Δεν θα ξεκινήσουμε αυτό το κείμενο με μια ακόμα αναφορά στη μέχρι τώρα πορεία της σειράς Monster Hunter για τη βιομηχανία. Η ιδέα της Capcom για μια πιο hardcore προσέγγιση στο είδος του monster hunting κατάφερε και βρήκε πρόσφορο έδαφος σε παγκόσμιας κλίμακας κοινό, εμπλουτίστηκε με ιδέες και εξελίχθηκε μέσα στα χρόνια, καθιστώντας την ως ένα από τα πιο σημαντικά ΙΡ στο οπλοστάσιό της. Σε αυτό το διάστημα εξέλιξης ήταν λογικό να εξερευνηθούν και άλλες επιλογές που θα μεγάλωναν ακόμα περισσότερο τη σειρά, ακόμα και το target group της. Spin-offs τις αποκαλούμε στη βιομηχανία. Κάποιες από αυτές τα καταφέρνουν και επιβιώνουν, άλλες, πάλι, όχι. Το Monster Hunter Stories 2: Wings of Ruin, που ξεκίνησε ως ένα spin-off, φαίνεται πως δεν θα μοιραστεί τη μοίρα των τελευταίων.
Ακολουθώντας περισσότερο μια JRPG από μια action προσέγγιση, και με άρωμα από monster collecting σειρές, το πρώτο Stories κατάφερε να επεκτείνει το σύμπαν της σειράς, προσθέτοντας την ύπαρξη των Καβαλάρηδων (Riders), ταυτόχρονα με τους Κυνηγούς (Hunters). Δύο διαφορετικές ομάδες, με διαφορετικό modus operandi, αλλά με παρόμοια, σχεδόν, κίνητρα, τα οποία και επιδιώκουν στην επικράτηση της παγκόσμιας ειρήνης, τάξης και ασφάλειας. Έτσι, τέσσερα χρόνια μετά, ένα δεύτερο κεφάλαιο στον σύμπαν των Stories έρχεται να αφηγηθεί μια νέα ιστορία, που επιχειρεί να μας ταξιδέψει ξανά στο σύμπαν των τεράτων, υπό τη σκοπιά ενός νέου οδηγού, σε έναν νέο κόσμο.
Τα πράγματα δεν είναι ήρεμα σε αυτόν τον κόσμο. Η ηρεμία απειλείται από την εμφάνιση φλεγόμενων λάκκων, οι οποίοι εκπέμπουν ένα έντονο, κόκκινο φως που εξαγριώνει τα τέρατα και τα κάνει να χάσουν τον έλεγχο. Σε αυτόν τον κόσμο, ο πρωταγωνιστής θα ξεκινήσει ως ένας αρχάριος καβαλάρης και θα κληθεί να λύσει το μυστήριο αυτών των λάκκων. Άλλωστε, ένα καθήκον βαραίνει τους ώμους του – το καθήκον του να υπηρετήσει σωστά το όνομα της οικογένειάς του και να φανεί αντάξιος του παππού του, του θρυλικού καβαλάρη Red, ο οποίος είχε επιχειρήσει να λύσει το ίδιο μυστήριο πριν από πολλά χρόνια, με τραγικές ωστόσο συνέπειες.
Στη συνάρτηση αυτή προσθέτουμε και την εκκόλαψη ενός Rathalos – ένα αυγό που έρχεται στην κατοχή του πρωταγωνιστή και σχετίζεται με μια αρχαία προφητεία για το τέλος του κόσμου. Σύμφωνα με την προφητεία, το τέλος θα έρθει όταν ο Rathalos του πεπρωμένου απλώσει τα Φτερά του Χαμού (Wings of Ruin) πάνω από τον κόσμο, εξαπολύοντας ανυπολόγιστες καταστροφές. Έτσι, το ταξίδι συνεχίζεται, με τον πρωταγωνιστή να προσπαθεί να πείσει τους κατοίκους ότι ο δεσμός Καβαλάρη και Τέρατος βρίσκεται πάνω από κάθε προφητεία και κάθε προκατάληψη καθώς οδηγείται σταδιακά στην αλήθεια, ενώ παράλληλα γίνεται και στόχος περιπλανώμενων ομάδων Κυνηγών αλλά και μιας μυστηριώδους ομάδας, καθοδηγούμενη από έναν χαρακτήρα που έχει τις δικές του βλέψεις για το Rathalos.
Από όποια πλευρά και αν το δούμε, το Monster Hunter Stories 2: Wings of Ruin είναι ένας τίτλος γεμάτος κλισέ. Πλήττεται από τα γνώριμα εκείνα κλισέ που κάνουν την ιστορία εύκολα προβλέψιμη από ένα σημείο και μετά. Βρίθει κλισέ στοιχείων παρουσίασης χαρακτήρων, που περιλαμβάνει σχεδόν πάντα την ίδια συνταγή: τον σιωπηλό πρωταγωνιστή, τον φλύαρο και αφελή σύντροφο, τους στωικούς villains με τα κρυμμένα κίνητρα, ακόμα και τους φαφλατάδες, παρεξηγημένους χαρακτήρες που αλλάζουν γνώμη για την κατάσταση την τελευταία στιγμή.
Το ίδιο το gameplay είναι ένα κλισέ από μόνο του, καθώς μεταφέρει ατόφιο όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που έχουμε δει μέσα στα χρόνια σε όλα τα turn-based JRPGs. Είτε αντιμετωπίζουμε εχθρικούς στρατιώτες, τερατάκια τσέπης, είτε τα βάζουμε με δαίμονες, gameplay στοιχεία όπως το grinding αποτελούν κοινούς παρονομαστές στο είδος, που απλά από ένα σημείο και μετά μαθαίνουμε να συμπλέουμε μαζί τους, χωρίς να εξετάζουμε το πως και το γιατί εξακολουθούν και μεταφέρονται από γενιά σε γενιά.
Πώς, όμως, εξηγείται το γεγονός ότι καταφέραμε και ολοκληρώσαμε το Monster Hunter Stories 2: Wings of Ruin σπάζοντας το όριο των 60 και πλέον ωρών που θέλει η ιστορία του για να προβάλει τους τίτλους τέλους; Πώς καταφέρνει το παιχνίδι, εν τέλει, να μας αφήνει μια πολύ γλυκιά γεύση ικανοποίησης, παρά το συστηματικό εκμοντερνισμό του gameplay και την υιοθέτηση νορμών που κανονικά δεν θα έπρεπε να έχουν θέση; Πώς το Monster Hunter Stories 2: Wings of Ruin καταφέρνει εύκολα να αποτελεί μια σύγχρονη παρακαταθήκη της Capcom, ακόμα και αν ο πυλώνας της έχει χτιστεί πάνω στην εποποιία του Rathalos (για ακόμα μια φορά) και στις action καταβολές μιας σειράς όπως το Monster Hunter;
Η απάντηση, θεωρούμε, πως έρχεται σχεδόν αβίαστα. Το Monster Hunter Stories 2: Wings of Ruin δεν είναι παρά η JRPG απεικόνιση της gameplay συνταγής που χαρακτηρίζει την action μητρική σειρά, με όλο του το βάθος, τη στρατηγική, τους crafting μηχανισμούς… κοντολογίς, όλα εκείνα τα στοιχεία που έχουν πείσει τις εκατοντάδες χιλιάδες των παικτών μέσα στα χρόνια για να ασχοληθούν με το επαγγελματικό κυνήγι τεράτων. Και από τη στιγμή που δύο διαφορετικά είδη ενώνονται τόσο αποτελεσματικά, το τελικό αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να απογοητεύσει.
Από την εποχή του πρώτου τίτλου στο PS2, το κομμάτι του κόσμου έχει περάσει σε άλλο επίπεδο. Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού θα ταξιδέψουμε σε πέντε διαφορετικά περιβάλλοντα, το κάθε ένα με τα δικά του χαρακτηριστικά και τις δικές του προκλήσεις. Για παράδειγμα, το ταξίδι μέσα από μια ηφαιστειακή ζώνη θα μας αναγκάσει να πάρουμε τις κατάλληλες προφυλάξεις έξω και κατά τη διάρκεια της μάχης, έτσι ώστε να αποφύγουμε να λάβουμε ζημιά περιβάλλοντος.
Η Capcom, φαινομενικά, μας προσφέρει μια αίσθηση ανοικτού κόσμου στον συνολικό σχεδιασμό – επί της ουσίας, όμως, έχουμε να κάνουμε με αρκετά μεγάλα περιβάλλοντα, μεγάλα για να μπορούν να φιλοξενήσουν τους πληθυσμούς των τεράτων που ενδημούν, τους θησαυρούς, τις φωλιές αλλά και τους γρίφους που απαιτούν την κατοχή συγκεκριμένων τεράτων στην ομάδα μας, με συγκεκριμένα field abilities που υπερνικούν κάθε γρίφο περιβάλλοντος. Αν και οι επιλογές μας είναι πολύ πιο περιορισμένες στην αρχή του παιχνιδιού, εν τέλει δεν θα υπάρξει ούτε μία γωνία σε αυτόν τον κόσμο που να είναι ανεξερεύνητη, απροσπέλαστη, με κρυφά μυστικά.
Με τα κατάλληλα τέρατα στην κατοχή μας θα μπορούμε να πηδήξουμε λάκκους, να σκαρφαλώσουμε σε τοίχους, να κολυμπήσουμε, να σκάψουμε βαθιά, ακόμα και να πετάξουμε στους αιθέρες. Το παιχνίδι, από ένα σημείο και μετά, δεν πρόκειται να βάλει άλλα εμπόδια στο δρόμο μας. Και κάπως έτσι τίθενται οι βάσεις για να συνεχιστεί το ταξίδι μας, στις περιοχές και τα περιβάλλοντα του κόσμου. Θα σφαγιάσουμε τέρατα που θα τολμήσουν να σταθούν εμπόδιο στο ταξίδι μας, ή τέρατα που έρχονται να απειλήσουν τις κοινότητες και τους κατοίκους του κόσμου.
Θα ολοκληρώσουμε mini quests που θα μας ανταμείψουν με πρόσθετους πόντους εμπειρίας, αλλά και πολύτιμα, για την περιπέτειά μας, αντικείμενα. Θα συλλέξουμε υλικά που θα χρησιμοποιήσουμε για την κατασκευή και την αναβάθμιση όπλων και πανοπλιών, ικανά για να μας βοηθήσουν να ανταπεξέλθουμε στις πιο δύσκολες αναμετρήσεις. Θα εξερευνήσουμε σπηλιές και φωλιές, οι οποίες θα μας δώσουν τη δυνατότητα να συλλέξουμε κοινά και σπάνια αυγά τεράτων, τα οποία εκκολάπτονται και μας προσφέρουν ένα νέο τέρας.
Τα νέα τέρατα μπορούμε να τα προσθέσουμε στην ομάδα μας, να τα στείλουμε σε εκστρατείες (Expeditions) από τις οποίες θα κερδίσουν εμπειρία και αντικείμενα, ακόμα και να τα θυσιάσουμε για να μεταφέρουμε γονίδιά τους σε τέρατα που είναι ακόμα πιο πολύτιμα για εμάς. Πολλές οι επιλογές, λοιπόν, που προσφέρει το παιχνίδι. Και κάθε ταξίδι, κάθε μάχη, κάθε πρόκληση αποτελούν ένα ακόμα βήμα που οδηγεί στην πληρέστερη κατανόηση του σύμπαντος όπου και εκτυλίσσεται ο τίτλος – ένας τίτλος τόσο διαφορετικός, αλλά και τόσο όμοιος με την core σειρά, που τελικά αποτελεί την άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος.
Είναι αναμενόμενο ότι το Monster Hunter Stories 2: Wings of Ruin στερείται της δράσης που χαρακτηρίζει τα παιχνίδια της κεντρικής σειράς. Ο παίκτης που θα επιχειρήσει να έρθει με τις ίδιες ακριβώς προσδοκίες που βλέπουμε στους main series τίτλους, θα απογοητευτεί. Όμως, κατά ένα παράδοξο τρόπο, η αγωνία εξακολουθεί να είναι φύσει χαρακτηριστικό και αυτού του παιχνιδιού. Μπορεί να μην έχουμε τις εντυπωσιακές, ζόρικες και απαιτητικές συμπλοκές με τα τέρατα, αλλά έχουμε το ίδιο έντονες αναμετρήσεις, με το στοιχείο της έκπληξης να εμπλουτίζει την εμπειρία μας.
Ο gameplay πυρήνας της μάχης είναι απόλυτα απλός και εύπεπτος. Ένα σύστημα «πέτρα-ψαλίδι-χαρτί» είναι η πυξίδα για να επιβιώσουμε από τις μάχες. Το στοιχείο της Ταχύτητας νικά το στοιχείο της Δύναμης, αλλά χάνει από το στοιχείο της Τεχνικής, το οποίο με τη σειρά του υποτάσσεται στο στοιχείο της Δύναμης. Πρόκειται για έναν απλούστατο μηχανισμό, που θέτει τις βάσεις για την διεξαγωγή της μάχης, αλλά δεν αποτελεί τον απόλυτο παράγοντα επιβεβαιωμένης νίκης.
Τα πάντα στη μάχη είναι ρευστά. Τα τέρατα που ρίχνουμε στη μάχη μπορούν ανά πάσα στιγμή να αλλάξουν τακτική. Ένα τέρας Ταχύτητας μπορεί πολύ εύκολα να επιτεθεί με επίθεση Δύναμης ανά πάσα στιγμή εκείνο το αποφασίσει, εάν η ΑΙ του παιχνιδιού κρίνει ότι αυτή είναι η πιο σωστή απόφαση τη δεδομένη στιγμή. Ακόμα, όμως, και αν η επίθεση αυτή έχει θετικά αποτελέσματα, αυτό δεν σημαίνει πως το τέρας παύει να είναι πιο ανίσχυρο όταν δέχεται επίθεση από το ισχυρότερο στοιχείο.
Εδώ να σημειώσουμε επίσης πως δεν έχουμε έλεγχο στον τρόπο με τον οποίο τα τέρατα επιτίθενται. Ο χαρακτήρας που ελέγχουμε έχει απόλυτο έλεγχο των κινήσεών του. Μπορούμε να επιλέξουμε το στοιχείο της επίθεσης, το όπλο με το οποίο θα επιλέξουμε να επιτεθούμε, ακόμα και το σημείο του τέρατος που θέλουμε να χτυπήσουμε. Τα τέρατα, όμως, όπως και οι εκάστοτε συμπολεμιστές μας στο παιχνίδι, ελέγχονται αποκλειστικά από την ΑΙ. Και, όπως είναι αναμενόμενο, η ΑΙ δεν λειτουργεί πάντα με τον πιο ιδανικό τρόπο, οδηγώντας μας έτσι σε ορισμένες κωμικοτραγικές στιγμές.
Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, η μάχη μπορεί να φαίνεται αρκετά στοιχειώδης, αλλά δεν είναι καθόλου προβλέψιμη. Από τη μια έχουμε να κάνουμε με τα αντίπαλα τέρατα, τα οποία αλλάζουν τακτική και στοιχείο με την πάροδο της μάχης. Ένα τέρας με στοιχείο Ταχύτητας και αδυναμία στην Τεχνική, μπορεί πολύ εύκολα να εξοργιστεί ή να εκμεταλλευτεί το περιβάλλον γύρω του και να αποκτήσει το στοιχείο της Δύναμης, το οποίο είναι ισχυρό απέναντι στην Τεχνική.
Αυτό μπορεί να συμβεί αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της μάχης, με το φαινόμενο να γίνεται περισσότερο συχνό στα τελικά bosses και στα ισχυρότερα τέρατα της τελευταίας περιοχής, αναγκάζοντάς μας να ελισσόμαστε όπως απαιτούν οι περιστάσεις. Από την άλλη έχουμε την ύπαρξη quick time events, τα οποία προκύπτουν σχεδόν αναπάντεχα, ενώ η σωστή εκτέλεση των on-screen εντολών μάς οδηγούν ένα βήμα πιο κοντά στο γέμισμα μιας ειδικής μπάρας, που εξαπολύει μια καταστροφική επίθεση στο αντίπαλο τέρας, αγνοώντας τα όπλα και τα στοιχεία.
Επίσης, τις λίγες φορές όπου τόσο εμείς, όσο και το τέρας μας χτυπήσουμε το ίδιο σημείο του σώματος του αντίπαλου τέρατος, με ακριβώς το ίδιο στοιχείο επίθεσης, τότε εξαπολύουμε την ειδική διπλή επίθεση, η οποία προκαλεί περισσότερη ζημιά και εμποδίζει το αντίπαλο τέρας να επιτεθεί εναντίον της ομάδας μας. Αν και η αδύναμη ΑΙ θα μπορούσε να κάνει την κατάσταση λίγο πιο στρωτή και ισορροπημένη υπό κανονικές συνθήκες, αυτό που εν τέλει επιτυγχάνει το σύστημα μάχης είναι να μην γίνεται διόλου βαρετό. Κάθε συμπλοκή μπορεί μεν να οδηγεί στην ίδια κατάληξη, αλλά το κάνει με εντελώς διαφορετικό τρόπο κάθε φορά – και αυτό οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε όλο και περισσότερο, όσο προχωρούμε με το παιχνίδι.
Από εκεί και πέρα, οι θιασώτες της σειράς θα μπορούν να αναγνωρίσουν τέρατα τόσο από τα προηγούμενα παιχνίδια της σειράς, όσο και από τα πιο πρόσφατα Monster Hunter World και Rise. Οι δυνάμεις και οι αδυναμίες των τεράτων έρχονται αυτούσιες από την κεντρική σειρά, και οι έμπειροι παίκτες μπορούν να χρησιμοποιήσουν τον κατάλληλο εξοπλισμό που θα τους βοηθήσει στην πιο ουσιαστική αντιμετώπιση των κινδύνων.
Ωστόσο, δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε πως οι μάχες δεν είναι απαιτητικές. Το Monster Hunter Stories 2: Wings of Ruin φωνάζει από την αρχή πως είναι σχεδιασμένο με γνώμονα ένα νέο κοινό που έρχεται να απολαύσει περισσότερο το (J)RPG στοιχείο του εγχειρήματος, παρά μια πιο action προσέγγιση. Ακόμα και αν δεν είχαμε επενδύσει χρόνο στο grinding, θα ισχυριζόμασταν και πάλι πως ακόμα και τα boss fights μπορούν να γίνουν απαιτητικά, αλλά όχι δυσάρεστα δύσκολα. Σε αυτό στοχεύει και η ύπαρξη των εκάστοτε συντρόφων κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι χαρακτήρες που μπορούν οι παίκτες να αναγνωρίσουν από το πρώτο Stories παιχνίδι.
Οι κινήσεις τους αποτελούν πάντα μια ένδειξη για το ποια είναι η σωστή στρατηγική που πρέπει να εκτελέσουμε κατά τη διάρκεια μιας αναμέτρησης, μπορούν να μας βοηθήσουν με την υγεία μας και τη διατήρηση των battle stats, ενώ τις (πραγματικά) ελάχιστες φορές που θα συμπέσουν οι ειδικές επιθέσεις μας, το αποτέλεσμα θα γύρει ακόμα πιο γρήγορα τη ζυγαριά της νίκης στη δική μας πλευρά.
Όταν, δε, τύχει να αντιμετωπίσουμε λιγότερο ισχυρά τέρατα από εμάς, ειδικά σε περιπτώσεις όπου καλούμαστε να ολοκληρώσουμε ένα mini quest, το παιχνίδι μάς δίνει τη δυνατότητα να ολοκληρώσουμε τη μάχη στο αυτόματο, χωρίς να υποστούμε την παραμικρή ζημιά και δράττοντας τις ανταμοιβές που αναλογούν στο μέγιστο επίπεδο απόδοσης. Από την πλευρά μας θα θέλαμε λίγη παραπάνω δυσκολία, όμως η έκταση του παιχνιδιού και το απρόβλεπτο των αναμετρήσεων καταφέρνουν, εν τέλει, και παρέχουν την απαραίτητη ισορροπία σε αυτό το μηχανισμό.
Το παιχνίδι πολλαπλών παικτών είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της κεντρικής σειράς και δεν θα μπορούσε να λείπει από το Monster Hunter Stories 2: Wings of Ruin. Το παιχνίδι μάς προσφέρει τη δυνατότητα να κυνηγήσουμε τέρατα σε co-op αποστολές, ή να αντιμετωπίσουμε σε μάχη αντίπαλους παίκτες, τόσο σε τοπικό επίπεδο, όσο και σε δικτυακό. Αν και για την ώρα δεν είχαμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε το δικτυακό παιχνίδι, εν τούτοις είχαμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε το τοπικό παιχνίδι, χρησιμοποιώντας το Joycon grip και το Pro Controller ως input devices.
Το αποτέλεσμα ήταν αρκετά ικανοποιητικό, αν και βρήκαμε τις αναμετρήσεις αρκετά πιο σύντομες σε διάρκεια, ειδικά από τη στιγμή που το παιχνίδι μάς μεταφέρει κατευθείαν στο περιβάλλον όπου βρίσκεται το τέρας που ψάχνουμε. Το παιχνίδι πολλαπλών παικτών είναι μια ευχάριστη προσθήκη, αλλά επί της ουσίας μια παρένθεση σε έναν τίτλο που είναι καθαρά φτιαγμένος για έναν παίκτη. Ακόμα και τα co-op missions μπορούν να προσπελαστούν μόνο από έναν παίκτη, χωρίς προβλήματα στην απόδοση και χωρίς μειωμένες ανταμοιβές. Θεωρούμε πως περισσότερο ενδιαφέρον έχουν οι μάχες μεταξύ παικτών, όπου σημασία θα έχει η επιλογή πλασμάτων και οι στρατηγικές που θα ακολουθηθούν.
Αρκετά ικανοποιητικός είναι και ο οπτικός τομέας του παιχνιδιού. Τα εικαστικά του τίτλου “φωνάζουν” Breath of the Wild από την αρχή, καθώς το παιχνίδι υιοθετεί μια πιο ώριμη και μεστή cell-shaded προσέγγιση. Στην πορεία παρατηρήσαμε και μια εξέχουσα δουλειά στον τομέα των animations, δίνοντάς μας την ψευδαίσθηση πως τα τέρατα που βλέπουμε στην οθόνη μας κινούνται ακριβώς έτσι, σε κάποιο άλλο, παράλληλο σύμπαν.
Δεν γίνεται, ωστόσο, να μην παρατηρήσουμε πως η απόδοση είναι αρκετά ασταθής στην υβριδική κονσόλα της Nintendo. Σαφέστατα, οι άνθρωποι της Capcom καταφέρνουν να πετύχουν πολύ περισσότερα πράγματα όσο περισσότερο εργάζονται με την RE Engine στο Switch. Το παιχνίδι στοχεύει τα 60 καρέ ανά δευτερόλεπτο, κάτι που γίνεται εμφανές σε αρκετές στιγμές του παιχνιδιού. Στοχεύει, αλλά δεν το καταφέρνει πάντοτε. Χωρίς αμφιβολία, η έκδοση του τίτλου για τους υπολογιστές θα λειτουργεί όπως ακριβώς πρέπει.
Στο Switch, πάλι, τα πράγματα είναι περίεργα σε αυτόν τον τομέα, με τα frame drops να είναι παραπάνω από συχνά, με συχνές μεταπτώσεις και μεταβολές από τα 30 (και λιγότερο) στα 60 και αντίστροφα. Όλο αυτό το διάστημα, ωστόσο, παρατηρήσαμε πως το παιχνίδι λειτουργεί πολύ πιο ομαλά καθώς παίζουμε φορητά, αντί να παίξουμε σε κάποιο συμβατικό monitor και σε docked mode. Τα προβλήματα σε docked mode είναι περισσότερο εμφανή σε σχέση με το portable mode, κάτι που μας απέτρεψε από το να συνεχίζουμε να παίζουμε στην οθόνη της τηλεόρασης μέσα στις πρώτες κιόλας ώρες.
Τελικά, το Monster Hunter Stories 2: Wings of Ruin καταλήγει να είναι ένα από εκείνα τα παιχνίδια που υπερτονίζουν τη φήμη της Nintendo για τη δύναμή της στις φορητές κονσόλες, παρά στο αποτέλεσμα που προκύπτει σε ένα οικιακό σύστημα, με τις αδυναμίες στον τεχνικό τομέα να μην αποτελούν σε καμία περίπτωση σφάλμα της Capcom. Η μουσική επένδυση του τίτλου κινείται σε συμπαθητικά μονοπάτια, με τυπικές για το είδος μελωδίες, με ελάχιστα μόνο κομμάτια να ξεχωρίζουν – και αυτά σε ορισμένες cutscenes, ενώ το παιχνίδι προσφέρει αγγλική μεταγλώττιση στις φωνές και όχι την φαντασιακή γλώσσα του πρώτου παιχνιδιού.
Εν τέλει όμως, δεν τίθεται αμφιβολία για την ποιότητα του συγκεκριμένου τίτλου, που έρχεται καταμεσής ενός «άνυδρου» καλοκαιριού για να προσφέρει μια εντελώς νέα και φρέσκια περιπέτεια, εν συγκρίσει με άλλες κυκλοφορίες αυτό το διάστημα. Παρά τα προβλήματα που έχουμε αναφέρει, τα οποία έχουν μια δόση υποκειμενικότητας και ενδεχομένως να μην απασχολήσουν κάποιους παίκτες στο ελάχιστο, το Monster Hunter Stories 2: Wings of Ruin καταφέρνει να εδραιωθεί τόσο σαν spin-off τίτλος, όσο και σαν τίτλος που μπορεί να προσφέρει την απαραίτητη συνέχεια στην εν λόγω σειρά.
Η Capcom καταφέρνει για ακόμα μια φορά να μας ξαφνιάσει ευχάριστα και να προσφέρει μια πολύ ενδιαφέρουσα gaming πρόταση, με άφθονο περιεχόμενο και με διάρκεια που μπορεί να ανταγωνιστεί στα ίσα τα παιχνίδια της κεντρικής σειράς. H μεταφορά της κεντρικής σειράς με όρους JRPG γίνεται με αξιόλογο τρόπο και ο τίτλος δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα κεντρικά παιχνίδια. Και με τη διάθεσή του σε ένα πιο ευρύ κοινό, είναι σίγουρο πως πολλοί παίκτες θα βρεθούν να κυνηγούν τέρατα, υπό τη σκοπιά του καβαλάρη, αποκτώντας έτσι μια νέα προοπτική στη σειρά και διασφαλίζοντας ένα φωτεινό -και επικό- μέλλον, μακριά από προφητείες χαμού. Αυτές, άλλωστε, δεν αφορούν ούτε το Rathalos.
Το Monster Hunter Stories 2: Wings of Ruin κυκλοφορεί από τις 9/7/21 για το Nintendo Switch και για PC. To review βασίστηκε σε review code για το Switch, που λάβαμε από τη CD Media.