Το Fort Solis είναι ένα πρώτης τάξεως παράδειγμα παιχνιδιού που μπορεί να επωφεληθεί στα μέγιστα από την ύπαρξη μεγάλων ονομάτων κατά την προώθησή του, ανεξάρτητα αν έχει ή όχι κάτι ουσιαστικό να προσφέρει. Στο Summer Game Fest του περασμένου έτους αρκούσε που ανέβηκαν στη σκηνή δύο από τα μεγάλα ονόματα ηθοποιών του gaming, οι Troy Baker (The Last of Us) και Roger Clark (Red Dead Redemption 2) προκειμένου το Fort Solis να τοποθετηθεί στα ραντάρ μας, παρόλο που το trailer δεν παρουσίαζε κάτι πραγματικά αξιομνημόνευτο.
Δυστυχώς, η υποκριτική ικανότητα των δύο παραπάνω ηθοποιών (καθώς και του υπόλοιπου cast για να είμαστε δίκαιοι) αποτελεί ένα από τα λιγοστά θετικά στοιχεία του Fort Solis. Θα πρέπει να τονισθεί ήδη από την αρχή ότι θα πρέπει να περιμένετε ένα εντελώς καθαρόαιμο walking simulator που επικεντρώνεται εξ ολοκλήρου στην αφήγηση, παρουσιάζοντας μόνο κάποια αμυδρά ψήγματα gameplay. Να επαναλάβουμε βέβαια για άλλη μία φορά ότι αυτό δεν είναι κάτι απαραίτητα κακό, αλλά μοιραία όταν το gameplay απουσιάζει, τότε οι υπόλοιποι τομείς επωμίζονται το βάρος.
Για το σεναριακό ντύσιμο η ολιγομελής ομάδα ανάπτυξης επέλεξε να επενδύσει στο πλέξιμο της σχέσης των δύο συναδέλφων, Jack (Roger Clark) και Jessica (Julia Brown), που εργάζονται στον Άρη αλλά και στο μυστήριο γύρω από το σήμα κινδύνου στη διαστημική βάση Fort Solis. Το σενάριο μας βρίσκει ήδη στον Κόκκινο Πλανήτη, στο μακρινό 2080, όπου οι Jack και Jessica επισκευάζουν διάφορες κατασκευές μίας γειτονικής βάσης. Στα πρώτα λεπτά θα λάβουν το προαναφερθέν σήμα κινδύνου, το οποίο ο Jack θα κληθεί να ερευνήσει μόνος του.
Εκεί θα αντιληφθεί ότι το προσωπικό απουσιάζει και δεν θα αργήσει να εντοπίσει το πρώτο πτώμα στο νεκροτομείο του σταθμού, παγιώνοντας πλέον το συμπέρασμα ότι κάτι τραγικό έχει συμβεί. Το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας ξεδιπλώνεται μέσα από την περιβαλλοντική αφήγηση και δη μέσω emails, ηχογραφήσεων και προσωπικών βιντεοσκοπήσεων που βρίσκουμε σε διάφορους υπολογιστές.
Η δουλειά των ηθοποιών σε αυτό το κομμάτι βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, μεταφέροντας με περίσσεια φυσικότητα τους διαλόγους, συνοδευόμενοι από την ιδιαίτερα ποιοτική δουλειά που έχει γίνει στις εκφράσεις των προσώπων και την κίνηση του σώματος στα βιντεοσκοπημένα μηνύματα. Είναι κρίμα που αυτά τα μηνύματα είναι σχετικά περιορισμένα σε αριθμό, καθώς σε άλλη περίπτωση θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μεγαλύτερο δέσιμο με τους χαρακτήρες.
Μεγάλο κομμάτι του σεναρίου αφορά στο χτίσιμο της σχέσης μεταξύ των Jack και Jessica, που γίνεται κυρίως με συνομιλίες μέσω ασυρμάτου. Υπάρχει μία αρκετά καλή χημεία, κάνοντας χιούμορ στις κατάλληλες στιγμές, σε μία προσπάθεια να ελαφρύνουν τη δυσοίωνη κατάσταση αλλά και αποδίδοντας την ένταση όταν συμβεί ή εντοπιστεί κάτι απρόσμενο. Ανάμεσα από τους ηθοποιούς θα πρέπει να ξεχωρίσουμε την εξαιρετική δουλειά του Troy Baker, ο οποίος για άλλη μία φορά αποδεικνύει τον λόγο που είναι τόσο δημοφιλής.
Παρόλα αυτά η μικρή διάρκεια έρχεται να αποτελέσει εμπόδιο στο απαραίτητο ξεδίπλωμα των σχέσεων μεταξύ των χαρακτήρων, ιδίως μεταξύ του Jack και της Jessica, χωρίς να πετυχαίνει τελικά να αποδώσει το ίδιο βάθος και δέσιμο που μπορεί να εντοπίσει κανείς σε πιο δουλεμένα παιχνίδια του είδους, όπως τα SOMA και Firewatch. Η ίδια η πλοκή αποτελεί μέρος τους προβλήματος καθώς το μυστήριο γύρω από το σήμα κινδύνου και την εύρεση πτωμάτων δεν κορυφώνεται σε κάτι αξιομνημόνευτο. Το αντίθετο, οι εξηγήσεις καταλήγουν να είναι αδιάφορες, αδυνατώντας να δικαιολογήσουν το αργόσυρτο χτίσιμο.
Αυτό είναι ένα από τα βασικά τμήματα όπου το όλο οικοδόμημα του Fort Solis δείχνει να είναι σχεδόν κενό, δεδομένου ότι οι δημιουργοί φαίνεται να εναπόθεσαν τις ελπίδες τους στα ηχηρά ονόματα και τις ερμηνείες των ηθοποιών, ώστε να υπερκεράσουν το αδύναμο σενάριο, την υπερβολικά αργή εξέλιξη (ακόμα και για τα δεδομένα της διάρκειας των 3-4 ωρών) και τις αναιμικές κορυφώσεις, πλην ενός, δύο σημείων.
Το έτερο τμήμα που δημιουργεί τριγμούς στην εμπειρία αφορά στο gameplay. Γενικά δεν υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούμε να κάνουμε με το gamepad πέρα από την κίνηση του χαρακτήρα και την εκτέλεση απλοϊκών quick time events στα λιγοστά τμήματα όπου υπάρχει δράση. Αυτό δεν είναι από μόνο του πρόβλημα, καθώς ξέρουμε τι να περιμένουμε από παιχνίδι του είδους (αν και πάντα είναι καλοδεχούμενοι πιο εμπλουτισμένοι μηχανισμοί).
Το πρόβλημα είναι ότι χάριν του λεγόμενου immersion οι δημιουργοί θεώρησαν καλή ιδέα ο πρωταγωνιστής να πρέπει πάντα να περπατάει, δίχως να υπάρχει κουμπί για τρέξιμο. Ο σχετικά αργός βηματισμός δεν άργησε να δημιουργήσει μία αίσθηση κόπωσης αλλά και μία δυσφορία στη σκέψη της εξερεύνησης. Σε πολλά σημεία το σκεφτόμασταν διπλά αν θα παρεκκλίνουμε από την πορεία μας, προκειμένου να δούμε τι υπάρχει στον τάδε παράπλευρο διάδρομο, γνωρίζοντας ότι το περπάτημα προς τα πίσω απλά θα ήταν αχρείαστα βαρετό.
Σταδιακά ακόμα και το λεγόμενο immersion φθίνει αφού ελάχιστα πράγματα συμβαίνουν κατά τις περιηγήσεις μας, οδηγώντας συχνά σε διαστήματα που, σε μία κινηματογραφική εμπειρία, όπου μάλλον εποφθαλμιά το Fort Solis, θα είχαν κοπεί σαφέστατα στο μοντάζ. Αντιλαμβανόμαστε την ανάγκη για τη δημιουργία κινηματογραφικής αίσθησης και ενός βραδύκαυστου σεναρίου, όπου η ένταση χτίζεται με μέτρο, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν επιτυγχάνεται μία καλή ισορροπία και ροή ώστε ο παίκτης πραγματικά να βυθιστεί στο άγχος που προφανώς νοιώθουν οι πρωταγωνιστές.
Από την άλλη πλευρά έχει γίνει αρκετά καλή δουλειά στην απεικόνιση του διαστημικού σταθμού. Ο σχεδιασμός του είναι προσγειωμένος και αρκετά πειστικός, γεμάτος λεπτομέρειες ώστε να δίνει την εντύπωση ενός αληθοφανούς περιβάλλοντος για μία διαστημική αποστολή ερευνητικού χαρακτήρα. Η έκτασή του θα λέγαμε ότι είναι περιορισμένη αλλά αυτή η οικονομία λειτουργεί τελικά προς όφελος της εμπειρίας. Επιπροσθέτως, τα εφέ του έντονου αέρα στην επιφάνεια καταφέρνουν να πείσουν όπως επίσης και οι διάφοροι φωτισμοί δείχνουν αρκετά φυσικοί.
Το παραπάνω όμορφο αποτέλεσμα έρχεται χάρη στη δύναμη της Unreal Engine 5, με το Fort Solis να αποτελεί ένα από τα πρώτα παιχνίδια που κυκλοφορούν χρησιμοποιώντας τη συγκεκριμένη μηχανή γραφικών. Θα πρέπει να αναφέρουμε εδώ ότι το παιχνίδι αποδείχθηκε ιδιαίτερα βαρύ για τον υπολογιστή μας (GeForce 3070), όπου στα medium settings και σε 1440p ανάλυση το frame rate δεν ξεπερνούσε τα 35 frames το δευτερόλεπτο και αρκετές φορές έπεφτε κάτω από τα 30. Ελπίζουμε αυτή η απόδοση να μην αποτελεί ένδειξη των επόμενων παιχνιδιών που θα αξιοποιούν την Unreal Engine 5.
Το Fort Solis τελικά αδυνατεί να μεταφέρει κάποιο αξιομνημόνευτο σενάριο ή πλέξιμο χαρακτήρων. Όταν ένα παιχνίδι βασίζεται πρωτίστως στην αφήγηση, με το gameplay να είναι σχεδόν συνοδευτικό, τότε δεν γίνεται παρά να πλήττεται συνολικά όλη η εμπειρία όταν η πλοκή δεν στέκεται στο ύψος των περιστάσεων, ιδίως όταν μιλάμε για μία ιστορία μυστηρίου. Δυστυχώς, οι τίτλοι τέλους έρχονται με την αίσθηση ότι δεν αποκομίσαμε κάτι ουσιαστικό αλλά, αντιθέτως, ότι παρακολουθήσαμε μία τετριμμένη ιστορία, μέσα από μία υπέρ του δέοντος αργόσυρτη εξέλιξη, άνευ ουσιαστικού σασπένς, που δεν μπορεί να “σωθεί” από τις καλές ερμηνείες και το όμορφο περιτύλιγμα.
Το Fort Solis κυκλοφορεί από τις 22/08/23 για PS5 και PC. Το review μας βασίστηκε στην έκδοση για το PC.