Κατά τις συνήθεις πρακτικές της Bandai Namco, κάθε μεγάλος τίτλος της, και δη της σειράς Dragon Ball, καταφτάνει λίγο καθυστερημένα και στο Switch. Xenoverse 2, FighterZ, και τώρα το Dragon Ball Z: Kakarot ακολούθησαν την ίδια ακριβώς τακτική. Βέβαια, τα πράγματα με το Kakarot είναι λίγο διαφορετικά. Επρόκειτο για τον τίτλο της σειράς που, σχεδόν δύο χρόνια πριν, η Bandai Namco ήταν εντελώς κατηγορηματική για την έλευση του τίτλου στο υβριδικό σύστημα της Nintendo. Λόγοι πολλοί και προφανείς. Ωστόσο, το πόνημα της CyberConnect 2 κατάφερε να βρει το δρόμο του και στο Switch – και μάλιστα, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Έτσι, καταλήγουμε να ακολουθήσουμε για μια ακόμα φορά, βήμα-βήμα, τα χνάρια του Son Goku, του Vegeta, του Gohan, του Piccolo και των υπολοίπων από τους…συνήθεις ύποπτους της σειράς, σε ένα εντελώς διαφορετικό παιχνίδι. Αυτή τη φορά δεν μιλάμε για έναν καθαρόαιμο fighting τίτλο, αλλά για ένα RPG fighter – με άλλα λόγια, έναν fighting τίτλο, η ροή και εξέλιξη των μαχών του οποόυ καθορίζεται αποκλειστικά από το πώς χειριζόμαστε τους RPG μηχανισμούς του παιχνιδιού.
To Dragon Ball Z: Kakarot πραγματεύεται ολόκληρη την ιστορία του Dragon Ball manga, από τα γεγονότα της έλευσης του Raditz και ύστερα, αποκλείοντας τα filler episodes της anime σειράς και μερικούς από τους χαρακτήρες που δεν «ταιριάζουν» στο γενικότερο αφήγημα. Με τον τρόπο αυτό αποτελεί την πληρέστερη gaming απεικόνιση του Dragon Ball Z saga, κάτι που δεν έχουμε δει ξανά σε τίτλο της σειράς, με εξαίρεση τα Legacy of Goku για το Gameboy Advance.
Σχεδόν όλα τα γεγονότα, σχεδόν όλοι οι χαρακτήρες παρελαύνουν επί της οθόνης μας, με έναν τεχνικό τομέα που άνετα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε μια μεταφορά της σειράς στη σύγχρονη εποχή. Όπως ακολουθούμε τα γεγονότα του παιχνιδιού, καλούμαστε να ζήσουμε όπως ο Goku και οι λοιποί πρωταγωνιστές. H φιλοσοφία του παιχνιδιού ακολουθεί πιστά το motto του Master Roshi: «σκληρή δουλειά, πολύ μελέτη, αρκετό φαγητό και ύπνος» – και αυτό ακριβώς καλούμαστε να κάνουμε, πριν και μετά τις μάχες μας.
Ο ανοικτός κόσμος του παιχνιδιού έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να μπορεί να δώσει στον παίκτη αυτή τη δυνατότητα, να γίνει Goku δηλαδή για μερικές ώρες. Φυσικά, το κατά πόσο αυτό δουλεύει όπως θα έπρεπε, είναι κάτι που χρήζει μεγάλης συζήτησης, και είναι κάτι για το οποίο ο Οδυσσέας Γιαννιώτης ανέπτυξε λεπτομερώς στο αρχικό μας κείμενο για το Dragon Ball Z: Kakarot. Αναφέρουμε μόνο τον μεγάλο, αλλά άδειο, κόσμο του παιχνιδιού και τις διαθέσιμες μεθόδους ανάπτυξης του χαρακτήρα που μπορούν πολύ εύκολα να κουράσουν.
Στο παρόν κείμενο, ωστόσο, θα σταθούμε περισσότερο στην έκδοση για το Switch, η οποία έρχεται με ορισμένες προσθήκες σε σχέση με την αρχική έκδοση του τίτλου. Αρχικά, να σημειώσουμε πως, μαζί με το πλήρες παιχνίδι, η έκδοση του Switch συνοδεύεται με τα πρώτα δύο DLCs, τα οποία και προσφέρθηκαν ως μέρος του season pass.
Στο πρώτο DLC, ο παίκτης θα μπορεί να προπονηθεί σκληρά με τον Whis, αγγίζοντας δυσθεώρητα επίπεδα δύναμης πριν αποκτήσει μια νέα μεταμόρφωση, τη Super Saiyan God, και αντιμετωπίσει τον Beerus, τον Θεό της Καταστροφής του Σύμπαντος 7 σε μια σκληρή αναμέτρηση, από τις πιο απαιτητικές και αξιόλογες μάχες που μπορεί να προσφέρει το παιχνίδι.
Παράλληλα, μια σειρά από νέα αντικείμενα διασφαλίζουν το γρήγορο level-up των χαρακτήρων, απαλλάσσοντάς μας από το σκληρό grinding του κεντρικού παιχνιδιού και βοηθώντας μας να μείνουμε επικεντρωμένοι στα πιο σημαντικά στοιχεία. Προχωρώντας στο δεύτερο DLC ερχόμαστε αντιμέτωποι με τον Golden Frieza, ο οποίος έρχεται για μια ακόμα φορά στη Γη με σκοπό να αντιμετωπίσει τη νέμεσή του και να πάρει οριστική εκδίκηση για τον εξευτελισμό του στον πλανήτη Namek.
Μια νέα μεταμόρφωση (Super Saiyan God Super Saiyan, γνωστή και ως Super Saiyan Blue), αλλά και horde battles περιμένουν τον παίκτη, προσφέροντας έτσι ένα νέο επίπεδο ενδυνάμωσης και μια διαφορετική gameplay εμπειρία σε σχέση με το υπόλοιπο παιχνίδι. Φυσικά, το να παίζουμε την κεντρική ιστορία έχοντας ήδη ξεκλειδώσει τις ισχυρές αυτές μεταμορφώσεις φαντάζει άδικο και ανεδαφικό – ωστόσο εναπόκειται στον ίδιο τον παίκτη ο τρόπος με τον οποίο θα προσεγγίσει το παιχνίδι στο τέλος της μέρας.
Απουσιάζει, ωστόσο, το τρίτο DLC, το οποίο στηρίζεται στη ζωή και τις περιπέτειες του Trunks του μέλλοντος. Αν και σαν DLC δεν προσθέτει κάτι νέο στο συνολικό gameplay, μας δίνει μια νέα ματιά στη μάχη του Trunks με τα Androids, ενώ τα γεγονότα που εκτυλίσσονται στο αντίστοιχο Buu Saga μπορούν με άνεση να χαρακτηριστούν ως canon για τη σειρά, να κάνουν τη σύνδεση με το lore και να εξηγήσουν τον τρόπο με τον οποίο ένα ολόκληρο story arc στο Dragon Ball Super εξελίχθηκε όπως το γνωρίσαμε.
Θεωρούμε πως, μετά τη μεγάλη καθυστέρηση του τίτλου, η απόφαση να προσφερθούν όλα τα DLC μαζί θα ήταν πολύ πιο σωστή και τίμια για τους παίκτες, κάτι που φυσικά δεν ισχύει. Θεωρούμε επίσης παράξενη την απόφαση για την εξ αρχής απουσία του Card Warriors, ενός card battling mode, αν και οι developers υποσχέθηκαν πως θα έρθει στο μέλλον.
Αντί αυτού, έχουμε έναν νέο βαθμό δυσκολίας, νέα side quests και τη δυνατότητα να παίξουμε τόσο ως Gotenks, όσο και ως Vegito -εκτός των story segments στα οποία και εμφανίζονται- αν εκτελέσουμε τον μηχανισμό Fusion χρησιμοποιώντας τα in-game αντικείμενα που το επιτρέπουν (Potara Rings). Αν και το συγκεκριμένο mode είναι θέμα χρόνου να καταφτάσει και στις προηγούμενες εκδόσεις ως update, η προσέγγιση της μάχης μέσα από την οπτική γωνία των δύο μαχητών Ένωσης και στο meta game θεωρούμε πως αποτελεί μια ενδιαφέρουσα προσθήκη και μια ευχάριστη gameplay εναλλακτική.
Το πιο σημαντικό όμως στην έκδοση του Switch είναι ο τεχνικός τομέας. Το παιχνίδι τρέχει στα 30 καρέ τόσο φορητά, όσο και σε docked mode, χωρίς ωστόσο να υπάρχει κανένα πρόβλημα στην απόδοσή του. Άλλωστε, η γρήγορη κίνηση στον ανοικτό κόσμο του παιχνιδιού μέσα στο μηχανισμό πτήσης, όπως και η γοργών ρυθμών μάχη αποδίδονται ευχάριστα, χωρίς να κουράζουν το μάτι.
Τα πολύ ελάχιστα framerate drops που παρατηρούνται στο παιχνίδι αφορούν μόνο σε cutscenes και animation φόρτισης ενέργειας των μαχητών και δεν αποτελούν τροχοπέδη στην ομαλή αναπαράσταση της μάχης, ή του ταξιδιού στον κόσμο. Αν και είναι σαφές πως κάποια textures έχουν μειωθεί, όπως επίσης και το έντονο aliasing που παρατηρείται στη φορητή έκδοση, το Dragon Ball Z: Kakarot καταφέρνει να τρέχει πολύ ικανοποιητικά στο πιο αδύναμο hardware του Switch, με ελάχιστα πράγματα να υστερεί από τις εκδόσεις κονσολών και PC.
Η μουσική περιλαμβάνει νέες μελωδίες, αλλά οι ενορχηστρωμένες, κλασικές μελωδίες από το anime μάς ταξιδεύουν πίσω στις αναμνήσεις. Ακόμα και οι χρόνοι φόρτισης κινούνται σε ικανοποιητικό επίπεδο, αν και σαφέστατα θα προτιμούσαμε να ήταν περιορισμένοι μόνο στη μετάβαση ανάμεσα σε διαφορετικές περιοχές. Το γεγονός ότι παρεμβάλλονται ανάμεσα και στα κεφάλαια της ιστορίας αποτελεί σφάλμα των δημιουργών και είναι ένα πρόβλημα που ταλαιπωρεί όλες τις εκδόσεις.
Σε κάθε περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με ένα καθ’ όλα ικανοποιητικότατο port. Αν υπάρχει μεράκι και σωστές βάσεις από πίσω, ένα όμορφο παιχνίδι μπορεί να αποδοθεί άψογα σε κάθε είδους hardware, με το Dragon Ball Z: Kakarot να μην αποτελεί την εξαίρεση στο Switch. Ωστόσο, ένας οπαδός της σειράς δεν θα στεκόταν σε αυτό. Πέρα από τεχνικά θέματα, το Dragon Ball Z: Kakarot είναι μια εξαιρετική ευκαιρία να ζήσει κάποιος τα γεγονότα του Dragon Ball Z στην πιο σωστή εκδοχή που έχουν εμφανιστεί σε παιχνίδι της σειράς, χωρίς fillers και ανούσιες προσθήκες.
Ακόμα και αν όλοι οι χαρακτήρες δεν έχουν συμπεριληφθεί (λ.χ. ο Uub), το παιχνίδι περιλαμβάνει easter eggs που κάνουν τη σύνδεση με το σήμερα και το πού βρίσκεται η σειρά. Και παρά τις όποιες gameplay αστοχίες ή αδυναμίες, δεν παύει να αποτελεί σημείο αναφοράς για τους οπαδούς της σειράς. Είναι οι ίδιοι χαρακτήρες που λατρέψαμε, η ίδια ιστορία που μας έστηνε μπροστά από την τηλεόραση τα πρωινά του Σαββατοκύριακου, αλλά πιο συμπαγής και προσιτή στους παίκτες. Τώρα, και φορητή.
Το Dragon Ball Z: Kakarot + A New Power Awakens Set κυκλοφορεί για το Nintendo Switch από τις 24/9/21. Το review βασίστηκε σε review code που λάβαμε από τη Bandai Namco Entertainment Greece.