Το 2009 ήταν η χρονιά που το ιαπωνικό στούντιο της Atlus επανάφερε τη σειρά Persona στο προσκήνιο και κατά συνέπεια προκάλεσε μεγάλο αντίκτυπο στη gaming βιομηχανία μέσω της κυκλοφορίας του Persona 4. Βέβαια, για τους νεότερους, το μεγάλο project της Atlus, σίγουρα και δικαιολογημένα, θα είναι το πρόσφατο entry του Persona 5.
Ωστόσο, οι παλαιότεροι, που γνωρίζουν καλύτερα την πορεία αυτής της θρυλικής JRPG σειράς, γνωρίζουν πως το πρώτο μεγάλο βήμα έγινε με την κυκλοφορία του Persona 3, το οποίο άνετα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί soft reboot για τη σειρά, αφού απείχε παρασάγγας, από τους προηγούμενους δύο τίτλους. Το πρώτο Persona δανειζόταν (όπως είναι λογικό) χαρακτηριστικά από τα Shin Megami Tensei, όπως η εξερεύνηση στα dungeons, η οποία γινόταν σε οπτική πρώτου προσώπου. Βέβαια υπήρχαν και διαφοροποιήσεις, όπως στη μάχη, η οποία αποτυπωνόταν με ισομετρική κάμερα πάνω από τους χαρακτήρες. Όμως, το μεγάλο δυσάρεστο με το πρώτο Persona ήταν πως είχε κοπεί περιεχόμενο από την αρχική ιαπωνική έκδοση, πράγμα που φαινόταν στην έλλειψη συνοχής.
Μετέπειτα είχαμε την κυκλοφορία του Persona 2, η οποία ήταν μια ευχάριστη αλλαγή από τον πρώτο τίτλο, αφού φαίνεται πως προσπαθούσε να αποκτήσει δική του ταυτότητα, μιας και απομακρυνόταν από τα στοιχεία της σειράς Shin Megami (εγκαταλείποντας την κάμερα πρώτου προσώπου) και πρόβαλλε περιοχές που αποδίδονταν με πολύγωνα και χαρακτήρες που αποτυπώνονταν με βοήθεια sprites. Όμως και το Persona 2 είχε δυσάρεστες στιγμές, με τη μεγαλύτερη από αυτές να ήταν η παγίδα του ογκώδες περιεχομένου, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα να χωριστεί ο τίτλος σε δύο μέρη.
Όμως, υπήρχε και συνέχεια σε αυτό το δυσάρεστο, αφού ο πρώτος τίτλος, το Persona 2: Innocent Sin, δεν κυκλοφόρησε στη δυτική αγορά, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να μην είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε πλήρως τα γεγονότα του δεύτερου παιχνιδιού. Οπότε, όπως προαναφέραμε, είναι λογικό οι παλαιότεροι παίκτες να θεωρούν πως το πρώτο σημαντικό βήμα έγινε μέσω του Persona 3.
Στο Persona 3 έγινε λοιπόν η ριζική αλλαγή για τη δημοφιλή σειρά, κάτι που γινόταν εύκολα αντιληπτό, αφού για πρώτη φορά εισήχθησαν χαρακτηριστικά κοινωνικών σχέσεων, οι οποίες μπορούσαν να εξελιχθούν και σε ρομάντζο -κάτι που θύμιζε τη θρυλική σειρά Sakura Wars της SEGA. Βέβαια, το Persona 3 ξεχώρισε με τη δική του σκοτεινή ταυτότητα, τοποθετώντας έφηβους χαρακτήρες να αντιμετωπίσουν τους δαίμονες τους, κάτι που είναι γνώριμο και πυρήνας της σειράς μέχρι και το πρόσφατο Persona 5. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως, μετά την αποδοχή που γνώρισε το Persona 3, η Atlus αποφάσισε να ασχοληθεί με τις επανακυκλοφορίες των Persona 1 και 2, όπου επιτέλους βιώσαμε τον πρώτο τίτλο στην αρχική του μορφή.
Έτσι, μετά από αυτήν την ιστορική αναδρομή, καλό είναι να τονίσουμε πως όσοι έχουν ασχοληθεί με το αρχικό υλικό των Persona 3 Fes ή Persona 3 Portable, δύσκολα θα βρουν λόγο να ασχοληθούν με το συγκεκριμένο remaster. Ο κύριος λόγος είναι πως αφενός δεν υπάρχει κάποιο καινούργιο περιεχόμενο και αφετέρου, υπάρχουν κάποιες διαφορές που μπορεί να μην αρέσουν σε όσους ασχολήθηκαν με την αρχική έκδοση (όπως η απουσία επίλογου, η απουσία anime cutscenes και διάφορα άλλα).
Επιπροσθέτως, πρέπει να πούμε ότι η ηλικία του τίτλου είναι κάτι που δεν κρύβεται. Παρόλο που το παιχνίδι τρέχει σε σταθερά, υψηλά frame rate, υπάρχουν θολούρες σε ορισμένες εικόνες, ο ήχος σε ορισμένα σημεία ακούγεται συμπιεσμένος και τα πολυγωνικά μοντέλα των χαρακτήρων δεν βοηθούν στο να αποδοθούν συγκεκριμένα σημεία. Ωστόσο, τα αγγλικά και ιαπωνικά voice overs κινούνται σε καλά επίπεδα, ενώ εξαιρετικό παραμένει και το OST. Επιπροσθέτως, καλό είναι να σημειωθεί πως εξετάζουμε τη φορητή έκδοση, που σημαίνει πως δεν έχουμε την απόδοση σκηνικών της πόλης σε τρισδιάστατα περιβάλλοντα. Αντ’ αυτού έχουμε την απόδοση του περιβάλλοντος σε μορφή νουβέλας και απλά εξετάζουμε την κάθε περιοχή με πανοραμική κάμερα.
Σε κάθε περίπτωση, η φορητή έκδοση του τίτλου είχε πολλές διαφορές από την αρχική έκδοση, που όμως έφερνε και ορισμένες βελτιώσεις, όπως στο τμήμα του gameplay (ένα από τα παραδείγματα είναι πως έχουμε όλο τον έλεγχο της ομάδας στη μάχη) και αξίζει να ειπωθεί πως η συγκεκριμένη έκδοση είναι πιο “γρήγορη-συμπυκνωμένη”, πράγμα που επιτρέπει και στους παλαιότερους μια γρήγορη πρόσβαση, ώστε να φρεσκάρουν το περιεχόμενο του Persona 3.
Η έναρξη του Persona 3 Portable μάς βρίσκει να επιλέγουμε μεταξύ δύο χαρακτήρων -ανάμεσα σε αγόρι ή κοπέλα πρωταγωνιστή- όπου η διαφορά τους είναι η προβολή διαφορετικής οπτικής γωνίας και η δυνατότητα σχέσεων με διαφορετικούς χαρακτήρες. Η ιστορία του τίτλου, βρίσκει τον ήρωα ή την ηρωίδα να μετακομίζει σε μια νέα πόλη στην αρχή της σχολικής χρονιάς. Στην εστία που κατοικεί ο πρωταγωνιστής μας, μέσα από διάφορα γεγονότα, βρίσκεται να στρατολογείται από την ομάδα (χαρακτήρες που θα γνωρίσουμε και θα ελέγχουμε στη μάχη) των SEES, μια ομάδα η οποία έχει σκοπό να ανακαλύψει το μυστήριο της σκοτεινής ώρας (Dark Hour).
Η Dark Hour είναι ένα γεγονός που διεξάγεται κάθε βράδυ τα μεσάνυχτα και έχει ως αποτέλεσμα να αλλάζει εντελώς το σκηνικό της πόλης που βρισκόμαστε. Για να μην αναπτυχθούμε περισσότερο και ειπωθεί κάποιο spoiler, θα αναπτύξουμε περιληπτικά ότι η άποψη μας είναι πως η ιστορία έχει σκοτεινό ύφος, που θυμίζει έντονα τίτλο Shin Megami Tensei και παρουσιάζει ενδιαφέρον με ανατροπές. Από την άλλη πλευρά, οι χαρακτήρες στην αρχή μπορεί να φανούν ρηχοί, ωστόσο μέσω των κοινωνικών σχέσεων αναπτύσσονται εξαιρετικά, πράγμα που σημαίνει πως και αυτοί με τη σειρά τους είναι καλογραμμένοι, με δική τους ταυτότητα και σκοπό.
Από εκεί και πέρα, το gameplay του Persona 3 Portable είναι αυτό που φαντάζεστε, δηλαδή ο τίτλος διαθέτει το γνωστό ημερολόγιο με τις μέρες να κυλούν και να χωρίζονται σε τμήματα Εμείς μπορούμε να περιπλανηθούμε στην πόλη, ενώ θα πρέπει να συμμετέχουμε και στις σχολικές διαδικασίες, όπου εκεί πρέπει να διαβάζουμε για εξετάσεις και να απαντάμε σωστά ώστε να ανεβάσουμε στατιστικά που συναντάμε σε social-dating-sim παιχνίδια του είδους. Για παράδειγμα, έχουμε το στατιστικό των ακαδημαϊκών γνώσεων, το οποίο θα μας δώσει πρόσβαση σε events για κάποιους χαρακτήρες, ενώ υπάρχουν και διάφορα άλλα, τα οποία με τις σωστές επιλογές θα βελτιωθούν και θα δώσουν πρόσβαση, με τη σειρά τους, σε άλλα events του παιχνιδιού.
Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι κύριος πρωταγωνιστής είναι ο χρόνος, αφού το ίδιο το παιχνίδι μάς δίνει την ευκαιρία να κάνουμε δραστηριότητες μετά το σχολείο και τα απογεύματα, ενώ δεν απουσιάζουν και ο ελεύθερος χρόνος ώστε να κάνουμε κάτι το οποίο επιθυμούμε. Για όσους αγχώνονται, ο χρόνος δεν αποτελεί πρόβλημα, αφού για να τελειώσει το παιχνίδι πρέπει να ολοκληρωθεί η σχολική χρονιά, πράγμα που σημαίνει ότι έχουμε άπλετο χρόνο. Έτσι, αν προγραμματίσουμε τις διαδικασίες που επιθυμούμε να κάνουμε, σίγουρα θα βρεθούμε με αρκετό ελεύθερο χρόνο προς το τέλος του παιχνιδιού.
Αφήνοντας στην άκρη το κοινωνικό κομμάτι, το οποίο, όπως ίσως γνωρίζετε, είναι χρήσιμο και απαραίτητο για να γνωρίσετε καλύτερα βασικούς και παράπλευρους ιδιαίτερους χαρακτήρες και να ενδυναμώσετε τα Persona (δαίμονες) σας, μπορούμε να προχωρήσουμε, στο κομμάτι της σκοτεινής ώρας, όπου εκεί εντοπίζεται και το μοναδικό dungeon του τίτλου, ο Tartarus, ο οποίος αποτυπώνεται ως πύργος και φτάνει τριψήφιο αριθμό ορόφων. Το πρόβλημα του Tartarus δεν είναι το ογκώδες περιεχόμενό του, που αποκτάμε πρόσβαση παράλληλα με την πρόοδό μας στην εξέλιξη της ιστορίας, αλλά από το 2011 το βασικό μειονέκτημα παραμένει το level design του. Αυτό, αν και είναι τυχαία δημιουργημένο (random generated), αποτελείται κυρίως από θεματικά αδιάφορους, σκοτεινούς διαδρόμους, πράγμα που κούραζε από τότε, αφού και τα αδιάφορα dungeons των Tobal 2 και Ehrgeiz (παιχνίδια πρώτου PlayStation) φαντάζαν (από εκείνη την εποχή) παράδεισος σε θέμα level design μπροστά στον Tartarus.
Από εκεί και πέρα το περιβάλλον των dungeons αποδίδεται σε τρισδιάστατο ύφος, όπου καλούμαστε να βρούμε τις σκάλες ώστε να πάμε στον επόμενο όροφο. Έτσι, μετακινούμαστε (ή δίνουμε εντολές στους συντρόφους μας για γρήγορη εξερεύνηση) μέσα στους σκοτεινούς, γραμμικούς διαδρόμους του Tartarus, ώστε να “ανοίξουμε” και να εξερευνήσουμε τον χάρτη, όπου θα βρούμε αντικείμενα, τις σκάλες, χαρακτήρες και διάφορα αλλά πράγματα που θα σας αφήσουμε να τα ανακαλύψετε μόνοι σας.
Σε αυτό το περίεργο περιβάλλον υπάρχουν και οι εχθροί-shadows (το Persona 3 ήταν από τους πρώτους τίτλους της Atlus στην εποχή του PS2 που εγκατέλειψε τις random encounters), τους οποίους αν χτυπήσουμε ή μας χτυπήσουν πρώτοι, αποκτάμε το αντίστοιχο πλεονέκτημα ή μειονέκτημα ως πως το ποια πλευρά θα κάνει κίνηση πρώτα στη μάχη. Μέσα από την παραπάνω διαδικασία βρισκόμαστε στη μάχη, όπου ελέγχουμε τη τετραμελή ομάδα μας, την οποία έχουμε ορίσει στην αρχή της εισόδου μας στο dungeon.
Το σύστημα μάχης, παρουσι΄ζεται σε τρεις διαστάσεις και διαθέτει το παραδοσιακό turn-based ύφος που βλέπουμε και στους πρόσφατους τίτλους της Atlus. Αυτό σημαίνει πως κύριος στόχος μας είναι να εκμεταλλευτούμε τις αδυναμίες των αντιπάλων (τις οποίες ανακαλύπτουμε μέσω διάφορων μαγικών ή φυσικών επιθέσεων) ούτως ώστε να κάνουμε τη ροή της μάχης πιο εύκολη. Συγκεκριμένα, αν ένας εχθρός είναι ευάλωτος στη φωτιά και τον χτυπήσουμε, χάνει την ισορροπία του και πέφτει στο έδαφος. Εν συνεχεία αποκτάμε στον ίδιο γύρο μια επιπλέον επίθεση, όπου αν καταφέρουμε και εκμεταλλευτούμε τις αδυναμίες όλων των εχθρικών μονάδων, τότε η ομάδα μας αποκτά τη δυνατότητα να επιτεθεί σύσσωμη (all-out attack).
Βέβαια, πλεονέκτημα εκμετάλλευσης αδυναμιών έχουν και οι αντίπαλοι, που σημαίνει πως χρειάζεται να προσέχουμε, αφού αν χάσει ο πρωταγωνιστής μας, οδηγούμαστε στην οθόνη του Game Over. Αυτό είναι λογικό, αφού ο ήρωας μας έχει πρόσβαση σε πολλά Personas (στον συγκεκριμένο τίτλο δεν υπάρχει η επιλογή διαλόγου για στρατολόγηση δαιμόνων), τα οποία αποκτάμε ως ανταμοιβή (ανάμεσα σε αλλά αντικείμενα) μετά το τέλος της μάχης.
Επιπροσθέτως, δεν θα μπορούσε να απουσιάζει και ο γνώριμος μηχανισμός velvet room, μέσω του οποίου θυσιάζουμε-συγχωνεύουμε τα Persona που έχουμε αποκτήσει, ώστε να αποκτήσουμε καλύτερα Persona. Αυτό συνεπάγεται καλύτερες δεξιότητες και πλεονεκτήματα στη μάχη. Τέλος, η πρόκληση βρίσκεται σε ικανοποιητικά επίπεδα ενώ υπάρχουν και αρκετές ρυθμίσεις που καθιστούν το παιχνίδι από υπερβολικά δύσκολο μέχρι υπερβολικά εύκολο. Όπως και να έχει, σε κανονική δυσκολία η διάρκειά του άνετα αγγίζει τις 70 ώρες.
Εν κατακλείδι, το remaster του Persona 3 Portable αποτελεί τεράστια ευκαιρία για όσους ήθελαν να ασχοληθούν με τον συγκεκριμένο τίτλο. Ωστόσο, η ηλικία του (και όσα αυτή συνεπάγεται) θα αποτελέσει πρόβλημα για εκείνους που δεν αντέχουν τίτλους από την παλαιότερη εποχή στην οποία ανήκει το πόνημα της Atlus.
Το Persona 3 Portable κυκλοφορεί από τις 19/1/23 για PS4, PC, Switch, Xbox Series και Xbox One. Το review μας βασίστηκε στην έκδοσή του για το PS4 με review code που λάβαμε από τη Zegetron.