Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις παιχνιδιών, ανεπτυγμένων από σόλο δημιουργούς, που είναι πραγματικά αξιέπαινε. Από τη μία γιατί όντως προσφέρουν εξαιρετικές εμπειρίες, και από την άλλη επειδή είναι εντυπωσιακό να βλέπει κανείς ποιοτική δουλειά υψηλού επιπέδου κυρίως από ένα και μόνο άτομο (όπως στις περιπτώσεις των Ghost of a Tale ή Chained Echoes, μεταξύ άλλων). Εντούτοις, αυτή η σόλο προσέγγιση στην ανάπτυξη παιχνιδιών δεν αρκεί από μόνη της για να οδηγήσει σε επευφημίες, ανεξάρτητα αν κατανοεί ο καθένας ότι για να υλοποιηθεί ακόμα και ένα φαινομενικά απλό παιχνίδι, όπως τα Pac-Man και Tetris, χρειάζονται κόπος και γνώσεις.
Όπως καταλαβαίνετε, το Hollowbody, της μονομελούς Headware Games (εκ της Αγγλίας), αποτελεί μία survival horror προσπάθεια που δύσκολα θα μπορούσε να της αποδώσει κανείς θετικό πρόσημο για οποιονδήποτε άλλο λόγο πέρα από το ότι το αναπτύχθηκε από έναν δημιουργό. Μάλιστα, εν λόγω δημιουργός μπαίνει στα βαθιά ενός απαιτητικού είδους, δυσχεραίνοντας ακόμα περισσότερο το όλο εγχείρημα καθώς ξεκάθαρα επιχειρεί να προσεγγίσει σε ύφος τη σειρά Silent Hill.
Βρισκόμαστε σε μία μελλοντική Αγγλία, πολλές δεκαετίες έπειτα από το σήμερα, όπου ένας θανατηφόρος ιός έχει οδηγήσει στην πλήρη καταστροφή διάφορα αστικά κέντρα. Η εισαγωγή μάς δίνει τον έλεγχο της Sasha, μία επιστήμονας που – μαζί με την ολιγομελή ομάδα της – ερευνά σχετικά με τον ιό σε μία παραθαλάσσια περιοχή. Έπειτα από μερικά λεπτά και κατά το ψάξιμο ενός μέλους της ομάδας της που είχε χαθεί, θα αντικρύσει ένα τρομακτικό θέαμα και ευθύς αμέσως η ιστορία θα μεταφερθεί στην αδερφή της, την Mica, που θα είναι και ο βασικός χαρακτήρας για το υπόλοιπο του παιχνιδιού.
Η Mica θα οδηγηθεί σε μία, post-apocalyptic φύσης, πόλη, μεταβαίνοντας εκεί με ένα ιπτάμενο αυτοκίνητο, φέρνοντας έτσι εικόνες από το Blade Runner. Μία ανώμαλη προσγείωση μετά, θα χρειαστεί να διανύσει μία αρκετά μεγάλη απόσταση με τα πόδια, προκειμένου να βρεθεί στο τελευταίο σημείο από όπου είχε επικοινωνήσει μαζί της η Sarah. Αν και η sci-fi πρόγευση, που δίνεται μέσω του ιπτάμενου αυτοκινήτου, δημιουργεί την εντύπωση ότι το θέμα της τεχνολογίας θα μπορούσε να είναι ένα στοιχείο διαφοροποίησης για το παιχνίδι, εν τέλει, αυτή η εισαγωγική σκηνή καταλήγει να είναι η μόνη που παραπέμπει σε sci-fi σκηνικά.
Στο υπόλοιπο σκέλος του Hollowbody, εάν πληροφορούμασταν ότι η δράση λαμβάνει χώρα σε μία σημερινή κατεστραμμένη πόλη δεν θα έκανε καμία απολύτως διαφορά. Άλλωστε, μέσα στα εγκαταλελειμμένα κτήρια βρίσκουμε οικιακές συσκευές (λόγου χάρη τηλεοράσεις) που θα λέγαμε ότι παραπέμπουν σε προηγούμενες δεκαετίες και όχι στη σημερινή εποχή, όπου υποτίθεται ότι η συγκεκριμένη πόλη καταστράφηκε, ενώ και ο εξοπλισμός της Mica δεν περιέχει οτιδήποτε υψηλής τεχνολογίας.
Τα πρώτα τμήματα της ολιγόωρης περιπέτειας (περίπου 3-4 ώρες συνολική διάρκεια) θα μας βρουν σε μία εγκαταλελειμμένη πολυκατοικία, ένα εκτενές κομμάτι του Hollowbody, τόσο επαναλαμβανόμενο και άνευ ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, που δεν γίνεται παρά να δημιουργήσει εξαρχής μία αρνητική εικόνα. Σε κάνε έναν από τους 3 ευμεγέθεις ορόφους υπάρχουν διάφορα δωμάτια που μπορούμε να μπούμε, όλα εκ των οποίων έχουν σχεδόν πανομοιότυπη δομή και διακόσμηση. Από τη μία πλευρά αυτό συμβαδίζει με την εικόνα που θα είχε μία εργατική πολυκατοικία, από την άλλη όμως αυτό δεν αναιρεί το γεγονός της μονοτονίας.
Υπάρχουν αρκετοί χώροι όπου απλά ενδέχεται να μην περιέχουν ούτε ένα αντικείμενο, δείχνοντας απλά ότι βρίσκονται εκεί απλά για να βρίσκονται. Παράλληλα, τα διάφορα σχόλια της Mica δείχνουν εκτός τόπου και χρόνου, όπως “και να με πλήρωναν δεν θα κοιμόμουν εδώ” ή “αναρωτιέμαι πόσο καιρό έχουν να πλυθούν αυτά τα σεντόνια”, σε δωμάτια που υποτίθεται ότι έχουν εγκαταλειφθεί εδώ και δεκαετίες.
Φυσικά, δεν θα αργήσουν να εμφανιστούν και τα τέρατα, άνθρωποι δηλαδή που μάλλον έχουν μολυνθεί από τον ιό και πλέον αποτελούν αιμοβόρες υπάρξεις. Η πρώτη επαφή με ένα από αυτά τα τέρατα είναι σχετικά καλοσχεδιασμένη σκηνοθετικά, αλλά από εκεί και πέρα δεν υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο στις συγκρούσεις, οι οποίες μας μεταφέρουν στα survival horror της εποχής του πρώτου PlayStation.
Με λίγα λόγια, αναμονή μέχρι να μας πλησιάσει το εκάστοτε τέρας ώστε να το χτυπήσουμε με το melee όπλο που έχουμε στα χέρια μας. Τουλάχιστον βρίσκουμε αρκετά πυρομαχικά για το πιστόλι ή την καραμπίνα, ώστε στην πλειοψηφία των περιπτώσεων η μάχη να γίνεται ακόμα πιο απλή υπόθεση αν και δίχως την παραμικρή υποψία τακτικής.
Στο σύνολο της περιπέτειας θα βρεθούμε αντιμέτωποι με τέρατα που περπατούν ράθυμα, δίχως να δημιουργούν κάποια πρόκληση, κάτι που κατ’ επέκταση αναιρεί την αίσθηση του άγχους που θα έπρεπε να φέρνουν με την εμφάνισή τους. Στα εξωτερικά περιβάλλοντα, στους δρόμους της πόλης, δεν θα μπορούσε να λείπει και η εμφάνιση άγριων σκυλιών, η A.I. των οποίων όμως είναι τόσο προβληματική, που πραγματικά έπρεπε να το προσπαθήσουμε από τη δική μας πλευρά για να μας πετύχουν. Δίχως υπερβολή, τα σκυλιά τα αφήναμε να τρέχουν τριγύρω μας, αντί να τα εξοντώνουμε, προκειμένου να μας κρατάνε παρέα στις αρκετά μεγάλες διαδρομές που έπρεπε να καλύψουμε μεταξύ κτηρίων.
Η σεναριακή συνοχή επίσης υστερεί αρκετά, παραμένοντας επιφανειακή και προβληματική. Σε ένα κομβικό σημείο της ιστορίας, ένας συνεργάτης της Mica την προτρέπει, μέσω ασυρμάτου, να πάει στο μετρό, αλλά αντί αυτού τα objectives θα μας ωθήσουν σε ένα τυχαίο σπίτι, απλά και μόνο γιατί βρίσκουμε τα κλειδιά του σε ένα πάρκο και στη συνέχεια, δίχως κάποια εξήγηση, θα πρέπει να μεταβούμε σε μία εκκλησία.
Τουλάχιστον, σε αυτές τις τοποθεσίες υπάρχουν κάποια ψήγματα ενός παιχνιδιού που θα μπορούσε με (πολύ) περισσότερη δουλειά να μεταφέρει μία ουσιαστική horror ατμόσφαιρα. Κάποιες, ωραία τοποθετημένες, παραισθήσεις και 1-2 συμπαθητικοί γρίφοι, αν και με ελάχιστη πρόκληση, έρχονται ως λιγοστά διαλείμματα ανάμεσα από το υπόλοιπο κομμάτι της εμπειρίας, που απλά καταλήγει κουραστικό, επαναλαμβανόμενο και παρωχημένο.
Με τη σειρά του, ο οπτικός τομέας παραπέμπει σε προηγούμενες γενιές, με το εικαστικό ντύσιμο να μην είναι σε θέση να αντισταθμίσει την κατάσταση. Το δίχως άλλο δεν αρκεί μία μουντή χρωματική παλέτα και σκοτάδια για να δημιουργηθεί horror ατμόσφαιρα. Έντονα προβληματική είναι και η κάμερα. Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, ο δεξιός αναλογικός μοχλός μπορεί μόνο να περιστρέψει ελάχιστα την οπτική γωνία.
Εάν, για παράδειγμα, ο χαρακτήρας μας κάνει στροφή 180 μοιρών, ο μόνος τρόπος για να περιστρέψουμε την κάμερα είναι να πατήσουμε μέσα τον δεξί αναλογικό μοχλό. Είναι μία προσέγγιση από την πλευρά του δημιουργού που απλά κουράζει, με την εκκεντρικότητά του να μην προσδίδει το παραμικρό.
Ο ηχητικός τομέας, με τη σειρά του, είναι απλά αδύναμος, αν και τουλάχιστον οι ηθοποιοί που χαρίζουν τις φωνές τους κάνουν τίμια δουλειά. Τα ηχητικά εφέ των μενού αποτελούν απλή αντιγραφή αυτών των Silent Hill, ένα “δάνειο”, αν είμαστε επιεικείς, που δεν λειτουργεί προς όφελος του παιχνιδιού.
Εν κατακλείδι, το Hollowbody δεν είναι κάτι περισσότερο από ένα κακέκτυπο του Silent Hill. Δυστυχώς, ελάχιστες αναλαμπές υπάρχουν στο σύνολο της εμπειρίας, που σίγουρα δεν είναι σε θέση να πείσουν ακόμα και τον πιο σκληροπυρηνικό fan να ασχοληθεί.
Το Hollowbody κυκλοφορεί από τις 12/9/24 για PC. Το review μας βασίστηκε σε review που λάβαμε από τη Headware Games.