Error 404.
Ξεκινάμε το παρόν κείμενο με μια ρητορική ερώτηση: τι κοινό μπορεί να έχουν ο Aggelos Papas της Albion, η Leia Aggelopoulos της SIRS και ο Richard Shaw της Clan Kelly; Επίσης, τι κοινό μπορεί να έχουν όλοι αυτοί με τον Sebastian Janowski, έναν απλό εργάτη οικοδομής, αλλά και με τον Tsubasha Kobayashi, έναν επενδυτή; Κανένα, αλλά και πολλά. Βλέπετε, ο Sebastian και ο Tsubasha είναι δύο απλοί, καθημερινοί τύποι που βγάζουν το ψωμί τους σε ένα φουτουριστικό και -ολίγον τι- δυστοπικό Λονδίνο του όχι και πολύ μακρινού μέλλοντος (περίπου 10 χρόνια από τώρα), ένα Λονδίνο που δεν θυμίζει σε τίποτα το Λονδίνο των ανθρώπων, των εθνών, της διαφορετικότητας.
Είναι ένα Λονδίνο που μαστίζεται από τις ενέργειες της εγκληματικής οργάνωσης Clan Kelly, την ασυδοσία των δυνάμεων ασφαλείας της Albion, αλλά και των μυστικών υπηρεσιών της SIRS (της μετεξέλιξης της ΜΙ6). Ένα Λονδίνο όπου ο Aggelos, η Leia, ο Richard αλλά και αρκετοί άλλοι δρουν ανενόχλητοι, υπακούοντας σε άνωθεν εντολές και προσπαθώντας να προωθήσουν τα συμφέροντα της οργάνωσης που υπηρετούν όσο καλύτερα γίνεται.
Όλοι αυτοί, όμως, έχουν ένα κοινό. Είναι όλοι τους μέλη της DedSec, της γνωστής κολεκτίβας χάκερ που, εδώ και δύο παιχνίδια της σειράς Watch Dogs, προσπαθεί να εναντιωθεί στα καταχθόνια σχέδια της Blume, αλλά και του «έξυπνου» συστήματος διαχείρισης πόλεων που έχει δημιουργήσει. Είδαμε τον αγώνα των μελών της DedSec τόσο στο Σικάγο, όσο και στο Σαν Φρανσίσκο των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου τα περίτεχνα σχέδια της Blume δεν κατάφεραν να υλοποιηθούν.
Όμως, το Λονδίνο του τώρα διαφέρει σημαντικά. Το έδαφος, για πρώτη φορά, ήταν ήδη πρόσφορο για περαιτέρω επεκτατικές βλέψεις. Οι κάτοικοι του Λονδίνου ήταν ήδη εξοικειωμένοι με τις «έξυπνες» τεχνολογίες που εξυπηρετούσαν διαφορετικά σημεία της καθημερινότητάς τους. Από τους βοηθούς τεχνητής νοημοσύνης στο σπίτι, που φρόντιζαν για την καθαριότητα μέχρι να επιστρέψει ο ιδιοκτήτης τους, μέχρι τα πλήρως αυτόνομα μαύρα ταξί του Λονδίνου, η τεχνολογία συμβάδιζε με την κοινωνία. Όλα ήταν ωραία και όμορφα, μέχρι που έγινε το μεγάλο κακό.
Μέχρι τη Μέρα Μηδέν (Zero Day) δηλαδή – την αποφράδα εκείνη ημέρα που το Λονδίνο έπεσε θύμα μιας σειράς αλυσιδωτών εκρήξεων, καταστρέφοντας πολλά ιστορικά κτίρια και παρασέρνοντας στον θάνατο χιλιάδες Λονδρέζους. Η DedSec στοχοποιείται βάσει λανθασμένων αποδείξεων και μετατρέπεται αυτόματα σε τρομοκρατική οργάνωση. Σκεφτείτε μια κατάσταση όπου τα ΜΜΕ κάνουν ολημερίς και ολονυχτίς συστηματική πλύση εγκεφάλου στους Λονδρέζους, προσπαθώντας να τους πείσουν για την εγκληματική φύση των «δήθεν» αγωνιστών και προασπιστών της ελευθερίας, δικαιολογώντας απόλυτα το έργο της Albion και όλων των λοιπών (κρατικών ή μη) οργανώσεων.
Σκεφτείτε και την εξίσου παράλληλη κατάσταση όπου ο λαός βλέπει τα εγκλήματα και τις αυθαιρεσίες, τα αποδοκιμάζει μεν κρυφά, αλλά ποτέ δεν μιλά ανοιχτά για αυτά, λόγω των άμεσων συνεπειών που τους περιμένουν, όπως φυλάκιση ή απέλαση. Έτσι, η DedSec εξακολουθεί να είναι ο αποδιοπομπαίος τράγος της εθνικής καταστροφής. Όμως η DedSec δεν σταματά να δρα. Η Sabine, ένα από τα μέλη της οργάνωσης που διέφυγαν των συλλήψεων, μαζί με τον Bagley, μια τροποποιημένη έκδοση της τεχνητής νοημοσύνης που «τρέχει» σε όλη την πόλη, καταφέρουν να βρουν τον πρώτο εθελοντή που θα ενταχθεί στην ομάδα και θα τη βοηθήσει να επιστρέψει δυναμικά, να αντιταχθεί ανοιχτά στις οργανώσεις που επιβουλεύονται την ελευθερία, αλλά και να αφυπνίσει την κοιμωμένη συνείδηση του κόσμου, κερδίζοντας ξανά την εμπιστοσύνη τους. Κάτι που εν τέλει επιτυγχάνεται σεναριακά, αν και με πολλές θυσίες, αίμα, δάκρυα κα ιδρώτα από όλους τους εμπλεκόμενους. Και φυσικά, αυτό είναι κάτι που περιμέναμε σίγουρα όλοι μας. Για ένα happy end ζούμε, βρε αδερφέ!
Το Watch Dogs: Legion θα μπορούσε, με όλα όσα πραγματεύεται, να είναι ένας ύμνος στην ελευθερία (και όχι στην αναρχία, όπως κάποιες κακές γλώσσες υποστηρίζουν). Θα μπορούσε να είναι και μια γροθιά στο πρόσωπο σε όλους εκείνους τους απολιτίκ που σφυρίζουν αδιάφορα και κάνουν τα στραβά μάτια σε κάθε είδους εκμετάλλευση και κάθε τύπο σαθρού Συστήματος (και όχι μόνο σε ένα φανταστικό Λονδίνο). Και η λίστα των θεμάτων που τίθενται επί τάπητος είναι μεγάλη. Εμπόριο ανθρώπινων οργάνων, human trafficking, έλεγχος συνείδησης, ανάπτυξη αλγορίθμων που κρίνουν την καθημερινότητά μας ή και επεμβαίνουν στην ίδια τη ζωή, το όνειρο της αθανασίας μέσω της τεχνολογίας είναι μερικά από τα ζητήματα με τα οποία θα έρθουμε αντιμέτωποι μέσα από το κεντρικό campaign του παιχνιδιού, αλλά και ένα πολύ μικρό τμήμα από όλα τα ζητήματα που διαπραγματεύονται οι πληροφορίες μέσω των collectibles που συναντά κανείς, καθώς περιδιαβαίνει τους δρόμους του Λονδίνου.
Σε μια τέτοια πραγματικότητα, η κλοπή προσωπικών δεδομένων είναι κάτι που γίνεται αψήφιστα και αλόγιστα, χωρίς να ιδρώσει το αυτί κανενός από τους αρμόδιους. Ένας αλγόριθμος μπορεί να επιτρέψει την πτήση σε πρώτη θέση ως ανταμοιβή σε έναν επιβάτη, αλλά μπορεί επίσης να απαγορεύσει την επιβίβαση στο σκάφος σε κάποιον άλλο. Ένας άνθρωπος που βρίσκεται σε άμεση ανάγκη μεταμόσχευσης οργάνων μπορεί να πέφτει θύμα της απληστίας εγκληματιών που τροποποιούν εύκολα τον κώδικα και ζητούν όλο και περισσότερα χρήματα από τον ενδιαφερόμενο, έτσι ώστε αυτός να μπορεί να ανέβει ψηλότερα στη λίστα αναμονής. Και πολλά, πολλά άλλα ακόμα, που δεν χωράνε σε αυτές τις αράδες.
Πάρα πολλές πληροφορίες προκύπτουν αβίαστα μέσα από την περιπέτεια. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με όλες εκείνες τις πληροφορίες που προκύπτουν από τα συμφραζόμενα της πλοκής, το Watch Dogs: Legion καταφέρνει να συνθέσει με μαεστρία το μωσαϊκό με τα πάθη μιας κοινωνίας που βράζει, αλλά δεν αντιδρά. Και υπό κανονικές συνθήκες, το Watch Dogs: Legion θα έπρεπε να είναι το κορυφαίο παιχνίδι της σειράς μέχρι και αυτή τη στιγμή. Τι έχει, άλλωστε, να ζηλέψει από το πρώτο παιχνίδι, ή από το δεύτερο;
To πρώτο παιχνίδι επικεντρώνεται περισσότερο στον τρόπο διαχείρισης προσωπικών δεδομένων, ενώ το δεύτερο καταφέρνει και «αγγίζει» το ενδεχόμενο της χρήσης της τεχνολογίας ως μοχλό πίεσης και εκμετάλλευσης των πολιτών. Το Watch Dogs: Legion, όμως, καταφέρνει και ενισχύει σημαντικά το βαθμό με τον οποίο η τεχνολογία υπερβαίνει το ρόλο της και ανακατεύεται στην ανθρώπινη ζωή, παρά τις όποιες συνέπειες μπορεί να προκύψουν από αυτή την ανίερη ανάμειξη. Ακριβώς για αυτούς τους λόγους το Watch Dogs: Legion θα έπρεπε να είναι πολύ ψηλά στη λίστα μας.
Κατά έναν μαγικό τρόπο, ωστόσο, το Watch Dogs: Legion καταλήγει να είναι το χειρότερο παιχνίδι της σειράς. Χειρότερο και από την κουραστική τάση εκδίκησης του Aiden Pierce στο Watch Dogs, χειρότερο και από το ανάλαφρο, χίπστερ ύφος της περιπέτειας του Marcus Holloway. Και συνεχίζοντας με την ίδια τάση ειλικρίνειας, μπορούμε να πούμε πως το Watch Dogs: Legion έχει πολλά να ζηλέψει από τους προκατόχους του. Έχει πολλά να ζηλέψει από τον τρόπο με τον οποίο ο παίκτης αλληλοεπιδρά με το περιβάλλον του σε gameplay στιγμές έξω από κάποια αποστολή. Έχει πολλά να ζηλέψει από το υπέρπληρες τεχνολογικό δέντρο των skills που έδινε το Watch Dogs 2.
Έχει πολλά να ζηλέψει με την ποικιλία των αποστολών και με τον τρόπο που εκείνες παρουσιάζονται μέσα στα διαθέσιμα κεφάλαια, ειδικά όσον αφορά στο δεύτερο παιχνίδι της σειράς. Έχει, επίσης, πολλά να ζηλέψει από τη δυνατότητα που προσφέρουν οι προκάτοχοι να ταυτιστούμε με τους πρωταγωνιστές (και τους συντρόφους τους), να ζήσουμε την αγωνία τους και να συμπάσχουμε με την απώλειά τους. Αν και υπάρχουν gameplay αναλαμπές που φαίνονται να βελτιώνουν κάπως τη γενική εικόνα, το Watch Dogs: Legion είναι μακράν το πιο άγευστο παιχνίδι της σειράς και εκείνο που τολμά να προκαλεί τη νοημοσύνη μας, καθώς παρουσιάζεται και πλασάρεται ως το πιο μεγαλεπήβολο project της Ubisoft μέχρι και σήμερα.
Πραγματικά, θα θέλαμε να είχαμε μπροστά μας κάποιον developer της Ubisoft Montreal, να τον κοιτάξουμε στα μάτια και να ρωτήσουμε τι πραγματικά μετρά για την εταιρεία. Τι είναι σημαντικό; Ένας μεγάλος, πολύπλοκος και «γεμάτος» ανοιχτός χάρτης; Εντυπωσιακά γραφικά που απεικονίζουν τα ποσά που έχουν δαπανηθεί στην τεχνολογία απεικόνισης; Μια φιλοσοφία του τύπου «δημιουργούμε κάτι που είναι μεγάλο, μεγάλο και ξανά μεγάλο»; Μετράει πραγματικά ο όγκος και όχι το περιεχόμενο; Αν η απάντηση είναι καταφατική έστω και σε ένα από αυτά τα ερωτήματα, τότε δικαιολογούνται πολλές από τις αποφάσεις της Ubisoft τα τελευταία χρόνια. Κυρίως, όμως, όλα αυτά είναι τα σημεία που το Watch Dogs: Legion “τικάρει” με άνεση.
Το φουτουριστικό Λονδίνο είναι ο μεγαλύτερος, μέχρι στιγμής, χάρτης της σειράς, μεγαλύτερος και από το ήδη μεγάλο Σαν Φρανσίσκο. Ο αριθμός των collectibles μέσα στον χάρτη είναι εξίσου μεγάλος, καθώς περιλαμβάνει υλικό που βοηθά στην περαιτέρω κατανόηση του υπόβαθρου (ηχητικά μηνύματα, μηνύματα κειμένου), όπως και χρηματοκιβώτια με ποσά από το in-game νόμισμα, ακόμα και…συλλεκτικές μάσκες (!). Η λεπτομέρεια απόδοσης του κόσμου είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Φωτισμοί, σκιές, textures, draw distance, real-time tracing και άλλες τέτοιες τεχνολογίες συνθέτουν ένα πανέμορφο οπτικά τοπίο – ένα Λονδίνο που, μετά το πέρας της περιπέτειας, θέλουμε να εξερευνήσουμε σπιθαμή προς σπιθαμή, συλλέγοντας όλα τα (χρήσιμα) collectibles που ξέμειναν, ολοκληρώνοντας την τελευταία αποστολή που ξεκλειδώνεται μετά τους τίτλους τέλους, ακόμα και στρατολογώντας περισσότερα μέλη για την οργάνωση DedSec. Ο αγώνας συνεχίζεται, άλλωστε. Αυτά που αναφέραμε είναι απλώς μια όψη του νομίσματος, όχι το νόμισμα ολόκληρο. Και εδώ το Watch Dogs: Legion δείχνει τις αδυναμίες του.
Αδυναμία πρώτη: η κεντρική ιστορία. Από αφηγηματικής άποψης και στησίματος κόσμου, το Watch Dogs: Legion είχε όλα τα φόντα να αφηγηθεί μια εξαιρετικότατη ιστορία. Άλλωστε, από την εισαγωγή, ο παίκτης μπορεί να αισθανθεί και με το παραπάνω την αγωνία του σήμερα, όπως και να στοχαστεί το τι μέλλει γενέσθαι. Αυτή η απροσδιόριστη αοριστία του μέλλοντος, όμως, δεν παρουσιάζεται όταν μπαίνουμε στα κεντρικά κεφάλαια της αφήγησης. Το μέλλον έχει έρθει και είναι αρκετά ζοφερό για τους επίδοξους αγωνιστές της DedSec. Απέναντί τους στέκονται πέντε οργανώσεις (4 οργανισμοί και ο ιθύνων νους πίσω από την καταστροφή του Λονδίνου), η κάθε μια με τη δική της ατζέντα. Κάθε οργάνωση διοικείται (ή εκπροσωπείται) από ένα άτομο με την ίδια, διεστραμμένη και αλαζονική εικόνα του τι είναι καλό, σωστό και χρήσιμο, αλλά και του τι πρέπει να γίνει για να προχωρήσει μπροστά η κοινωνία.
Déjà vu εις την πέμπτη, λοιπόν. Déjà vu που ενισχύεται ακόμα περισσότερο από τον τρόπο που εκτυλίσσεται η ιστορία σε κάθε κεφάλαιο. Σε πρώτη φάση, ερχόμαστε σε επαφή με κάποιο πρόσωπο που σχετίζεται με την εκάστοτε οργάνωση, αλλά και με τον ηγέτη της. Ολοκληρώνουμε δυο-τρεις αποστολές για να τους γνωρίσουμε καλύτερα, ή να κερδίσουμε την εύνοιά τους και συνεχίζουμε δυναμικά με μερικές άλλες αποστολές, έτσι ώστε να μπορέσουμε να μαζέψουμε τα κατάλληλα εφόδια και να τους εξοντώσουμε μια και καλή. Πλην τριών εξαιρέσεων, ο τρόπος με τον οποίο ολοκληρώθηκαν τα κεφάλαια της κεντρικής ιστορίας ήταν ο ίδιος και απαράλλακτος. Το ίδιο ακριβώς μοτίβο.
Ομολογουμένως, πάντως, αυτές οι λίγες εξαιρέσεις που αναφέρθηκαν μόλις, λειτουργούν όπως πρέπει αφηγηματικά, και ήταν (κατά περίεργη σύμπτωση) και οι στιγμές όπου η αφήγηση έφτασε στην κορύφωσή της, με γρήγορο ρυθμό, με έντονο συναίσθημα αγωνίας, αλλά και λύπης εκεί, κάπου προς το τέλος. Γυρνώντας πάλι στο ζήτημα της επανάληψης, το ευτύχημα είναι ότι αυτό δεν γίνεται για 50+ ώρες, αλλά για 15 με 20 ώρες, ανάλογα με το βαθμό δυσκολίας και με τα upgrades που έχει ξεκλειδώσει ο παίκτης, επομένως η κατάσταση κάπου σώζεται και η ιστορία δεν καταλήγει να τραβιέται ανελέητα από τα μαλλιά.
Ωστόσο είναι λυπηρό να συμβαίνει κάτι τέτοιο, όταν το αφηγηματικό υπόβαθρο είναι ισχυρό. Εξίσου λυπηρό από αφηγηματικής άποψης είναι ότι κάτι τόσο σημαντικό, όσο ένας αγώνας αντίστασης, μπορεί να απωλέσει μεγάλο μέρος της σημασίας του, με ατάκες τύπου «Γίνε μέλος της Αντίστασης, έχει πλάκα!» Δεν παρακολουθούμε sitcom στην τηλεόραση, παιδιά. Κυρίως όμως, είναι λυπηρό όταν έχει προηγηθεί ένας άλλος τίτλος της σειράς, ο οποίος μπορεί να μην είχε μεν ισχυρή ιστορία, αλλά είχε μια απίστευτη ποικιλία στα mission objectives και στον τρόπο με τον οποίο εκτυλίσσονται οι αποστολές. Στο Watch Dogs: Legion, η αίσθηση του ότι γνωρίζουμε πως θα εκτυλιχθεί μια αποστολή συμπλέει και με την αίσθηση του ότι γνωρίζουμε πως θα εκτυλιχθεί και το ίδιο το gameplay.
Στο μεγαλύτερο μέρος του main campaign, οι πράκτορες απλώς παρεισφρέουν μέσα στα, ελεγχόμενα από τις οργανώσεις, κτίρια, χακάρουν συσκευές στον περιβάλλοντα χώρο (ενίοτε και συσκευές προσαρτημένες σε ανθρώπους) και προσπαθούν να ξεφύγουν με επιτυχία. Ιδανικά, γιατί αρκετές φορές πρέπει να έρθουν αντιμέτωποι σώμα με σώμα με τους φρουρούς και τα ιπτάμενα drones που δεν διστάζουν σε τίποτα να επιτεθούν στον εχθρό. Κάποιες φορές πρέπει να λύσουν και μερικούς γρίφους περιβάλλοντος, οι οποίοι δίνουν πρόσβαση σε κλειδωμένα δίκτυα. Ως εδώ, όμως. Οι απίστευτες παρακολουθήσεις προσώπων, οι καταδιώξεις, ακόμα και ο τρόπος χρήσης του συστήματος για να στρέψουμε τις οργανώσεις τη μία εναντίον της άλλης ακόμα και στο μέσο της αποστολής, είναι παρελθόν.
Στο Watch Dogs: Legion μπορούμε, στην καλύτερη περίπτωση, να στρέψουμε τα drones και τα turret guns εναντίον των φρουρών, τα οποία βέβαια καταρρίπτονται χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Να μην ξεχάσουμε και την παρακολούθηση δύο προσώπων σε δύο μόλις missions. Κρίμα, και πάλι κρίμα. Άλλη τεράστια αδυναμία είναι ο τρόπος με τον οποίο έχει στηθεί και εξελίσσεται ο βασικός πυρήνας gameplay του παιχνιδιού. Το Watch Dogs: Legion αποφασίζει να κάνει την υπέρβαση και να καταργήσει εντελώς τον κεντρικό πρωταγωνιστή, αλλάζοντας ριζικά τη φόρμουλα των single player κομματιών της σειράς. Πρωταγωνιστές είναι όλοι οι κάτοικοι του Λονδίνου, από τον υψηλόβαθμο πολιτικό, μέχρι και το παιδί για όλες τις δουλειές της Clan Kelly. Όλοι μπορούν, αν πεισθούν, να μπουν στον αγώνα υπέρ της DedSec.
Ένα από τα χαρακτηριστικά του παιχνιδιού που προωθήθηκε πάρα πολύ έντονα ήταν η δυνατότητα να στρατολογήσεις NPCs, οι οποίοι θα είχαν και κάτι διαφορετικό να προσφέρουν. Κάποιος NPC θα μπορούσε να ελέγξει τα drones, κάποιος άλλος θα μπορούσε να φέρει τεχνολογία πάνω του που θα του επιτρέπει να περνά απαρατήρητος. Κοινώς, ο παίκτης θα έπρεπε να χτίσει μια ομάδα με χαρακτήρες που έχουν μοναδικές ικανότητες πάνω τους και μπορούν να προσεγγίσουν μια συγκεκριμένη περιοχή, και κατ’ επέκταση μια αποστολή, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Περίεργο σαν σκέψη και δύσκολο σαν υλοποίηση, αλλά αρκετά ενδιαφέρον αν λειτουργούσε όπως είχαν υποσχεθεί οι developers. Ε, τελικά, αυτό το χαρακτηριστικό έχει πραγματική σημασία και δουλεύει όπως πρέπει μόνο για τις πρώτες δύο ώρες του παιχνιδιού. Άντε, τρεις στη χειρότερη.
Ο λόγος είναι απλός: το τεχνολογικό δέντρο του παιχνιδιού, το οποίο είναι μακράν μικρότερο σε σχέση με τα προηγούμενα παιχνίδια της σειράς, επιτρέπει στον παίκτη να αποκτήσει τα απαραίτητα techs και upgrades αρκετά νωρίς, και να τα κουμπώσει στον εκάστοτε πράκτορα που ελέγχει. Ποιος ο λόγος να καλέσει κανείς τον Sebastian, ειδικό στα drones μεταφοράς εμπορευμάτων, όταν ο Aggelos μπορεί να χακάρει την πλησιέστερη βάση drones και να καλέσει ένα δικό του drone για να κάνει τη δουλειά του; Ποια η σκοπιμότητα να χρησιμοποιήσει κανείς τον Josh, τον επίδοξο ηθοποιό με τις απίστευτες γνώσεις στη χρήση και το μπλοκάρισμα των όπλων, όταν η Padma μπορεί να το καταφέρει εξίσου καλά, χάρη στο upgrade που έχει ήδη ξεκλειδωθεί; Μόνο μια είναι η απάντηση σε αυτό το ερώτημα.
Και έτσι, ο παίκτης θα οδηγηθεί εκ των πραγμάτων σε μια άκρως συντηρητική διαδικασία στρατολόγησης, αποκτώντας μόνο όσους πράκτορες προσφέρονται από την κεντρική ιστορία, αλλά και όσους πράκτορες ξεκλειδώνονται αυτόματα όταν απελευθερώνεται οριστικά μια περιφέρεια (borough) του Λονδίνου. Και οι υπόλοιπες εκατοντάδες NPCs που θα συναντάμε σε κάθε playthrough θα συνεχίζουν να περνούν δίπλα μας αδιάφορα, συνεχίζοντας τις ψηφιακές ζωές τους όμορφα, ήσυχα και απλά.
Για να είμαστε ειλικρινείς, όμως, θα ήταν άδικο να στήσουμε την Ubisoft στον τοίχο, χωρίς να αναγνωρίσουμε τη δουλειά που έπεσε σε αυτό το κομμάτι. Όλοι οι NPCs αποδίδονται κατά έναν μοναδικό τρόπο εντός του παιχνιδιού.
Ο κάθε χαρακτήρας έχει τη δική του εμφάνιση, τη δική του μορφή, τη δική του φωνή και, ενίοτε, τις δικές του αδυναμίες, όπως ο αλκοολισμός ή ο εθισμός στον ψηφιακό τζόγο. Είναι πραγματικά αξιόλογη η προσπάθεια να ακούμε διαφορετικές φωνές, διαφορετικά ηχοχρώματα, διαφορετικές προφορές καθώς περπατάμε στους πολύβουους δρόμους του Λονδίνου. Κάτι που μας εξέπληξε ευχάριστα είναι το πως η Α.Ι του παιχνιδιού προβάλει την αλληλεπίδραση μεταξύ των πολιτών και του πράκτορα που ελέγχουμε. Ένας ηθοποιός μπορεί να έρθει αντιμέτωπος με επιφωνήματα και σχόλια χαράς. Ένας πολιτικός μπορεί να ακούσει γιουχάρισμα καθώς περπατάει έξω από το Westminister, ενώ ένας υπάλληλος της Albion κυριολεκτικά θα τρομοκρατήσει τους περαστικούς και θα τους τρέψει σε φυγή.
Ακόμα και η σύντομη ματιά που ρίχνουμε στο παρελθόν και την προσωπική ζωή των πρακτόρων, στα πλαίσια της αποστολής στρατολόγησής τους, είναι και αυτή μοναδική, με στοιχεία και χαρακτηριστικά που δεν συναντήσαμε σε καμία από τις 36 συνολικά στρατολογήσεις μέχρι και αυτή τη στιγμή, κάτι που μας εντυπωσίασε αρκετά. Δεν λέμε πως δεν υπάρχουν λάθη – η περίπτωση μιας Λονδρέζας αφρικανικής καταγωγής να μας μιλά με Ινδική προφορά ήταν ένα από τα σημεία που δεν μπορέσαμε να συγκρατήσουμε τα γέλια μας. Αυτή η αίσθηση μοναδικότητας, ωστόσο, που κατάφεραν να μας παραδώσουν οι developers της Ubisoft είναι κάτι που αξίζει να χαραχτεί με μεγάλα γράμματα στα κατάστιχα των gaming πεπραγμένων.
Ειλικρινά, όμως, καλό θα ήταν να μην επαναληφθεί ξανά σε άλλο παιχνίδι της σειράς. Ο λόγος είναι πως, τελικά, ο παίκτης δύσκολα θα καταφέρει να ταυτιστεί με αυτούς τους χαρακτήρες. Το γρήγορο sneak peak της προσωπικής τους ζωής, στην αποστολή που αφορά στην στρατολόγησή τους, δεν είναι αρκετό ούτε να μας κάνει να τους συμπαθήσουμε, ούτε να τους αντιπαθήσουμε. Παίζοντας με το permadeth mode ενεργοποιημένο, το οποίο μιμείται το σύστημα «μόνιμου» θανάτου στα παιχνίδια της σειράς Fire Emblem, ο θάνατος τριών πρακτόρων στο σύνολο δεν μας συγκίνησε, ούτε μας έκανε να νιώσουμε αυτό το σφίξιμο στην καρδιά μας. Ίσως γιατί, λόγω της φύσης του παιχνιδιού, ήταν πολύ εύκολο να πάμε στον επόμενο χαρακτήρα και να συνεχίσουμε ακριβώς από εκεί που ήμασταν, με τις ίδιες ικανότητες και εξοπλισμό.
Και υπάρχουν και άλλα πολλά που μπορούμε να προσθέσουμε στη λίστα. Θα μπορούσε να είχε δουλευτεί περισσότερο το animation κίνησης σώματος και κίνησης προσώπου. Αν συγκρίνουμε τη δουλειά που είχε γίνει πάνω στον Marcus του Watch Dogs 2, οι διαφορές είναι χαοτικές σε σχέση με τους πράκτορες του Watch Dogs: Legion. Φυσικά, άλλο είναι να δουλεύει κανείς σε έναν μόνο playable χαρακτήρα και άλλο να δουλεύει κανείς σε σύστημα animation που θα αφορά μερικές χιλιάδες NPCs στον χάρτη. Και για άλλη μια φορά, αποδεικνύεται ότι η ποσότητα δεν είναι πάνω από την ποιότητα. Ωστόσο, για την Ubisoft, η ζωή συνεχίζεται – και μια ευκαιρία του Watch Dogs: Legion να κάνει την ουσιαστική διαφορά, εν τέλει κατακερματίστηκε από τον ίδιο του τον εαυτό.
Μιας που ήδη αναφερθήκαμε για το θέμα των tech upgrades, θα ήταν καλό να αναφέρουμε το πως επηρεάζουν και την ίδια τη μάχη. Όπως ίσχυε και παλιότερα, το Watch Dogs: Legion συνδυάζει gunplay και αναμετρήσεις σώμα-με-σώμα. Θα λέγαμε πως ο δεύτερος τρόπος αναμέτρησης είναι και αυτός που προτιμά το ίδιο το παιχνίδι, καθώς τις περισσότερες φορές που ο πράκτοράς μας γίνει αντιληπτός από κάποιον εχθρό, ο εχθρός θα προτιμήσει να μας ρίξει ένα χέρι ξύλο, παρά να βγάλει το όπλο του. Δεν μπορούμε να πούμε πως είναι ένας μηχανισμός που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση, καθώς οι μάχες ακολουθούν το μοτίβο χτύπημα-ακύρωση άμυνας-αποφυγή και είναι αρκετά απλός ως προς την εκτέλεση. Και αυτό είναι κάτι που λειτουργεί σε όλες τις βαθμίδες δυσκολίας, καθώς η μόνη διαφορά μεταξύ τους είναι το πόσο γρήγορα μπορεί να βγει ένας αντίπαλος νοκ-αουτ.
Στην περίπτωση χρήσης όπλων, ο μηχανισμός λειτουργεί εξίσου καλά όπως και στα προηγούμενα παιχνίδια της σειράς, με τη διαφορά, όμως, πως τα διαθέσιμα όπλα μειώνονται δραματικά. Δεν είμαστε σίγουροι αν η Albion είχε να κάνει κάτι με αυτό: γεγονός, πάντως, είναι ότι οι περισσότεροι πράκτορες μπορούν να χρησιμοποιήσουν ένα μόνο όπλο, ενώ ελάχιστοι μπορούν δύο ή περισσότερα ταυτόχρονα. Τα όπλα χωρίζονται σε φονικά και μη, με το παιχνίδι να εξοπλίζει τους περισσότερους πράκτορες με την έκδοση του όπλου που προκαλεί ηλεκτροσόκ. Σε αντίθεση με το παρελθόν, όμως, δεν έχουμε να κάνουμε με μια μεγάλη ποικιλία όπλων.
Το Watch Dogs: Legion αρέσκεται περισσότερο στο να προσφέρει εκδόσεις όπλων που μπορούν να αναβαθμιστούν, παρά μια μεγαλύτερη και ευρεία γκάμα. Αυτό για κάποιους παίκτες μπορεί να είναι καλό, καθώς μπορούν να επικεντρωθούν μόνο σε μια συγκεκριμένη κατηγορία. Δεν δείχνει, ωστόσο, αποτέλεσμα περισσότερης σκέψης και προετοιμασίας από την πλευρά των developers της Ubisoft. Κρίνοντας, μάλιστα, από το γεγονός ότι μια stealth προσέγγιση και ένα πλήρως αναβαθμισμένο spiderbot μπορεί να είναι παραπάνω από αρκετά για να ανταπεξέλθει κανείς σε οποιαδήποτε φάση σύγκρουσης, θα λέγαμε πως το σύστημα μάχης που μας παραδίδει το παιχνίδι θα ήθελε λίγη περισσότερη ανάπτυξη, μεταξύ άλλων.
Επιστρέφοντας πίσω στα του κόσμου και του χάρτη, παρατηρούμε πως για μια ακόμα φορά ο χάρτης εμφανίζεται μόνο με τα άκρως απαραίτητα εικονίδια σε πρώτη ανάγνωση, χωρίς να προκαλεί σοκ στον παίκτη με την παρέλαση άχρηστων εικονιδίων. Αν ζουμάρουμε πάνω στο χάρτη, τότε εκείνος μεγαλώνει και αποκαλύπτει πολλά περισσότερα εικονίδια, που αφορούν κυρίως στα collectibles πληροφοριών, μασκών, skill points και χρηματοκιβωτίων με το εικονικό νόμισμα του παιχνιδιού, ενώ άλλες περιοχές περιλαμβάνουν σημεία που μπορούμε να ποστάρουμε αφίσες, στα πρότυπα του Watch Dogs 2, ενισχύοντας τρόπω τινά το αίσθημα της ανεξαρτητοποίησης της κάθε γειτονιάς, όπως και fistfight clubs, τα οποία αποτελούν μια ευκαιρία να βγάλουμε μερικά χρήματα και να στρατολογήσουμε επίδοξους μποξέρ πράκτορες.
Αν και μπήκαμε στη διαδικασία να «κυνηγήσουμε» αρκετά από αυτά τα collectibles, δεν αισθανθήκαμε καθόλου πως το παιχνίδι μάς αναγκάζει να κάνουμε map cleaning. Ο λόγος είναι πως απλώς θέλαμε να μάθουμε περισσότερες πληροφορίες για τον κόσμο του παιχνιδιού μέσα από τα λόγια και τα μηνύματα των απλών ανθρώπων, ενώ η συλλογή μασκών και χρημάτων μάς ήταν παντελώς αδιάφορη και έγινε μόνο όταν τύγχαναν να βρεθούν στον δρόμο μας. Λόγω των μεγάλων αποστάσεων στην πόλη, μετακινούμασταν είτε κάνοντας fast travel στον πλησιέστερο σταθμό του μετρό, είτε χακάροντας (ή και κλέβοντας) κάποιο από τα διαθέσιμα οχήματα στο δρόμο.
Η οδήγηση στο Watch Dogs: Legion πατά γερά πάνω στο σύστημα οδήγησης του Watch Dogs 2, προσφέροντας μια πιο συμπαγή και σταθερή εμπειρία οδήγησης σε σχέση με άλλα παιχνίδια ανοικτού κόσμου, χωρίς τα γνωστά προβλήματα drifting που έχουν στιγματίσει παλαιότερους τίτλους. Και χάρη στην τεχνητή νοημοσύνη, τα αυτοκίνητα κινούνται μόνα τους, αν επιλέξουμε βέβαια να ενεργοποιήσουμε το autodrive mode. Βέβαια, σε σχέση με το πραγματικό Λονδίνο, είναι σχεδόν αστείο το ότι οι δρόμοι του εικονικού Λονδίνου δεν έχουν σχεδόν ποτέ…κίνηση, ενώ η απουσία περιβαλλοντικών κινδύνων (εκτός από κάτι μπάρες που υψώνονται και χαμηλώνουν) και άλλων modes που σχετίζονται με την οδήγηση παραμένει αισθητή.
Το εν λόγω πρόβλημα ενισχύεται ακόμα περισσότερο λόγω της μη διάθεσης των online modes που συνοδεύουν κατά παράδοση τα παιχνίδια της σειράς Watch Dogs. Η Ubisoft έχει υποσχεθεί ότι το online component του παιχνιδιού θα διατεθεί μέσω ενός update στις αρχές του Δεκέμβρη, με όλο το γνώριμο υλικό που γνωρίζαμε να επιστρέφει δυναμικά στα πλαίσια ενός νέου setting. Κάπου εδώ όμως ερχόμαστε να αναρωτηθούμε το λόγο για τον οποίο δεν διατέθηκε από την αρχή. Το Watch Dogs: Legion είναι ένα παιχνίδι που ήταν προγραμματισμένο για κυκλοφορία πολύ νωρίτερα και καθυστέρησε λόγω της ανάγκης για περαιτέρω βελτίωση.
Τα προβλήματα που έχουμε όμως αναφέρει μέχρι στιγμής κάθε άλλο παρά δικαιολογούν αυτή την καθυστέρηση. Θα περιμέναμε να δούμε πολύ υψηλότερα ποιοτικά standards και βελτιώσεις σε πολλά σημεία, και όχι γοργά βήματα προς τα πίσω. Εκτός, φυσικά, αν η προσθήκη ενός Store, το οποίο περιμένει τους παίκτες να δαπανήσουν τα πραγματικά χρήματά τους ήταν μια από τις πιο αναμενόμενες προσθήκες της σειράς και κάτι που αποζητούσαν όλοι οι απανταχού παίκτες. Σε αυτή την περίπτωση, it’s a job well done και χαιρετίζουμε την απόφαση της εταιρείας να εισάγει microtransactions σε άχρηστα διακοσμητικά και πράκτορες, εφάμιλλους των οποίων μπορούμε να βρούμε μέσα στο παιχνίδι.
Εν τέλει, το Λονδίνο του Watch Dogs: Legion είναι ένα ζοφερό μέρος για να ζει κανείς. Η σύγχρονη pop culture μάς έχει δώσει αρκετές τέτοιες εικόνες και συναφές υλικό για να απευχόμαστε με όλη μας την καρδιά να ανταμώσουμε στο μέλλον. Η εμπειρία, ωστόσο, που προσφέρει το παιχνίδι, είναι ακόμα πιο ζοφερή, είναι κάτι που αγγίζει τα όρια του καταναγκαστικού. Όλα όσα το παιχνίδι έχει υποσχεθεί ότι (θα) κάνει κατά καιρούς, τα έχει αναιρέσει λόγω της ίδιας της φύσης του, χωρίς να μπορέσει να εξηγήσει το λόγο. Η έλλειψη ενός ισχυρού και συναρπαστικού campaign, τα όποια gameplay ζητήματα ξεπετάγονται σαν μανιτάρια εδώ και εκεί και, κυρίως, ο λόγος για τον οποίο δεν έχουμε έναν κεντρικό πρωταγωνιστή είναι από μόνα τους αρκετά για να μιλάμε για τον χειρότερο τίτλο της σειράς, αλλά και να αποκρούσουμε με ατράνταχτα επιχειρήματα όσους θα ισχυριστούν για το αντίθετο.
Για να είμαστε ειλικρινείς, θεωρούμε πως ο βαθμός που συνοδεύει το παιχνίδι δεν είναι και ο βαθμός που άξιζε να του δώσουμε, καθώς το παιχνίδι ξεκινά με ένα βαθμολογικά χαμηλό ταβάνι. Όμως, το Watch Dogs: Legion το σώζει ένα και μόνο πράγμα: το γεγονός ότι καταφέρνει να κάνει τον παίκτη να σκεφτεί και να αναλογιστεί ορισμένα ζητήματα, τα οποία μας κάνουν να βγαίνουμε έξω από τη φούσκα της απάθειας και της αδιαφορίας που περιβάλλει την ήρεμη ζωή μας. Και όλη αυτή η εσωτερική αναζήτηση ισχυροποιείται με όλα αυτά τα στοιχεία που είναι ξεχασμένα εδώ και εκεί και μιλούν με τη φωνή των ανθρώπων ενός καταπιεσμένου Λονδίνου. Αυτό έγινε και στα προηγούμενα παιχνίδια της σειράς, αλλά το Watch Dogs: Legion το κάνει πιο έντονο, πιο φορτισμένο ίσως.
Η Ubisoft έχει υποσχεθεί πρόσθετο περιεχόμενο στο μέλλον, συμπεριλαμβανομένου του online component, το οποίο ίσως και να δώσει μια νέα πνοή σε ό,τι μας παραδίνει αυτή τη στιγμή. Μεγάλο φάουλ, το ξαναλέμε, καθώς το online multiplayer κομμάτι ήταν και θα εξακολουθήσει να είναι από τα σήματα κατατεθέν ολόκληρης της σειράς – αλλά πιθανόν άλλα πράγματα είχαν περισσότερη σημασία αυτή τη στιγμή. Και έχουμε και ένα μελλοντικό story expansion στο Season Pass, που θα σχετίζεται με την επιστροφή του Aiden Pierce και ενός μάλλον περίεργου μέλους της DedSec που γνωρίσαμε στο Watch Dogs 2.
Θεωρούμε απαράδεκτο, όμως, να περιμένουμε ένα story DLC για να ανακαλύψουμε αν η ελλιπής ιστορία του παιχνιδιού έχει κάποια περιθώρια βελτίωσης σε σχέση με την τρέχουσα κατάσταση του τίτλου. Έτσι, το ταξίδι στο Λονδίνο είναι πραγματικά απόφαση του κάθε παίκτη ξεχωριστά. Και αν αποφασίσει κανείς να το προσπεράσει για την ώρα, να μην ανησυχεί: κανείς δεν θα στείλει κανέναν πράκτορα να σας ζητήσει τον λόγο της αποχής σας.
Το Watch Dogs: Legion κυκλοφορεί από τις 29/10/2020 για PS4, PC και Xbox One. Στα PS5 και Xbox Series X|S θα αναβαθμιστεί δωρεάν με την κυκλοφορία των συστημάτων. Το review βασίστηκε στην έκδοσή του για PC με review code που λάβαμε από τη CD Media.