Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο πως μία άσημη εταιρία όπως η Asobo Studio, που βρίσκεται από το 2003 στον χώρο, κατάφερε σχεδόν εν μία νυκτί να εκτινάξει τη φήμη της. Με το A Plague Tale: Innocence όχι μόνο τοποθετήθηκε δυναμικά στο προσκήνιο των άμεσα αναγνωρίσιμων developers αλλά μάλιστα έφτασε στο σημείο να δημιουργεί προσδοκίες εφάμιλλες με αυτές που έχουμε τους φιλόδοξους ΑΑΑ τίτλους. Βέβαια, εποφθαλμιώντας μία περίοπτη θέση ανάμεσα από τις υπερπαραγωγές του είδους δημιουργούνται και ανάλογες υψηλές προσδοκίες. Ας δούμε αν και σε τι βαθμό η Asobo Studio είναι σε θέση να παγιώσει το όνομά της ως μία indie ομάδα ανάπτυξης που έρχεται για τα καλά στα χωράφια των ΑΑΑ με το A Plague Tale: Requiem.
Η ιστορία βρίσκει τους δύο βασικούς χαρακτήρες, την Amicia και το αδερφάκι της Hugo, έξι μήνες μετά τα γεγονότα του προηγούμενου παιχνιδιού στη μεσαιωνική Γαλλία. Εκεί τους βρίσκουμε στις εξοχές, μαζί με τη μητέρα τους και τον φίλο τους Lucas. Όλοι τους προσπαθούν να αφήσουν τις απάνθρωπες εμπειρίες που έζησαν μερικούς μήνες πριν. Η εισαγωγή έχει έναν αρκετά αργό ρυθμό, κάτι που θα λέγαμε ότι είναι και λογικό καθώς οι χαρακτήρες χρειάζονται κάποια ώρα ώστε να “αναπνεύσουν” έπειτα από τα άγρια γεγονότα που έζησαν στην προηγούμενη περιπέτειά τους.
Η διαδρομή τους θα τους φέρει σε μία πόλη της νότιας Γαλλίας, όπου η μητέρα των δύο αδελφών γνωρίζει από πριν έναν ιερέα της μυστικής οργάνωσης The Order, που πιθανότατα να έχει γνώση κάποιας γιατρειάς για τη θανατηφόρα ασθένεια της Macula που ρέει στις φλέβες του μικρού Hugo. Από την άλλη πλευρά, αρκετά νωρίς μαθαίνουμε ότι ο Hugo έχει επανειλημμένα όνειρα που αφορούν ένα μυστηριώδες νησί. Μάλλον δεν θα αργήσει κανείς να αντιληφθεί ότι η εύρεση αυτής της τοποθεσίας θα αποτελέσει βασικό κομμάτι της περιπέτειας.
Σε αντίθεση με το Innocence, όπου υπήρχε ένας βασικός villain και ένας συγκεκριμένος στρατός στο κατόπι της Amicia και του αδελφού της, εδώ η σεναριακή βάση αλλάζει αρκετά. Ο villain του παιχνιδιού είναι σχεδόν περιφερειακός, καθώς το κυριότερο κομμάτι της ιστορίας αφορά στην (υπέρ) προσπάθεια της Amicia να εντοπίσει μία γιατρειά για τον Hugo, αλλά και στον διαρκή αγώνα της για να τον προστατέψει από κάθε λογής κινδύνους που συνεχώς βρίσκουν μπροστά τους. Αυτή η διαφορετική προσέγγιση, που επικεντρώνεται στον ίδιο τον αγώνα επιβίωσης των δύο αδελφών, λειτουργεί υπέρ της εμπειρίας. Η αστείρευτη αγάπη και η έντονη προστατευτικότητα της Amicia προς τον εξάχρονο αδελφό της καταφέρνει να φορτίσει συναισθηματικά πολλά σημεία της περιπέτειας και να μας κάνει πραγματικά να ενδιαφερθούμε για το μέλλον τους.
Ο Hugo είναι γραμμένος με φυσικότητα, αποδίδοντας πειστικά ένα εξάχρονο παιδί, που από τη μία είναι βαθύτατα σημαδεμένο από τη φρίκη που έχει ζήσει και την ασθένεια που περνάει, διατηρώντας παράλληλα κάποια ψήγματα παιδικής αφέλειας και αθωότητας. Η αρκετά καλή γραφή και ανάπτυξη των βασικών χαρακτήρων έχει μεγάλη σημασία στην ενδιαφέρουσα παρακολούθηση της περιπέτειας, έως και το συγκινητικό φινάλε. Στη διαδρομή τους προς της γιατρειά, τα δύο αδέλφια θα έρθουν σε επαφή με ορισμένους φίλιους χαρακτήρες, οι οποίοι προσφέρουν ένα καλογραμμένο και απαραίτητο ψυχικό και πρακτικό στήριγμα στην τεράστια ευθύνη που έχει επωμιστεί η Amicia.
Πολύ καλή δουλειά έχει γίνει βέβαια και με τον χαρακτήρα της Amicia, που αναπτύσσεται με φυσικότητα, αποφεύγοντας την απόδοση μία πλήρως αλύγιστης και αγέρωχης προσωπικότητας, καθιστώντας την έτσι περισσότερο ανθρώπινη. Ναι μεν χαρακτηρίζεται από έντονο θάρρος, αλλά παράλληλα οι σεναριογράφοι δεν ξεχνούν ποτέ ότι πρόκειται για μία έφηβο που καλείται να πράξει πολλά περισσότερα από όσα θα έπρεπε για την ηλικία και τις δυνάμεις της, κάτι που αποτυπώνεται διαρκώς και χωρίς μελοδραματισμούς στη ψυχική της κατάσταση.
Σεναριακά το A Plague Tale: Requiem είναι σε θέση να μεταφέρει μία συνέχεια του Innocence που τελικά κρίνεται απαραίτητη, χάρη στην ιδιαίτερα καλή γραφή, ικανή να περάσει επιτυχώς την ένταση που προκύπτει από το βίαιο πέρασμα στην ενηλικίωση. Επιπλέον, μεταφέρει συγκινητικά το θέμα της προσωπικής πάλης ενάντια σε μία ιδιαίτερα θανατηφόρα ασθένεια ενός αγαπημένου προσώπου και τον αγώνα με κάθε μέσο για τη γιατρειά της.
Το σύνολο της περιπέτειας πλαισιώνει ιδανικά ένας ιδιαίτερα όμορφος οπτικός τομέας, δημιούργημα της ιδιόκτητης μηχανής γραφικών του Asobo Studio. Η γεμάτη -περίπου δεκαεξάωρη- ιστορία, μας ταξιδεύει διαρκώς σε νέες τοποθεσίες, άλλοτε σε σκοτεινά μπουντρούμια και άλλοτε σε φωτεινές και χαρμόσυνες πόλεις εν μέσω γιορτών, σχηματίζοντας μία καλοστημένη αντίθεση δίπλα στις φρικτές εικόνες που συχνά εμφανίζονται μπροστά μας.
Οι εκατόμβες ανθρώπινων και κατακρεουργημένων πτωμάτων, οι αδυσώπητες πράξεις αιμοσταγών φρουρών και διάφορα άλλα φρικιαστικά θεάματα μεταφέρονται με περίσσεια ωμότητα, απεικονίζοντας δίχως περιστροφές το τρομακτικά επικίνδυνο και θανατηφόρο κόσμο του A Plague Tale.
Όπως είναι φυσικό, οι ορδές των αιμοσταγών αρουραίων επιστρέφουν, εμπλουτισμένες αυτή τη φορά με χιλιάδες παραπάνω τρωκτικά επί της οθόνης. Υπάρχουν διάφορα άκρως εντυπωσιακά set pieces όπου, ελέγχοντας την Amicia, προσπαθούμε να ξεφύγουμε από τις ορδές των αρουραίων, βλέποντας τριγύρω μας να καταρρέουν γέφυρες και σπίτια υπό την ασταμάτητη ορμή τους. Βέβαια, εκτός από αυτά τα σκηνικά, όπου η αλήθεια είναι πως το gameplay είναι περιορισμένο, οι αρουραίοι εμφανίζονται συχνά ως περιβαλλοντικοί κίνδυνοι και ως αναπόσπαστη συνιστώσαν γρίφων, όπου πρέπει να εντοπίσουμε τρόπους για να τους προσπεράσουμε. Για άλλη μία φορά οι αρουραίοι φοβούνται ιδιαίτερα το φως και τη φωτιά, κάτι που αποτελεί το άλφα και το ωμέγα για τους διάφορους περιβαλλοντικούς γρίφους.
Η Amicia συνεχίζει να έχει πάντα μαζί της μία σφεντόνα, την οποία μπορεί να οπλίσει με διαφόρων ειδών εμπλουτισμένες πέτρες προκειμένου να βάλει φωτιά, να σβήσει φωτιά, να ποτίσει με εύφλεκτο υλικό το έδαφος ή να ρίξει δολώματα για να τραβήξει την προσοχή των αρουραίων. Σε αντίθεση με το Innocence, εδώ το παιχνίδι επιτρέπει πολύ μεγαλύτερη ελευθερία στην επιλογή των πετρών που θα χρησιμοποιήσουμε, αποφεύγοντας έτσι τη δημιουργία της εντύπωσης ότι ασχολούμαστε με ένα συνεχές tutorial.
Οι γρίφοι δεν είναι ποτέ δύσκολοι, απαιτώντας απλά μία σχετική παρατηρητικότητα στο τριγύρω περιβάλλον. Πολλές φορές η λύση δεν θέλει τίποτα παραπάνω από το να βρούμε έναν ευαίσθητο κρίκο σε μία αλυσίδα ή σε μία κλειδαριά, πίσω από κάποιο παράθυρο ή σε κάποιο ταβάνι, ζητώντας από εμάς απλά να τον σπάσουμε με τη σφεντόνα μας. Από τη μία αυτό σημαίνει ότι ο ρυθμός δεν πέφτει πουθενά, αλλά από την άλλη συχνά μας δημιουργούσε απλά την όρεξη για κάτι ελαφρώς πιο σύνθετο ή έστω για λίγη μεγαλύτερη ποικιλία (πόσες φορές ποια να γυρίσουμε τροχαλίες για να δημιουργήσουμε κατάλληλα πλατφόρμες;).
Γενικότερα, εκεί που το A Plague Tale: Requiem υστερεί σημαντικά, είναι σε διάφορα gameplay τμήματά του, κυρίως στο θέμα του stealth. Αυτό το κομμάτι ήταν κάτι στο οποίο υστερούσε κατά πολύ και το Innocence, αν και εκεί υπήρχε το ελαφρυντικό της πρώτης πραγματικά φιλόδοξης προσπάθειας από το Asobo Studio. Εδώ βλέπουμε δυστυχώς ότι η γαλλική εταιρία μάλλον δεν είχε την ικανότητα ή το ταλέντο ώστε να εξελίξει ουσιαστικά αυτόν τον τομέα.
Βασικό ελάττωμα του stealth δεν είναι άλλο από την πλήρως παρωχημένη A.I., κάτι το οποίο ίσως και να είναι απόρροια των ελλιπών εργαλείων που έχει η Amicia για τις stealth τακτικές. Οι φρουροί δείχνουν, για άλλη μία φορά, σαν να βρίσκονται σε λάθος επάγγελμα, κάτι που φαίνεται ιδίως όταν πηγαίνουν ξανά και ξανά να δουν την πέτρα που ρίξαμε στο έδαφος, όταν δεν αντιλαμβάνονται ότι στα χόρτα που κουνιούνται μάλλον περπατάει κάποιο άτομο ή όταν δεν αργούν να ξεπεράσουν τον θάνατο κάποιου συμπολεμιστή τους. Οι αποκρίσεις τους επίσης κάθε άλλο παρά πειστικές είναι· και πως να ήταν όταν οι φρουροί που ακούνε κάποιον άλλο να ουρλιάζει από τις φωτιές που μόλις του βάλαμε, αποκρίνονται με ατάραχη φωνή “μα γιατί γίνεται τέτοιος σαματάς;”.
Τουλάχιστον, το Asobo Studio φαίνεται πως αντιλήφθηκε την αδυναμία του σε αυτόν τον τομέα, με αποτέλεσμα τα stealth σημεία να μην είναι ιδιαίτερα πολλά και ούτε πυκνά σε οποιοδήποτε σημείο. Βέβαια το παραπάνω κάθε άλλο παρά διόρθωση του προβλήματος αποτελεί, αλλά τουλάχιστον αυτό σημαίνει ότι αποφεύγεται ο εκνευρισμός.
Κάπως καλύτερη γίνεται η κατάσταση όταν η Amicia πάρει στα χέρια της μία βαλλίστρα. Το παιχνίδι εννοείται πως δεν γίνεται ξαφνικά action, αλλά αν κάποιος επενδύσει στις αναβαθμίσεις αυτού του όπλου τότε θα μπορεί να ξεπερνάει διάφορα σημεία με σχεδόν action τακτικές. Όχι ότι διεκδικεί βραβεία στο action κομμάτι, αλλά έστω με έναν υποτυπώδη τρόπο αποδίδει αυτές τις συγκρούσεις με μία κάποια ωμότητα και ένταση.
Σε αυτό βοηθάει ότι ένα βέλος είναι αρκετό για να πέσουν οι περισσότεροι εχθροί (στους κατάφρακτους πρέπει πρώτα να βρούμε τρόπο να τους ρίξουμε την πανοπλία), ενώ και η Amicia αντέχει μόλις δύο χτυπήματα (όπου έξυπνα το πρώτο χτύπημα απεικονίζεται ως, παρά τρίχα, αποφυγή). Με τους εχθρικούς στρατιώτες να έρχονται από διάφορες μεριές, απαιτούνται γρήγορες κινήσεις για την εξόντωσή τους και συχνά εναλλαγή του εξοπλισμού σε δευτερόλεπτα, οδηγώντας ορισμένες φορές σε σχετικά έντονες στιγμές δράσης.
Συνολικά βέβαια action και stealth βρίσκονται ουσιαστικά ως συνοδευτικό του οδοιπορικού και όχι το αντίθετο. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, όποιος ασχολήθηκε με το Innocence δεν θα πρέπει να περιμένει κάποια σημαντική εξέλιξη στον τομέα του stealth, αλλά ούτε και κάποιον πραγματικά σημαντικό εμπλουτισμό στο θέμα της δράσης.
Παρά τα συγκεκριμένα προβλήματα που επανέρχονται, η εμπειρία παραμένει ιδιαίτερα ευχάριστη δεδομένου ότι τουλάχιστον το Asobo Studio είχε την ικανότητα να μεταφέρει ένα σωστό ρυθμό με κατάλληλα τοποθετημένες στιγμές δράσης, εξερεύνησης, νηνεμίας και αφηγηματικών ιντερλουδίων, διατηρώντας έτσι αμείωτο το ενδιαφέρον από την αρχή έως το τέλος. Αναφέραμε παραπάνω ότι στον οπτικό τομέα η μηχανή γραφικών συνεχίζει να προσφέρει πανέμορφα αποτελέσματα, κάτι που οι δημιουργοί έχουν βελτιώσει ιδίως λόγω της ποικιλίας των τοποθεσιών και των εντυπωσιακών set pieces. Εκεί που ίσως δημιουργήσει προβληματισμό ή και εκνευρισμό, έχει να κάνει με την απόδοση στα 30 frames στην έκδοση των κονσολών, δίχως καμία δυνατότητα για επιλογή performance mode.
Αυτό το αναφέρουμε κυρίως προς ενημέρωσή σας, καθώς για τον γράφοντα τα 30 frames τελικά δεν είχαν ιδιαίτερη επίπτωση στην αποκόμιση της εμπειρίας. Σαφέστατα θα επιθυμούσαμε τη μεγαλύτερη ομαλότητα των 60 frames αλλά και στα 30 κάθε άλλο παρά προβληματική ήταν η αίσθηση που άφησε το A Plague Tale: Requiem. Ορισμένες φορές μπορεί να αντικρίσαμε κάποιες πτώσεις στο frame rate, αλλά αυτές ήταν σε λιγοστές εξαιρέσεις σε μία συνολική περιπέτεια που γενικά “έτρεχε” ομαλά και άνευ τεχνικών θεμάτων άξιων αναφοράς.
Εν κατακλείδι το A Plague Tale: Requiem αποτελεί ένα ακόμα αξιόλογο action-adventure από το Asobo Studio, που σίγουρα θα εκτιμήσουν όσοι είχαν μία θετική εμπειρία με το Innocence, παρόλο που την ίδια στιγμή θα αναγνωρίσουν ότι το gameplay παρέμεινε σχεδόν στάσιμο.
Ελπίζουμε ότι μελλοντικά το Asobo Studio θα αποφασίσει να επενδύσει σημαντικά στο θέμα του gameplay, ώστε πραγματικά να λάμψει ένα νέο παιχνίδι του στα ΑΑΑ μονοπάτια. Ως έχει, το δεύτερο παιχνίδι του franchise μεταφέρει μία έντονη εμπειρία και ένα έντονο και καλογραμμένο κλείσιμο της ιστορίας των Amicia και Hugo.
Το A Plague Tale Requiem κυκλοφορεί από τις 18/10/22 για PS5, PC, Xbox Series (και μέσω Game Pass) και Switch (Cloud Version). Το review μας βασίστηκε στην έκδοσή του για το PS5 με review code που λάβαμε από την AVE.