Η βραζιλιάνικη, τριμελής ομάδα της JoyMasher, παραμένει σταθερή στο ύφος των παιχνιδιών που αναπτύσσει. Για άλλη μία φορά πιάνουμε στα χέρια μας ένα παιχνίδι ξεκάθαρα arcade φιλοσοφίας, που θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί μέρος της βιβλιοθήκης κάποιας δεκαεξάμπιτης κονσόλας ή -πολύ απλά- να βρίσκεται στις καμπίνες των ουφάδικων, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 90.
Είναι μία συνταγή που η JoyMasher έχει κάνει κτήμα της, παραμένοντας επικεντρωμένη στην ουσία εκείνων των δισδιάστατων και γραμμικών platform, διατηρώντας την απλοϊκότητα του χειρισμού και την αμεσότητα του gameplay. Η αλήθεια είναι όμως ότι με το Vengeful Guardian Moonrider (εφεξής Moonrider) φαίνεται πλέον ότι η indie ομάδα έχει μάλλον φτάσει ένα δημιουργικό ταβάνι που ίσως αδυνατεί -ή δεν ενδιαφέρεται- να ξεπεράσει και ενδεχομένως να εμπλουτίσει.
Αυτό το συμπέρασμα έρχεται σε αντίθεση με την έως τώρα πορεία της JoyMasher, η οποία είχε έντονα σημάδια βελτίωσης ξεκινώντας από το πρωτόλειο Oniken, στη βελτιωμένη εκδοχή του με το Odallus: The Dark Call και φτάνοντας στο ιδιαίτερα διασκεδαστικό Blazing Chrome, ένα παιχνίδι ωδή στα Contra (ή Probotector αν προτιμάτε). Από την άλλη πλευρά, το Moonrider έρχεται ως ένα πλάγιο βήμα (και λίγο προς τα πίσω…) σε σχέση με το Blazing Chrome.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι το Moonrider αποτυχαίνει, καθώς παραμένει μία καθαρόαιμη και διασκεδαστική εμπειρία, από αυτές που μας έχει συνηθίσει η JoyMasher και μας ταξιδεύουν σε πιο απλές εποχές, ακόμα και όσον αφορά το πιο εύπεπτο είδος των γραμμικών platforms. Εντούτοις, θα λέγαμε ότι αυτή η στασιμότητα της εταιρίας τελικά έφερε στα χέρια μας ένα παιχνίδι που ναι μεν είναι διασκεδαστικό αλλά δεν φτάνει την τακτική του gameplay, την ποικιλομορφία του Blazing Chrome αλλά και το γενικότερο σχεδιασμό του.
Το Moonrider μας τοποθετεί σε έναν οργουελικό sci-fi κόσμο όπου παίρνουμε τον ρόλο ενός cyborg ninja (ότι πιο cool θα μπορούσε να υπάρχει στην εποχή των αρχών των 90s στα arcades). Σκοπός μας είναι να ρίξουμε τη διδακτορική κυβέρνηση, εξοντώνοντας σταδιακά διάφορα ισχυρά cyborgs. Φυσικά το σενάριο, ως είθισται για αυτήν την κατηγορία παιχνιδιών, βρίσκεται απλά για να μας εξηγήσει με τον πλέον απλοϊκό τρόπο ποιοι είμαστε και τι στόχο έχουμε.
Τυχόν αναφορές σε ταξικές διαφορές και ανισότητες, μέσω διαφόρων στατικών cutscenes, είναι τόσο αφελείς και υπεραπλουστευμένες που ίσως θα ήταν και καλύτερα να μην υπήρχαν. Αλλά ας το αφήσουμε κατά μέρος το όλο θέμα του σεναρίου καθώς ούτε επίπτωση μπορεί να έχει στην τελική αποτίμηση ενός τίτλου της συγκεκριμένης φιλοσοφίας και ούτε πιστεύουμε ότι ενδιαφέρει και κανέναν.
Το Moonrider χωρίζεται σε εννιά επίπεδα, τα έξι εκ των οποίων μπορούμε να ολοκληρώσουμε με όποια σειρά θέλουμε. Όπως συχνά προκύπτει σε παιχνίδια που δίνουν ελευθερία επιλογής στα επίπεδά τους, αυτή η προσέγγιση μεταφράζεται σε έναν επίπεδο βαθμό δυσκολίας, που γενικά κυμαίνεται σε αρκετά χαμηλά επίπεδα, ιδίως για το είδος του τίτλου (σημειωτέων ότι δεν υπάρχει δυνατότητα επιλογής βαθμού δυσκολίας).
Ο χαρακτήρας μας, ως γνήσιος cyborg ninja, έχει στον οπλισμό του ένα σπαθί και ορισμένες ειδικές ικανότητες που αποκτά σταδιακά (ως ένας άλλος Mega Man), έπειτα από την εξολόθρευση του τελικού boss από το εκάστοτε επίπεδο. Αυτές οι ειδικές ικανότητες είναι στην πλειοψηφία τους επιθετικές αν και κατά τη δική μας εμπειρία η αρχική (μία ακτίνα ηλεκτρισμού) κρίθηκε τελικά και η πιο αποτελεσματική. Το σίγουρο είναι ότι αυτές οι δυνάμεις δεν είναι σε θέση να φέρουν κάποια ιδιαίτερη ποικιλομορφία στο σύστημα της μάχης, αν και αυτό δεν είναι αναγκαία αρνητικό, καθώς έτσι διατηρείται η καλοδεχούμενη απλοϊκή φύση του gameplay.
Δεδομένου του “ninja” χαρακτηριστικού του πρωταγωνιστή εξαρχής μπορεί να πηδάει από τοίχο σε τοίχο κάτι που προσφέρει έναν αναγκαίο εμπλουτισμό στο platforming. Αποτελεί μία ακροβατική ικανότητα που είναι αρκετά εύχρηστη παρόλο που δεν κρύβει κάποια ιδιαίτερη έκπληξη στον τρόπο χρήσης της. Τις ικανότητες του χαρακτήρα μας ολοκληρώνουν η δυνατότητα για τρέξιμο, με τη δυνατότητα να καταλήξει σε μία ισχυρή επίθεση, καθώς και η κατακόρυφη κλωτσιά έπειτα από άλμα, μία ισχυρή κίνηση απέναντι από ορισμένους στρατιώτες, ικανή να τους εξολοθρεύσει με μόλις ένα χτύπημα.
Γενικά το σύστημα μάχης δεν προσφέρει οποιαδήποτε καινοτομία, αλλά κυμαίνεται σε προβλέψιμα μονοπάτια, κάτι που παραπέμπει στις παλιές εποχές των arcades, όπου ο χειρισμός φυσικά έπρεπε να έχει την απαιτούμενη απλότητα ώστε να γίνεται άμεσα κατανοητός. Ένα από τα σημεία όπου το παιχνίδι σκοντάφτει είναι στον αρκετά χαμηλό βαθμό δυσκολίας. Δεν επιθυμούσαμε βέβαια να αντικρίσουμε τα σαδιστικά μονοπάτια μίας άλλης εποχής, εντούτοις, στην προκειμένη περίπτωση η JoyMasher φαίνεται να μην κατάφερε να βρει μία καλή ισορροπία, κάτι δηλαδή που είχε επιτύχει με το Blazing Chrome.
Στο Moonrider θα τα βρείτε σκούρα σε ελάχιστες στιγμές, ενώ ιδιαίτερα μελανό σημείο αποτελεί η ευκολία με την οποία εξουδετερώνεται η πλειοψηφία των τελικών bosses, καθώς συχνά γίνεται να εξολοθρευθούν σχεδόν αποκλειστικά με τακτική button-mashing. Οποιαδήποτε ανάγκη για πιο τακτικό παίξιμο εναντίον αυτών των bosses χάνεται από το “απλόχερο” rating σύστημα, όπου για να πάρουμε το S (ο καλύτερος βαθμός στο τέλος του εκάστοτε επιπέδου) αρκεί να μην χάσουμε ούτε μία φορά (πιο εύκολο από ότι ακούγεται, τουλάχιστον για τα δεδομένα του είδους) και να επιτύχουμε ένα σχετικά καλό χρόνο.
Τουλάχιστον, υπάρχει μία αρκετά καλή ποικιλία από διαφορετικούς εχθρούς ενώ κάθε ένα επίπεδο περιέχει τουλάχιστον δύο bosses, ορισμένα εκ των οποίων προσφέρουν ρουτίνες ικανές να ωθήσουν σε ευχάριστες συγκρούσεις που απαιτούν διαρκή κινητικότητα. Επιπλέον, η ποικιλία των επιπέδων είναι καλή, μεταφέροντάς μας σε αρκετά διαφορετικά περιβάλλοντα, από δασικές περιοχές μέχρι ιπτάμενα φρούρια. Διάφορα από αυτά προσφέρουν ορισμένα καλοδεχούμενα gimmicks, όπως η μάχη πάνω σε ιπτάμενα σκάφη, αν και από την άλλη μεριά οι υποβρύχιες περιοχές, όπου η κίνηση επιβραδύνεται, θα μπορούσαν απλά να λείπουν (ευτυχώς αυτά τα σημεία είναι ελάχιστα).
Για άλλη μία φορά η JoyMasher εμπλουτίζει ελαφρώς τη συνταγή με ορισμένα ψευδοτρισδιάστατα επίπεδα, που λειτουργούν ως κλείσιμο ματιού σε ανάλογες τεχνικές της δεκαεξάμπιτης εποχής, τα οποία όμως είναι υπερβολικά απλοϊκά και τελικά δεν έχουν καμία άλλη έννοια ύπαρξης πέρα από ένα μικρό διάλειμμα από το κυρίως κομμάτι του παιχνιδιού.
Συνολικά το Moonrider θα διαρκέσει το πολύ μιάμιση με δύο ώρες και ίσως μία παραπάνω εάν κάποιος επιχειρήσει να ξεκλειδώσει τα achievements ή να κερδίσει την υψηλότερη βαθμολογία σε κάθε επίπεδο. Όπως και με τα προηγούμενα παιχνίδια της JoyMasher έτσι κι εδώ η ενασχόλησή μας κρίθηκε εν τέλει ευχάριστη, καθώς το Moonrider πατάει ικανοποιητικά πάνω στις εύπεπτες επιταγές του είδους και μας μεταφέρει πειστικά και νοσταλγικά στις παλιότερες εποχές των δισδιάστατων action platforms.
Δεν γίνεται όμως παρά να ξανατονίσουμε ότι αυτή η νέα πρόταση τελικά καταλήγει να είναι υποδεέστερη του Blazing Chrome και μία ένδειξη ότι εμφανίζονται έντονα σημάδια κόπωσης στην ολιγομελή ομάδα ανάπτυξης αλλά και έλλειψη ιδεών.
Το Vengeful Guardian Moonrider κυκλοφορεί από τις 12/01/23 για PS5, PS4, Switch και PC. To review μας βασίστηκε στην έκδοσή του PC, με review code που λάβαμε από την Cosmocover.