Περίεργη περίπτωση το Ghost Song. Τη μια στιγμή στέκεσαι και θαυμάζεις τον παράξενο κόσμο που σε έβαλε πάλι ένα videogame, και την επόμενη αναρωτιέσαι τι ρόλο εξυπηρετεί αυτό το ύποπτα άδειο δωμάτιο που μόλις ανακάλυψες, διότι η “λογική” λέει ότι «αποκλείεται να μην έχει τίποτα εδώ μέσα».
Απολαμβάνεις την κλίμακα των χώρων, τα τεράστια χάσματα στο κενό, που δίνουν τη θέση τους σε βωβούς, μακροσκελείς διαδρόμους, για να αναρωτηθείς – κάθε φορά που συμβαίνει, «τι ακριβώς εξυπηρετεί η κατανάλωση stamina όταν επιχειρείς sprint, γιατί δεν με αφήνει να τρέξω;».
Έχει κάτι τέτοια “κουφά” στο σχεδιασμό του το Ghost Song αλλά να του κακιώσεις δεν μπορείς, καθότι (αν μη τι άλλο) έχει καρδιά. Προσπαθεί να κάνει διαφορετικά πράγματα μαζί, κάπου στραβοπατάει, αλλά το τελικό αποτέλεσμα ικανοποιεί και, σε σημεία, συναρπάζει. Από τη μια πιάνει ένα συναίσθημα αρκετά διαφορετικό από εκείνο που προσφέρει τελευταία η κατηγορία ενώ, από την άλλη, μοιάζει με έναν τίτλο που έπεσε σε κυκεώνα σχεδιαστικών επιλογών στη δεκάχρονη πορεία ανάπτυξής του.

Η ιστορία του λέει ότι ξεκίνησε το 2013 ως kickstarter, όταν πέντε χρόνια αργότερα, το 2018, άλλαξε τελείως game engine με όσα αυτό συνεπέφερε στην ανάπτυξη. To Ghost Song είναι ένα “2D exploration action” , δηλαδή κάτι σε “Metroidvania”, δηλαδή κάτι σε “Metroidvania Soulslike”, που ξεκίνησε την ανάπτυξή του τη στιγμή πάνω που το είδος πάταγε γκάζι, και πριν καν κάνουν την εμφάνισή τους οι τίτλοι των Ska Studios και Team Cherry.
To Ghost Song είναι περίεργη περίπτωση γιατί προσπαθεί κάτι σαν και αυτό που έκανε το Vigil: The Longest Night και συγκεκριμένα αυτό που περιγράφει ο Νικόλας στα θετικά του review: «Μεγάλος αριθμός από quests, κάτι που γενικά δεν συναντάται στο είδος των δισδιάστατων platformers». Ο τρόπος που επιλέγει να το κάνει είναι πάντα συζητήσιμός μιας και η «τεχνητή επιμήκυνση» του ενός, θα είναι ο «λόγος για εξερεύνηση» του άλλου. Είναι ωραίο συναίσθημα όταν συναντάς έναν τίτλο που μπορεί να προσφέρει αντικρουόμενα συναισθήματα με τον σχεδιασμό του.

Βέβαια, πέρα από την όποια δραματοποίηση, οι 13 και κάτι ώρες που χρειάστηκαν για credits πέρασαν νερό. Το Ghost Song είναι ένας κλώνος του Super Metroid, όπου σύμφωνα με τον δημιουργό του «ξεκίνησε να φτιάχνεται σε μια περίοδο όπου η απουσία της Samus ήταν αισθητή». Η εξερεύνηση για απόκτηση power-ups που ξεκλειδώνουν σταδιακά τον χάρτη, είναι Metroid. Το ατσούμπαλο shooting, είναι Metroid. Το αίσθημα της απομόνωσης σε έναν αλλόκοτο πλανήτη που δημιουργεί, είναι Metroid.
Στο δεύτερο στοιχείο της σύνθεσής του μοιάζει περισσότερο με FROM Software παρά οτιδήποτε άλλο. Έλα όμως που δεν είναι ούτε Metroid/ Soulslike. Δηλαδή, δεν μπορείς να το πεις έτσι, γιατί αμέσως παραπλανείς. Χαρακτηρίζοντας κάτι ως “soulslike”, εμμέσως πλην σαφώς δηλώνεις συγκεκριμένα πράγματα που αφορούν το “τανγκό” του συστήματος μάχης με την πρόκληση, ασχέτως εάν αυτή η επεξήγηση του όρου (εσκεμμένα ή μη) τυγχάνει κάκιστης ερμηνείας.
Βάσει αυτής, “soulslike” μπορείς να πεις το Hollow Knight, όχι το Ghost Song. Κι όμως, στο Ghost Song χάνοντας, σου πέφτουν τα nanogels και πρέπει να επιστρέψεις να τα μαζέψεις. Ή μπορεί να μην επιστρέψεις διότι ανοίγοντας τον χάρτη τα βλέπεις να λαμπυρίζουν σαν μια μικρή, πράσινη φλόγα αλλά είναι τόσο μακριά που αποφασίζεις να τα αποχαιρετήσεις για πάντα.

Εκεί που επιστρέφεις σίγουρα είναι στο πλησιέστερο save station μετά από κάθε θάνατο. Υπάρχουν μικρά και μεγάλα save stations. Στα μικρά απλά σώζεις την πρόοδο, στα μεγάλα υπάρχει πάντα ένα τεράστιο ρομπότ, που ξοδεύοντας τα nanogels ανεβαίνεις levels, αυξάνοντας κάποιο ή κάποια από τα τρία στατιστικά. Τα nanogels εκτός από XP έχουν και ρόλο χρημάτων, αφού μπορείς να αγοράσεις από τον merchant NPC (ή τους merchants, εάν βρεις τον κρυμμένο δεύτερο).
Ναι, έχει και NPCs το παιχνίδι. Που μιλάνε ακαταλαβίστικα, που ενώ μιλάνε ακαταλαβίστικα, ταυτόχρονα δίνουν και quest που δεν καταγράφεται πουθενά και πρέπει μόνος σου να βγάλεις άκρη, που ενώ σου μίλησαν ακαταλαβίστικα και σου άνοιξαν quest, αλλάζουν τοποθεσία και δεν ξέρεις (ή περίπου ξέρεις) που θα τους πετύχεις. Και όμως, δεν μπορείς να το πεις “soulslike” ούτε τώρα, γιατί ενώ γράφεις και επεξηγείς τα δάνεια από τα παιχνίδια της FRΟΜ, ο άλλος περιμένει να τελειώσεις για να σε ρωτήσει για πρόκληση και σύστημα μάχης και boss fights.

Οπότε, πετάμε το “soulslike” της κακής ερμηνείας, και ονομάζουμε “post-Metroid 2D exploration action” ή σκέτo “post-Metroid” το Ghost Song. Τι θα μπορούσε να ήταν άραγε ένα post-Metroid; Ό,τι είναι το post-rock για το rock αλλά από την ανάποδη, δηλαδή ένα Metroid με lyrics. Αυτό ουσιαστικά είναι το στοιχείο που χαρακτηρίζει το Ghost Song. Ένα Metroid με NPCs και διαλόγους βασισμένο στην αφαιρετική λογική ενός Dark Souls, με έμφαση στο «ζεν» της εμπειρίας παρά στο «skill» της πρόκλησης.
Από τη μια έχουμε την καταπληκτική Deadsuit, την πρωταγωνίστρια του τίτλου που δεν ξέρουμε καν τι είναι. Αλλά ούτε και αυτή ξέρει. Να είναι κάποια γυναίκα μέσα στη στολή; Κάποια A.I.; Να είναι ανδροειδές ή μήπως η στολή είναι στοιχειωμένη; Ουδείς γνωρίζει. Η ηθοποιός πάντως που δανείζει τη φωνή της κάνει καταπληκτική δουλειά στη μεταφορά συναισθημάτων. Είναι εξαιρετική.
Οι λακωνικές αντιδράσεις στον σχολιασμό αυτών που παρατηρεί είναι σε απόλυτη σύμπνοια με το αλλόκοτο περιβάλλον γύρω της. Τα λόγια παρηγοριάς στους «ναυαγούς του διαστήματος» και η αυθεντική απορία που εκφράζει όταν δέχεται προσωπικές ερωτήσεις, συνθέτουν μια ακαταμάχητα συμπαθή προσωπικότητα.

Το υπόλοιπο καστ χαρακτήρων, οι επιζήσαντες δηλαδή της συντριβής, τοποθετούνται κατά τέτοιο τρόπο στην ιστορία και το gameplay που εγείρει διάφορες ενστάσεις σχετικά με τον κεντρικό ρόλο που έχουν. Με το που ανοίγει τα μάτια της η Deadsuit, αμέσως την περιμένει η πρώτη εξ αυτών για να της καταδείξει το βασικό ζητούμενο: Να βρει την τοποθεσία του Crash Site όπου έχουν κατασκηνώσει οι επιζήσαντες. Η πρώτη αναγνωριστική εξόρμηση του κόσμου που ανοίγεται μπροστά μας, δημιουργεί συναισθήματα απομόνωσης και θαυμασμού χάρη στην εξαιρετικά φροντισμένη οπτικοακουστική απόδοση.
Το λεγόμενο environmental storytelling είναι πανταχού παρόν, με τα σχόλια της Deadsuit να χρωματίζουν εύστοχα τον σκοπό του. Κάποιοι περίεργοι αστερίες οπισθοδρομούν τρομαγμένοι μπροστά στην παρουσία μας, αφήνοντας έναν πνιχτό ήχο. Ένα αποσπώμενο μέρος ενός εγκαταλελειμμένου σκάφους λούζεται υπό το φως που εισέρχεται από το στόμιο της χαραμάδας, σηματοδοτώντας πλέον το σταυροδρόμι του συμπλέγματος σπηλιών. Αριστερά του σημείου εκκίνησης μάς περιμένει καρτερικά το πρώτο πανίσχυρο αυτόχθον πλάσμα, θέτοντας ευθύς εξαρχής τα όριά μας.

Η Deadsuit μάχεται με ένα περιορισμένης εμβέλειας οπλοπολυβόλο, που αποτελεί προέκταση του δεξιού της χεριού. Οι βολές κατά ριπάς έχουν ως αποτέλεσμα την υπερθέρμανση του όπλου, μειώνοντας κατά αυτόν τον τρόπο τη συχνότητα και την ισχύ των βολών. Η Deadsuit όμως μπορεί να επιτεθεί και εξ επαφής. Όσο περιμένει να κυλήσουν τα δευτερόλεπτα μέχρι να κρυώσει το οπλοπολυβόλο, η melee της ικανότητα έχει ενδυναμώσει, με αποτέλεσμα να επιφέρει πολύ μεγαλύτερη ζημιά στον αντίπαλο.
Σε έναν μηχανισμό δούνε και λαβείν, η μάχη του Ghost Song διεξάγεται σε μέση απόσταση. Το blaster μάς δίνει μια σχετική απόσταση ασφαλείας, αλλά ποτέ δεν θα πετύχουμε στόχο από τη μια άκρη της οθόνης στην άλλη. Η melee επίθεση δεν μας καθιστά ευάλωτους στις μάχες σώμα με σώμα, όμως για τη μέγιστη χρησιμότητά της πρέπει το blaster να έχει πρώτα υπερθερμανθεί.
Η αρχή αυτή ορίζει τον τρόπο μάχης όμως δεν αποτελεί τον μοναδικό κανόνα. Το ταξίδι της Deadsuit κρύβει ποικίλες ευκαιρίες παραμετροποίησης, με νέα melee όπλα, περίπου δέκα ξεχωριστούς τύπους blaster και σχεδόν τριάντα διαφορετικά modules για την στολή, που αλλάζουν τους συσχετισμούς.

To Ghost Song δεν επιθυμεί να εντρυφήσει εις βάθος σε ένα “soulslike” σύστημα αναβάθμισης που θα βασιζόταν σε “builds”. Ποικιλομορφία θέλει να δώσει μέσα από την επιλογή των modules της στολής. Μακάρι να μπορούσαμε να βάλουμε εκείνο το module που δίνει την ικανότητα να χάνουμε λιγότερα nanogels σε κάθε θάνατο. Το κόστος του όμως σε power είναι 6, και με μια στολή που αυτή τη στιγμή έχει συνολική δύναμη 20, η προτίμησή μας διαμοιράζεται μεταξύ εκείνων που φέρνουν τη μάχη στα μέτρα μας και εκείνων που βοηθούν στην εξερεύνηση.
Στο επόμενο ίσως level-up, όπου θα ανέβει και η δύναμη της στολής μαζί με το στατιστικό που θα επιλέξουμε να ανεβάσουμε (με το Gunfire να έχει πάντα προτεραιότητα έναντι των Vigor και Resolve). Το «περιορισμένο inventory» σε χρήση modules δίνει την ψευδαίσθηση της επιλογής, προσφέροντας πολλά και βάζοντάς μας να διαλέξουμε λίγα. Οι επιλογές αυτές δεν διακρίνονται για την ισορροπία τους, με αρκετές εξ αυτών να διατελούν διακοσμητικό ρόλο και, με ένα melee σύστημα μάχης σε σχεδόν “έκτακτη” συμμετοχή, το Ghost Song κάνει ξεκάθαρο στον παίκτη ότι πρωτίστως πρόκειται για ένα παιχνίδι βολών, με συγκρατημένη διάθεση και στατικό χαρακτήρα, σε σχέση με την ορμή και επιθετικότητα που χαρακτηρίζουν τις εκφάνσεις του «-vania» φάσματος.

Συνέπεια του πιο «χαλαρού» συστήματος μάχης είναι οι αναμετρήσεις με τα bosses, όπου τα μετρημένα patterns έρχονται με τη σειρά τους να καταδείξουν του λόγου το αληθές για την παρερμηνεία που μπορεί να προκύψει στο προσωνύμιο “soulslike”. Θαρραλέα, πάντως, το Ghost Song επιλέγει περισσότερα “humanoids” παρά “monsters” ως αναμετρήσεις με bosses.
Η ελευθερία στην εξερεύνηση λειτουργεί άψογα στην οικειοποίηση του περιβάλλοντος και του χειρισμού της Deadsuit, μπορεί όμως να φτάσει τόσο μακριά όσο τα φυσικά όρια και εμπόδια της επιτρέπουν. Εκπλήξεις που δεν θα αναφέρουμε, γιατί θα πάψουν να είναι εκπλήξεις, φυσικά δεν λείπουν. Όμως μοιραία ο δρόμος τελικά οδηγεί στο Crash Site. Το ταξίδι του μέλιτος λαμβάνει τέλος και το Ghost Song αρχίζει να μπαίνει στα βαθιά. Η παρουσία των NPCs είναι σημείο καμπής για τον τίτλο, καθότι εισάγει επιπλέον δεδομένα στον γνώριμο ρυθμό που είχε θέσει έως εκείνη τη στιγμή.
Η κεντρική πλέον αποστολή της Deadsuit είναι να βρει και να επιστρέψει στο Crash Site πέντε αντικείμενα, ώστε να μπορέσει το σκάφος να επιδιορθωθεί και να την κοπανήσουν όλοι αλώβητοι. Σε κάθε μήκος και πλάτος του χάρτη μαρκάρονται τα πέντε σημεία, ώστε να ξέρουμε πού πρέπει να καταλήξουμε, με επιπλέον οδηγίες για το πού θα ήταν καλύτερα να πάμε πρώτα. Από εκεί και πέρα, σιγή ασυρμάτου, με τα πάντα να είναι ελεύθερα στη διάθεση του παίκτη για το πώς θα προσεγγίσει το κάθε ζητούμενο και με ποια σειρά.

Επιλέγοντας να ακολουθήσουμε πρώτα τις συμβουλές και ύστερα να χαθούμε στον ανοιχτό κόσμο, το ταξίδι μας κατέληξε στην περιοχή του Junkpit. Εκεί, το Ghost Song πατά το διακόπτη του Death Stranding. Βρίσκοντας το αντικείμενο για το σκάφος, πρέπει αμέσως να πάρουμε το ταξίδι της επιστροφής, καθότι η Deadsuit δεν μπορεί να κουβαλά περισσότερα του ενός αντικείμενα για τη βασική αποστολή. Η δυνατότητα για τηλεμεταφορά μεταξύ των μεγάλων save stations παύει να υφίσταται όσο κουβαλάμε το αντικείμενο, και το ταξίδι της επιστροφής δυσκολεύει με την εμφάνιση νέων απειλών.
Η περιήγηση αυτομάτως γίνεται περισσότερο προσεκτική, περισσότερο εστιασμένη στους κινδύνους του περιβάλλοντος, με βραχυπρόθεσμο στόχο να βρούμε το επόμενο save station διότι άπαξ και χάσουμε, επιστρέφουμε στο δωμάτιο που βρήκαμε το αντικείμενο του σκάφους. Το ταξίδι της επιστροφής από το Junkpit προς το Crash Site συμβαίνει σε ένα σημείο όπου η Deadsuit δεν έχει το εύρος των δυνάμεων που αποκτά κατά τη διάρκεια των τεσσάρων επόμενων στόχων, συνεπώς η δυσκολία του εγχειρήματος δεν αποτελεί ενδεικτικό στοιχείο για τη συνέχεια.

Ύστερα από ένα ταξίδι γεμάτο ένταση, ο ρυθμός πέφτει ακαριαία στο Crash Site όπου ξαφνικά βρισκόμαστε μπροστά σε διαλόγους με NPCs που, όπως είπαμε, υιοθετούν την αφαιρετική “soulslike” λογική, διακόπτοντας απότομα τη ροή στην οποία είχαμε μπει. Η εξάντληση των διαλόγων είναι πιθανό να οδηγήσει στην έναρξη κάποιου quest με αλυσιδωτή εξέλιξη, το οποίο ολοκληρώνεται ύστερα από τρία και τέσσερα βήματα αν καταφέρουμε να αποκωδικοποιήσουμε τα λεγόμενα. Κάθε φορά που η Deadsuit επιστρέφει ένα αντικείμενο της βασικής αποστολής, το παιχνίδι τη βάζει για ύπνο, αλλάζοντας το global state των NPCs στη νέα ημέρα που ξεκινά.
Επομένως, σε αυτό το σημείο το Ghost Song πέφτει σε μια επικίνδυνη λούπα διότι για να αποκαλυφθεί όλο το εύρος των συνθηκών που δημιουργεί κάθε αποστολή των NPCs, χρειάζεται ενδελεχές ψάξιμο σε κάθε μήκος και πλάτος του χάρτη κάθε φορά και πριν την παράδοση του επόμενου αντικείμενου για τη βασική αποστολή. Ξαφνικά τα περιέργως άδεια δωμάτια βγάζουν νόημα. Κάποιες “τυχαίες” συναντήσεις κάθε άλλο παρά τυχαίες είναι. Ο λόγος που δεν βρήκαμε όλα τα modules τερματίζοντας το παιχνίδι εξηγείται.
Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι όλο αυτό είναι στα πλαίσια του προαιρετικού περιεχομένου και, τέλος πάντων, δεν είναι απαραίτητο για να φτάσει κανείς στο τέλος. Το τέλος που θα παίξει όμως, είναι άμεσα συνυφασμένο με τις ιστορίες αυτών των χαρακτήρων, κάνοντας ένα δεύτερο πέρασμα σε «New Game +» να δείχνει ακόμα ελκυστικότερο. Τα διαθέσιμα επίπεδα δυσκολίας είναι δύο, το Original και το Explorer, με τις διαφορές τους να κυμαίνονται στα μικρότερες ποινές που επιφέρει ο θάνατος στη δεύτερη περίπτωση.

Αναμφίβολα οι NPCs δίνουν μια μοναδική διάσταση στις περιπλανήσεις μας με την παρουσία τους. Κάθε ένας από αυτούς έχει δεχθεί ιδιαίτερη φροντίδα, ακόμα και αν καμιά φορά οι συζητήσεις για γάτες ή για ποίηση μοιάζουν αδιάφορες ή φευγάτες, απόρροια ενδεχομένως των συνθηκών εγκλεισμού που βιώνουν. Η προσοχή μας εντείνεται όταν εξηγούν μέρος της ιστορίας, ενώ ένα τυχαίο συναπάντημα μιας γνωστής φυσιογνωμίας στη μέση του πουθενά αποτελεί πάντα μια στιγμή αγαλλίασης. Δεν είναι όμως όλοι οι NPCs φιλικοί και με αγαθές προθέσεις, κάτι που η Deadsuit πρέπει να έχει συνεχώς κατά νου.
Το τέλος που είδαμε ήταν σαφώς απογοητευτικό, διότι δεν εμβαθύναμε στο questing σύστημα του Ghost Song. Φανταζόμαστε οι πιο υπομονετικοί εκεί έξω θα έχουν ήδη ανακαλύψει τα πάντα, πού βρίσκεται ο κάθε NPC, πού πηγαίνει με κάθε επιστροφή νέου αντικειμένου, τι αλλάζει και ποια είναι τα διαφορετικά τέλη. Μπορούμε πάντως με ασφάλεια να ομολογήσουμε ότι η πληθώρα μυστικών είναι μέρος του Ghost Song, με όσα ανακαλύψαμε να αποτελούν πάντα μια ευχάριστη (ή δυσάρεστη, στην περίπτωση μιας δύσκολης αναμέτρησης) έκπληξη.
Ακόμα και η λάθος στροφή έχει να ανταμείψει με κάτι την περιέργεια του παίκτη που θα την πάρει. Πρόκειται για μια αλήθεια που θα μπορούσε να ισχύει για το σύνολο του Ghost Song, σαν ένα δρόμο που η Samus Aran δεν ακολούθησε ποτέ, για μια διαδρομή που φαίνεται πως πλέον έχασε το τρένο. Το Ghost Song είναι ένα “2D Exploration Action” με έναν post-Metroid ύφος που το ίδιο το Metroid εγκατέλειψε προς χάρη ενός σύγχρονου “Metroidvania”. Μια περίεργη αλλά συνάμα συναρπαστική περίπτωση παιχνιδιού.
Ευχαριστούμε τoν Matt White, δημιουργό του Ghost Song, που ανταποκρίθηκε στη πρόσκληση του GameOver για review του τίτλου. Το review πραγματοποιήθηκε σε Xbox Series. Το Ghost Song κυκλοφορεί σε PC, Xbox One, PS4, PS5, Nintendo Switch, Game Pass και Humble Choice.