα μας κάνουν να αισθανθούμε πως είναι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, βαρετά. Αν σκεφτούμε, δε, πως για περίπου 30 ώρες που διαρκεί η περιπέτεια, θα υποχρεωθούμε να αφομοιώσουμε αυτή τη σχεδιαστική αδυναμία, καταλήγουμε γρήγορα σε μια σκέψη αδυναμίας. Αναγνωρίζουμε, φυσικά, το γεγονός πως η αιτία είναι η ηλικία του ίδιου του παιχνιδιού και πως οι developers έκαναν μια πιστή μεταφορά του αρχικού τίτλου, αλλά αυτό που κερδίζουμε εν τέλει, είναι η αίσθηση του εξαναγκασμού της περιπλάνησης σε ένα χώρο μέχρι να φτάσουμε στο κοντινότερο αγαλματίδιο θεραπείας/ αποθήκευσης, ή στο ίδιο το flag που επισημαίνει την τελική κατεύθυνση, αντιμετωπίζοντας τα ίδια και τα ίδια πλάσματα, ελέω του, απαραίτητου για τα standards και δεδομένα της εποχής, level grinding.
Η τελευταία πρόταση μάς οδηγεί, ανέκκλητα και αναπόφευκτα, σε ένα άλλο ζήτημα, απόρροια της εποχής του αρχικού παιχνιδιού. Μιλάμε φυσικά για την επανάληψη του gameplay και για τη συνολική αφήγηση, η οποία κινείται σε πολύ χαμηλά (για το σήμερα) επίπεδα. Με εξαίρεση τα εισαγωγικά και καταληκτικά κεφάλαια, τα οποία και ουσιαστικά περιλαμβάνουν πρωτότυπο υλικό σε σχέση με το συνολικό αφηγηματικό εγχείρημα, το υπόλοιπο παιχνίδι είναι γεμάτο από αποστολές, plot twists και εξελίξεις που ακόμα και ένα κανίς μπορεί να μυριστεί από χιλιόμετρα μακριά.
Τα χρόνια εμπειρίας των παικτών με (J)RPGs κάθε είδους, τους επιτρέπουν να αντιληφθούν την εξέλιξη, τις όποιες εκπλήξεις, ακόμα και τις ατάκες των πρωταγωνιστών πριν αυτά εμφανιστούν ή ακουστούν στο παιχνίδι, ενώ παράλληλα η συνταγή «εξολοθρεύω εχθρούς-μαζεύω εμπειρία και χρήματα-αγοράζω νέο εξοπλισμό-προχωράω παρακάτω στο παιχνίδι» φαίνεται να εφαρμόζεται στο μεγαλύτερο κομμάτι του παιχνιδιού. Ειλικρινά -και όπως αναφέραμε ήδη- την κατάσταση φαίνεται να σώζει η ύπαρξη των επιπλέον φινάλε, τα οποία προσφέρουν την απαραίτητη διαφοροποίηση που τόσο έχουμε ανάγκη, και να ολοκληρώσουν την ιστορία των κεντρικών χαρακτήρων όπως αυτή χρειάζεται. Όμως, όταν τελειώσουν και αυτά και ασχοληθούμε με το postgame περιεχόμενο του τίτλου, θα διαπιστώσουμε ότι το εν λόγω περιεχόμενο είναι διεκπεραιωτικό και άψυχο, αναγκάζοντάς μας να επιστρέψουμε σε ένα νέο playthrough και στην επανάληψη που στοιχειώνει το παιχνίδι.
Αν και ο οπτικός τομέας του Trials of Mana είναι αρκετά συμπαθητικός, δεν μπορούμε επίσης να πούμε το ίδιο για τον ακουστικό τομέα. Γεγονός είναι πως το soundtrack του τίτλου, αν και απόλυτα εναρμονισμένο με τα σύγχρονα δεδομένα, δεν παραλείπει να μην προκαλεί αίσθηση στον παίκτη – η συχνή, δε, λούπα που παρουσιάζουν αρκετές μελωδίες σύντομα καταλήγει κουραστική. Το παιχνίδι περιλαμβάνει και πλήρως ηχογραφημένους διαλόγους, σε συνδυασμό με τα κουτιά διαλόγων που εμφανίζονται όταν οι χαρακτήρες μιλούν, κατά τη διάρκεια των cutscenes, αλλά δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ούτε με την απόδοση των ηθοποιών της αγγλικής μεταγλώττισης, ούτε με επιλογές που έχουν γίνει κατά την απόδοση της ομιλίας στη φάση του localization (καημένη Charlotte…). Ευτυχώς, την κατάσταση έρχεται να διορθώσει σε αρκετό βαθμό η ιαπωνική μεταγλώττιση, με την οποία νιώσαμε περισσότερο όμορφα, αν και θα προτιμούσαμε σε κάθε περίπτωση να είχαμε μόνο το κουτί διαλόγων, και βελτιωμένη, ίσως, μουσική.
Εν κατακλείδι, το Trials of Mana αποτελεί μια από εκείνες της κυκλοφορίες που δεν ξέρει κανείς αν πρέπει να χαίρεται πραγματικά, ή να λυπάται για την κυκλοφορία τους. Όχι ότι το ίδιο το παιχνίδι είναι απαραίτητα κακό. Για την εποχή όπου και κυκλοφόρησε, το Trials of Mana έχει περίοπτη θέση στο στερέωμα των JRPGs. Ωστόσο, μια κυκλοφορία 20 χρόνια μετά δεν δύναται να πατά ακριβώς στην ίδια συνταγή, ακριβώς στο ίδιο gameplay, ακριβώς στο ίδιο σύστημα σχεδιασμού. Από τη μεριά μας, θα προτείναμε στους παίκτες να ασχοληθούν περισσότερο με την αρχική έκδοση του τίτλου, η οποία περιλαμβάνεται στο Collection of Mana. Κάπου εκεί θυμόμαστε, όμως, πως η συλλογή αυτή είναι διαθέσιμη αποκλειστικά (για την ώρα) στο Nintendo Switch.
Επομένως, οι παίκτες που θα ήθελαν να πάρουν μια γεύση από ένα JRPG με τη δική του υπόσταση, αξία και ιστορία, αξίζει να δοκιμάσουν το Trials of Mana, έτσι, για να νιώσουν και εκείνοι πως αποτελούν κομμάτι της ιστορίας του. Πέρα από το πολύχρωμο και τρισδιάστατο περιτύλιγμά του, ωστόσο, το παιχνίδι θα φανερώσει την ηλικία του και θα προκαλέσει την υπομονή και τη διάθεση του παίκτη που θέλει να βιώσει την ιστορία στην πληρότητά της, κάνοντάς τον να αναζητήσει άλλες, καλύτερες ατραπούς διασκέδασης.
Το Trials of Mana κυκλοφορεί από τις 24 Απριλίου για PS4, PC και Switch. Το review βασίστηκε στην έκδοσή του για το PS4.