Τα JRPGs είναι ένα από αυτά τα είδη που συχνά μετριούνται και με τη διάρκειά τους, παρότι εξυπακούεται πως δεν μπορεί να βγει το οποιοδήποτε συμπέρασμα με μία “ξερή” καταμέτρηση των ωρών. Ωστόσο, η διάρκεια μπορεί να λειτουργήσει συνδυαστικά με μία αναλυτική κριτική ώστε να φανεί εάν η διάρκεια είναι η κατάλληλη προκειμένου να αναπτυχθεί επαρκώς ένα νέο σύμπαν ή μία νέα επική ιστορία σε ένα ήδη υπάρχον σύμπαν, καθώς και να εξελιχθούν κατάλληλα οι -συχνά- υποσχόμενοι και βαθύς gameplay μηχανισμοί.
Δεν θέλουμε να ξεφύγουμε σε μία εκτενή ανάλυση των συνιστωσών ενός JRPG ή RPG, αλλά στη συντριπτική τους πλειοψηφία φτάνουν σε διψήφιο αριθμό διάρκειας, όπου μάλιστα ακόμα και οι 20-30 ώρες ενδέχεται να θεωρούνται λίγες.
Ως εκ τούτου, το Jack Move έρχεται ως μία αξιοπερίεργη περίπτωση, που σαφέστατα εμπνέεται από παραδοσιακά JRPG, και δη της παλιάς, δεκαεξάμπιτης εποχής, η οποία όμως έρχεται ως μία… pocket sized έκδοση. Η σπαρτιάτική του φύση εμφανίζεται σε όλους τους τομείς, αλλά ταυτόχρονα η So Romantic, η ολιγομελής ομάδα ανάπτυξης, δείχνει πως ακολουθεί αυτήν την εναλλακτική οδό με αυτοπεποίθηση.
Η ιστορία ξεκινάει δίνοντάς μας τον έλεγχο της Noa Solares, μίας νεαρής χάκερ που ετοιμάζεται να φέρει εις πέρας μία ληστεία με στόχο πολύτιμες πληροφορίες μίας μεγαλοεταιρίας. Πρόκειται ουσιαστικά για μία μισθοφόρο, που σε συνεργασία με τον παραπληγικό Ryder, που τη βοηθά εξ αποστάσεως, αναλαμβάνουν αυτού του είδους δουλειές για τα προς το ζην. Οι σποραδικές πληροφορίες μάς αναφέρουν ότι βρισκόμαστε στο μακρινό 2130, αλλά πολλά χρόνια πριν, μία τεχνολογική καταστροφή ώθησε τη γιγάντωση του κορπορατισμού με την πρόφαση ότι αποτελεί μονόδρομο για τη σωτηρία της ανθρωπότητας, αποδυναμώνοντας στο μεταξύ τις κυβερνήσεις σε ρόλο κομπάρσου.
Σε διάφορα σημεία φαίνεται ότι η So Romantic είχε την πρόθεση να ασκήσει κριτική στον αδίστακτο καπιταλισμό, αλλά παρά τις ευγενείς νύξεις η αλήθεια είναι ότι τελικά δεν εντρυφεί ιδιαίτερα σε αυτό το θέμα. Τελικά, η δυστοπική κατάσταση αυτού του σύμπαντος περιγράφεται επιφανειακά, απλά για να προσφέρει μία επίγευση στο όλο οικοδόμημα. Οι κύριες φιλοσοφικές ανησυχίες του Jack Move επικεντρώνονται πολύ περισσότερο στη σημασία της νοημοσύνης και τη φιλοσοφική ανησυχία της ύπαρξης ή μη κάποιου νοητού σημείου που να διαχωρίζει τη συνείδηση ενός ανθρώπου με την τεχνητή νοημοσύνη. Αποτελεί μία θεματική που βέβαια έχουμε δει αρκετές φορές και σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως τα SOMA και Detroit: Become Human.
Η τοποθέτηση του Jack Move δεν έρχεται να προσφέρει κάτι ουσιαστικά νέο σε αυτή τη φιλοσοφική αναζήτηση, παρόλα αυτά όμως, μέσα από διάρκεια περ΄ίπου 6-8 ωρών, μεταφέρει μία ολοκληρωμένη ιστορία, αποδίδοντας το θέμα της ψηφιοποίησης της συνείδησης ενός ανθρώπου τίμια και συγκροτημένα.
Επιστρέφοντας στην περιπέτεια της Noa, η ηρωίδα μας θα έρθει σύντομα αντιμέτωπη με την αδίστακτη μεγαλοεταιρία Monomind, η οποία έχει απαγάγει τον πατέρα της. Την όλη υπόθεση δυσχεραίνει η προ ετών διαλυμένη σχέση της Noa με τον παντελώς απόμακρο πατέρα της. Βέβαια, το αίμα νερό δεν γίνεται και η Noa δεν θα χρειαστεί πολύ για να πειστεί να αγωνιστεί για τη σωτηρία του πατέρα της.
Η So Romantic εμφανέστατα αντιλαμβάνεται εξαρχής την έκταση των δυνατοτήτων της και έτσι η ιστορία είναι όσο συμμαζεμένη χρειάζεται για τη διάρκεια του τίτλου. Σχεδόν με ανακουφιστικό τρόπο αποφεύγει περιπτώσεις άλλων παιχνιδιών, όπου οι επίδοξοι δημιουργοί φαίνεται να ξεκινούν με υψηλότατες προσδοκίες, για το μέγεθος του πονήματός τους, μόνο για να αναγκαστούν να οδηγηθούν σε κάποιο απότομο τέλος και άκομψες καταλήξεις υπο-πλοκών όταν αρχίσει να γίνεται εμφανής η πραγματικότητα των ελλιπών πόρων ή χρόνου.
Αν και η ιστορία είναι αρκετά προβλέψιμη, η αλήθεια είναι ότι παρακολουθείται ευχάριστα. Σε ανάλογα σπαρτιατικά μονοπάτια προχωράει και το θέμα των δευτερευόντων quests, τα οποία πραγματικά φαίνεται σαν να έχουν μπει απλά για να μπουν. Ούτε καν ως fetch quests θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, αφού πολύ απλά διάφοροι χαρακτήρες ζητάνε κάποιο αντικείμενο, που το βρίσκουμε με τυχαίο τρόπο από άλλον NPC ή σε κάποιο σημείο του περιβάλλοντος.
Το θετικό που προκύπτει, εν μέρει, από το παραπάνω είναι ότι υπάρχει απειροελάχιστο παράταιρο υλικό, δεδομένου ότι τα -κατ’ ευφημισμό- λιγοστά side quests δεν απαιτούν τίποτα παραπάνω από έναν, δύο διαλόγους, επιτρέποντας τελικά στη βασική πλοκή να βρίσκεται πάντα στο προσκήνιο και το filler να είναι απειροελάχιστο. Η κεντρική ιστορία διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου σε μία περιορισμένη περιοχή της πόλης Bright Town, σχεδιασμός ο οποίος παραμένει πιστός στην όλη συγκροτημένη φύση του παιχνιδιού.
Στα λιγοστά dungeons που θα βρεθούμε (υπόνομοι, εργαστήρια, κακόφημες γειτονιές) κάνει την εμφάνισή του ο retro μηχανισμός των random encounters. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι ανά πάσα στιγμή μπορείτε να επιλέξετε τη συχνότητα αυτών των συγκρούσεων ενώ μπορείτε ακόμα και να τις απενεργοποιήσετε εντελώς, ώστε να περιηγηθείτε άφοβα. Είναι μία απλή αλλά καθόλα ευπρόσδεκτη λύση για την “αγγαρεία” που φέρνει στο 99% των περιπτώσεων αυτός ο (παρωχημένος;) μηχανισμός.
Όσον αφορά στην ίδια τη μάχη, έκπληξη δημιουργείται όταν διαπιστώσει κανείς ότι δεν υφίσταται party, καθώς ο μόνος χαρακτήρας που θα έχουμε είναι αυτός της Noa. Το Jack Move αξιοποιεί το πατροπαράδοτο turn-based σύστημα μάχης, φέρνοντάς μας απέναντι από έναν έως τρεις εχθρούς κάθε φορά. Το ρεπερτόριο των επιθετικών κινήσεων αρχίζει και τελειώνει με τέσσερα είδη δυνάμεων αλλά και μία υπερκίνηση που γίνεται σταδιακά διαθέσιμη σε κάθε μάχη.
Επιχειρείται να προστεθεί μία αμυδρά εμβάθυνση μέσω της διαχείρισης της RAM και του hardware που έχει στον εξοπλισμό της η Noa, τα οποία καθορίζουν ουσιαστικά τις επιθετικές και αμυντικές κινήσεις της καθώς και -ουσιαστικά- την πανοπλία της και τα διάφορα buffs. Εντούτοις, παρά τις φαινομενικά πλείστες επιλογές, η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει το παραμικρό ίχνος πολυπλοκότητας. Απλά καλούμαστε να αγοράσουμε τις περισσότερες μόνιμες θέσεις RAM που γίνεται και στη συνέχεια την ισχυρότερη δυνατή επίθεση.
Σε οποιοδήποτε άλλο εκτενές JRPG αυτό το απλουστευμένο σύστημα μάχης θα αποτελούσε ένα ολέθριο λάθος, που θα οδηγούσε σε ανιαρές και επαναλαμβανόμενες συγκρούσεις, όμως στα πλαίσια ενός παιχνιδιού με… μινιόν μέγεθος -για τα δεδομένα του είδους- καταφέρνει να είναι έστω ικανοποιητικό. Οι μάχες είναι γενικά αρκετά βατές, δίχως κάποια ανάγκη για στρατηγική. Μόνη έντονη παραφωνία αποτελούν τα boss fights, τα οποία έχουν υπέρ του δέοντος ογκώδη μπάρα ενέργειας. Δίχως να προσφέρουν ιδιαίτερη πρόκληση, διαρκούν πολύ περισσότερο από ό,τι θα έπρεπε, καθώς δεν χρειάζεται τίποτε περισσότερο παρά να επαναλαμβάνουμε αλλεπάλληλα το συνδυασμό heal-επίθεση-heal-επίθεση.
Δεν χρειάζεται να γραφτούν περισσότερα για ένα παιχνίδι που έτσι κι αλλιώς ποντάρει πολλά στο ιδιαίτερα συμμαζεμένο ύφος του. Μέσω του παραπάνω κειμένου μπορεί να προκύπτει το συμπέρασμα ότι το Jack Move έχει διάφορα θέματα, αλλά εν τέλει περάσαμε ευχάριστα κυρίως για έναν πολύ βασικό λόγο: η So Romantic είχε την πλήρη αναγνώριση των δυνατοτήτων της ώστε ακόμα και τα διάφορα αρνητικά του στοιχεία σχεδόν να εξομαλύνονται χάρη στην καλοδεχούμενα μικρή έκταση της εμπειρίας.
Τελικά, σαν εμπειρία το Jack Move πιστεύουμε ότι θα αποτελέσει ένα ευχάριστο, μικρό διάλειμμα για τους λάτρεις του είδους, ανάμεσα από τις πολλαπλάσια ογκωδέστερες JRPG προτάσεις.
Το Jack Move κυκλοφορεί από τις 20/9/22 για PS4, PC, Switch, Xbox Series και Xbox One. Το review μας βασίστηκε στην έκδοσή του για PC με review code που λάβαμε από τη So Romantic.