Το The Thaumaturge μάς μεταφέρει στη Βαρσοβία του 20ού αιώνα, όπου οι θαυματουργοί μπορούν να διαβάζουν τις σκέψεις και τις μνήμες ανθρώπων από αντικείμενα που έχουν αγγίξει. Ο Wictor Szulski, ένας θαυματουργός, ψάχνει για έναν ερημίτη που φημολογείται ότι μπορεί να ενδυναμώσει τη σχέση του με τον Salutor του.
Η πλοκή εξελίσσεται γύρω από συνωμοσιολογικές ομάδες και την πολιτική ένταση μεταξύ Πολωνών και Ρώσων. Παρόλα αυτά, η περιπέτεια δεν καταφέρνει να διατηρήσει το ενδιαφέρον λόγω της αδυναμίας της να αναπτύξει ενδιαφέρουσες ανατροπές και χαρακτήρες. Το τύπου turn-based gameplay προσφέρει λίγη ενασχόληση εκτός από τη συνεχή ενεργοποίηση της ικανότητας του Wictor. Συνολικά, το The Thaumaturge χάνει τη γοητεία του γρήγορα λόγω της ανικανότητάς του να αναπτύξει το lore και την πλοκή του.
Τη Fool’s Theory τη γνωρίσαμε πριν από 7 χρόνια, όταν κυκλοφόρησε το πρώτο της παιχνίδι, το φιλόδοξο, αλλά και προβληματικό, Seven: The Days Long Gone, μία περιπέτεια ισομετρικής προοπτικής που συνδύαζε open world στοιχεία, parkour, stealth και action. Σχετικά πρόσφατα μάθαμε ότι η Fool’s Theory ανέλαβε χρέη developer για την ανάπτυξη του remake του πρώτου The Witcher. Μία -φαινομενικά έστω- ταιριαστή επιλογή, αν αναλογιστούμε ότι βασικά στελέχη της ομάδας ανάπτυξης αποτελούσαν μέλη της CD Projekt κατά τη δημιουργία των Witcher 2 και 3.
Πριν όμως δούμε το παραπάνω φιλόδοξο εγχείρημα η Fool’s Theory μας φέρνει το The Thaumaturge, ένα RPG που, δυστυχώς, δημιουργεί κυρίως προβληματισμό για τις ικανότητες της ομάδας ανάπτυξης, καθώς φαίνεται για άλλη μία φορά πως δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις επιταγές του είδους με το οποίο καταπιάνεται.
Όπως και στο προηγούμενο παιχνίδι της, η προοπτική παραμένει ισομετρική, αλλά αυτή τη φορά επιχειρεί να περάσει στα RPG μονοπάτια, με έμφαση στην ανάπτυξη των χαρακτήρων και τη γραφή, όπου το σύστημα μάχης δίνει περισσότερο την εντύπωση του συνοδευτικού. Η βάση του lore είναι αναμφίβολα ενδιαφέρουσα, καταφέρνοντας να κερδίσει τις εντυπώσεις κατά τη διάρκεια του προλόγου.
Βρισκόμαστε στις αρχές του 20ου αιώνα, στη Βαρσοβία, σε μία Πολωνία που ακόμα βρίσκεται υπό την κυριαρχία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Παρόλο που δεν βρισκόμαστε σε ένα εναλλακτικό παρελθόν, στον κόσμο του The Thaumaturge υπάρχουν άνθρωποι, οι λεγόμενοι “θαυματουργοί”, που έχουν την υπερφυσική ικανότητα να αντιλαμβάνονται τις σκέψεις, τα λεγόμενα και τι αναμνήσεις διαφόρων ανθρώπων απλά και μόνο εξετάζοντας οποιοδήποτε αντικείμενο έχουν ακουμπήσει.
Το παραπάνω όμως δεν αποτελεί την πιο εξωπραγματική ικανότητα, καθώς από νωρίς μαθαίνουμε ότι εάν ένα άτομο διαμορφώσει πολύ έντονα ένα αρνητικό προσωπικό ελάττωμα, όπως αυτό της άκρατης υπερηφάνειας, τότε ένα ανθρωπόμορφο ον (ονόματι Salutor), που αντικατοπτρίζει αυτό το ελάττωμα, προσκολλάται πάνω του. Εντούτοις, μόνο ένας θαυματουργός μπορεί να αντιληφθεί την παρουσία ενός Salutor.
Έχοντας ως βάση τα παραπάνω εξωπραγματικά στοιχεία, δίνεται εύλογα η εντύπωση ότι θα έχουμε μπροστά μας μία ευφάνταστη περιπέτεια. Η εισαγωγή μας βρίσκει σε ένα ορεινό χωριό της Πολωνίας όπου ο Wictor (“με W και όχι με V”) Szulski προσπαθεί να βρει έναν φημολογούμενο ερημίτη που έχει την ικανότητα να ενδυναμώσει τη σχέση μεταξύ του Wictor και του Salutor του. Η εισαγωγή καταφέρνει να κεντρίσει το ενδιαφέρον, δίνοντας ενδιαφέρουσες πληροφορίες γύρω από αυτά τα μεταφυσικά στοιχεία.
Η μυστηριώδης φιγούρα που αναζητούμε σύντομα θα αποδειχθεί ότι είναι ο διαβόητος Ρασπούτιν, ο οποίος θα μας ακολουθήσει, ως ένας νέος φίλος, πίσω στη Βαρσοβία, τη γενέτειρα του Wictor. Η επιστροφή μας συνοδεύεται από την είδηση του θανάτου του πατέρα του Wictor, μία αυστηρή φιγούρα, για την οποία ο πρωταγωνιστής δεν χάνει στιγμή να μας ενημερώνει ότι ο θάνατός του αποτελεί ένα χαρμόσυνο γεγονός.
Ουσιαστικά σε αυτό το σημείο θα ξεκινήσει η βασική πλοκή, καθώς ο Szulski ο πρεσβύτερος ήταν και ο ίδιος θαυματουργός, οι πολύτιμες σημειώσεις του οποίου εξαφανίστηκαν λίγο μετά τον ύποπτο θάνατό του. Η πλοκή του The Thaumaturge περιστρέφεται γύρω από συνωμοσιολογικές ομάδες ανθρώπων και συμμοριών που καταδυναστεύουν τους δρόμους της Βαρσοβίας, σε μία ιστορία που είναι παράλληλα έντονα φορτισμένη πολιτικά, λόγω της έντασης μεταξύ Ρώσων και Πολωνών.
Εάν τα παραπάνω σας φαίνονται ενδιαφέροντα, δυστυχώς η γραφή και η ίδια η πλοκή σύντομα θα σας πείσουν για το αντίθετο. Ο προαναφερθέντας και αρκετά καλοστημένος πρόλογος δίνει τη θέση του σε ατέρμονες περιηγήσεις στους δρόμους της Βαρσοβίας, σε μία ιδιαίτερα κουραστική σεναριακή εξέλιξη, άνευ ιδιαίτερων ανατροπών ή εκπλήξεων.
Το μυστήριο και η έρευνα γύρω από τον θάνατο του πατέρα του Wictor αργεί απελπιστικά να αποδώσει καρπούς, και εν τέλει οι αποκαλύψεις δεν οδηγούν σε κάτι αξιομνημόνευτο. Οι έτεροι σημαντικοί χαρακτήρες που θα συναντήσει ο Wictor, όπως η αδελφή του αλλά και ένας παιδικός του φίλος, που έχει ανέλθει πλέον στις τάξεις του υποκόσμου, καταφέρνουν ελαφρώς να πλέξουν μία σχετικά ενδιαφέρουσα σχέση με τον πρωταγωνιστή, αλλά τελικά χάνονται ανάμεσα στις προβλέψιμες εξελίξεις και την εντελώς επίπεδη σεναριακή ροή.
Σε ένα παιχνίδι που βασίζεται πρωτίστως στην αφήγηση, δεδομένου ότι τα αμιγώς gameplay στοιχεία είναι ελάχιστα, δεν γίνεται παρά να αποτελεί ένα σημαντικό θέμα η αδυναμία δημιουργίας ενδιαφέροντος για τα τεκταινόμενα. Από την άλλη πλευρά, τουλάχιστον ορισμένα εκτενή side quests προσφέρουν κάποιες καλογραμμένες αυτοτελείς ιστορίες.
Ίσως αυτό μαρτυρά ότι η Fool’s Theory απλά δεν είχε τα μέσα για να υποστηρίξει μία ιστορία μεγαλύτερης διάρκειας, λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτές οι προαιρετικές και μικρού μήκους ιστορίες δείχνουν περισσότερο συγκροτημένες και ταιριαστές με τον λιτό σχεδιασμό.
Ως προς το τελευταίο, είναι εμφανές ότι η Fool’s Theory είχε συγκεκριμένα όρια για τον σχεδιασμό διαφόρων πτυχών του παιχνιδιού. Είναι κάτι που γίνεται εμφανές από τον ίδιο τον σχεδιασμό της Βαρσοβίας, χωρισμένη σε λιγοστές επιμέρους περιοχές. Η αρχιτεκτονική μεταφέρεται όμορφα μέσα από την πάντα ελκυστική, ισομετρική προοπτική, αλλά από την άλλη πλευρά, μόλις μετά βίας καταφέρνει να περάσει την αίσθηση του ζωντανού περιβάλλοντος.
Οι περισσότεροι κάτοικοι είναι αρκετά στατικοί ως προς τις τυπικότατες ρουτίνες τους, ενώ ακόμα πιο σοβαρό ατόπημα, σχετικά με τη “ζωντάνια” της πόλης, αποτελούν τα φτωχά ηχητικά εφέ.
Η κατάσταση δεν γίνεται καλύτερη στο θέμα των ηθοποιών, οι οποίοι δεν πείθουν στην απόδοση των χαρακτήρων τους, ούτε φαίνεται συχνά να έχει γίνει η σωστή καθοδήγηση για τα συναισθήματα που πρέπει να επιδείξουν ανάλογα με την έκβαση της εκάστοτε cutscene. Δυστυχώς, σε ένα παιχνίδι που ρίχνει τόσο πολύ το βάρος του στους διαλόγους, αυτό δεν γίνεται παρά να ζημιώνει σε μεγάλο βαθμό την πιθανότητα δεσίματος με τους χαρακτήρες.
Περνώντας στο gameplay του The Thaumaturge, ως ένας μηχανισμός εμβάθυνσης της εξερεύνησης υπάρχει η ειδική ικανότητα του Wictor να διαισθάνεται αντικείμενα ιδιάζουσας σημασίας στον χώρο, από τα οποία μπορεί να εξάγει σημαντικά συμπεράσματα χάρη στις ικανότητές του ως θαυματουργός.
Σε gameplay όρους αυτό δεν σημαίνει τίποτα παραπάνω από το διαρκές πάτημα του κουμπιού για την ενεργοποίηση αυτής της 6ης αίσθησης, που τον βοηθάει να εντοπίζει, δίχως την παραμικρή δυσκολία, όλα τα σημεία ενδιαφέροντος. Εδώ υπάρχει μία σχετικά ενδιαφέρουσα πτυχή, που αφορά στο διάβασμα των αντικειμένων, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία αυτών συνοδεύεται από μία περιγραφή που δίνει πληροφορίες για τις σκέψεις του ατόμου που είχε στην κατοχή του το εκάστοτε αντικείμενο.
Πραγματικά είναι αξιέπαινος ο ζήλος της Fool’s Theory στην επιμονή της να αποτυπώσει σε τόσο μεγάλο βαθμό αυτήν την ειδική ικανότητα του Wictor, μέσα από δεκάδες κείμενα που συνοδεύουν την εύρεση κάθε λογής αντικειμένου. Εν τέλει, όμως, αυτός ο μηχανισμός καταλήγει ως μία χαμένη ευκαιρία. Το συνεχές διάβασμα αυτών των κειμένων σταδιακά ατονεί, όταν δηλαδή αρχίζει να γίνεται κατανοητό ότι οι επιφανειακοί χαρακτήρες και η αδύναμη πλοκή δεν είναι σε θέση να υποστηρίξουν τη διαρκή ανάγνωση μεγάλων κειμένων.
Ως μία προσπάθεια να εμπλουτιστεί η περιπέτεια με δράση, έχει εισαχθεί και ένα turn-based σύστημα μάχης, που, όπως και το σενάριο, αρχίζει ως ενδιαφέρον αλλά καταλήγει να είναι εξίσου αδιάφορο. Ο Wictor έχει πάντα στο πλευρό του τον Salutor, που λειτουργεί ουσιαστικά ως companion μας, με τις δικές του ειδικές ικανότητες. Σταδιακά θα εντοπίσουμε ορισμένους ακόμα Salutor, τους οποίους μπορούμε να εναλλάσσουμε άμεσα κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων.
Οι εχθροί που θα συναντήσετε είναι στο 99% άνθρωποι, με απειροελάχιστες διαφοροποιήσεις στις ικανότητές τους. Η όποια προσπάθεια εμβάθυνσης έρχεται από ορισμένα resistances τους, τα οποία δύναται να απενεργοποιήσουμε αν τους επιτεθούμε με συγκεκριμένους Salutors.
Αν και υπάρχει μία συμπαθητική βάση για το σύστημα μάχης, με ορισμένες καλές ιδέες, τελικά καταλήγει να είναι απλά διεκπαιρεωτική. Πώς θα μπορούσε να ήταν διαφορετική η κατάσταση όταν οι εχθροί είναι πανομοιότυποι στις συμπεριφορές τους, κάτι που οδηγεί, με μαθηματική ακρίβεια, στην επανάληψη των ίδιων τακτικών στην πλειοψηφία των συγκρούσεων.
Συνολικά, το The Thaumaturge δεν καταφέρνει ποτέ να χτίσει πάνω στα δουλεμένα lore θεμέλιά που θέτει η εισαγωγή, καταλήγοντας σε μία περιπέτεια που χάνει γρήγορα το ενδιαφέρον της. Δυστυχώς, η Fool’s Theory φαίνεται πως είτε δεν μπορούσε να δημιουργήσει τα απαραίτητα set pieces και ποικίλα περιβάλλοντα ικανά να της επιτρέψουν να πλέξει μία πλοκή με περισσότερη ίντριγκα και εξελίξεις, είτε απλά η συγγραφική της ομάδα δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί τις βάσεις του lore.
Το παραπάνω ερωτηματικό βέβαια ελάχιστη σημασία έχει όταν το τελικό αποτέλεσμα οδηγεί σε ένα κουραστικό σύνολο, όπου το κουμπί για το skip των διαλόγων δείχνει ολοένα και πιο ελκυστικό.
To The Thaumaturge κυκλοφορεί από τις 4/3/23 για PC, PS5 και Xbox Series. Το review μας βασίστηκε στην έκδοσή του για PC, με review code που λάβαμε από την 11 Bit Studios.