Η Liberty City της CD Projekt.
Ήδη καλύψαμε ένα μεγάλο μέρος της κριτικής μας για το Cyberpunk 2077 στο εκτενέστατο preview, γραμμένο στις -σχεδόν- 60 ώρες παιχνιδιού (όπου αναφερόμαστε εκτενώς στην οδήγηση, τη δομή των αποστολών και το σχεδιασμό της πόλης, μεταξύ άλλων). Έχοντας πλέον ολοκληρώσει πλήρως το παιχνίδι στις 80 ώρες, στο παρόν review θα επικεντρωθούμε στο νευραλγικό κομμάτι του σεναρίου και των main και side missions, παραθέτοντας επίσης μία εκτενέστερη ματιά στο gameplay.
Είναι αυτονόητο ότι όποιος απέφυγε την πλειοψηφία του προωθητικού υλικού και θέλει να εισέλθει στον κόσμο του Cyberpunk 2077 δίχως το παραμικρό spoiler, τότε θα πρέπει να αποφύγει τις επόμενες παραγράφους. Στο σχολιασμό του σεναρίου που θα ακολουθήσει θα αναφερθούν πληροφορίες που έχουν ήδη γίνει γνωστές μέσω επισήμων trailers και gameplay βίντεο, αποφεύγοντας spoilers κατά το δυνατό.
Ως γνωστόν ο αρσενικός ή θηλυκός πρωταγωνιστής, ονόματι V (στο πρώτο playthrough επιλέξαμε τον αρσενικό V) μπορεί να ξεκινήσει την περιπέτειά του σε μία από τις τρεις διαφορετικές αφετηρίες, λαμβάνοντας τον ρόλο του nomad (ένας νομάς δηλαδή που μετακινείται συνεχώς), street kid (το παιδί της πιάτσας) ή corpo (φτασμένος επιχειρηματίας που δουλεύει στους ψηλούς ορόφους των ουρανοξυστών). Είναι μία αρχική επιλογή που καθορίζει ως ένα βαθμό την προσωπικότητα του V, βάσει της οποίας εμφανίζονται σε διάφορα σημεία συγκεκριμένες αποκρίσεις, οι οποίες αφορούν στις γνώσεις που υποθετικά έχει αποκτήσει από την εκάστοτε πορεία της ζωής του. Συν τοις άλλοις η επιλογή της αφετηρίας καθορίζει τα πρώτα 10-15 λεπτά ενασχόλησης, τα οποία είναι μεν διαφορετικά αλλά εν τέλει συγκλίνουν ακριβώς στην ίδια αφετηρία για όλους τους χαρακτήρες.
Γενικά αυτό το υπόβαθρο αποτελεί μία καλοδεχούμενη πινελιά που δίνει ένα ευπρόσδεκτο βάθος στην προσωπικότητα του V (παρόλο που δεν επηρεάζει ριζικά την έκβαση των quests), δηλώνοντας συχνά το παρόν στις διάφορες συζητήσεις με NPCs. Η εκτενής εισαγωγή που ακολουθεί το πέρας της αφετηρίας (και είναι κοινή για όλους) ενδέχεται να διαρκέσει 6-16 ώρες, μέχρι δηλαδή να αποκαλυφθεί ο κεντρικός σεναριακός πυρήνας για τη βασική αποστολή του V.
Κατά τη διάρκεια μίας ληστείας, με στόχο μία υπερανεπτυγμένη τεχνολογία, η διαδικασία θα πάει στραβά και ο V θα καταλήξει με ένα πειραματικό τσιπ στον εγκέφαλό του, το οποίο περιέχει τη νοημοσύνη και συνείδηση του Johnny Silverhand. Ο τελευταίος ήταν ένας αναρχικός ροκάς που βρήκε τον θάνατό του το 2023 έπειτα από μία βομβιστική επίθεση στον ουρανοξύστη της Arasaka (ο ιαπωνικός επιχειρηματικός κολοσσός που διαφεντεύει στη Night City, με μεγάλη επιρροή και σε παγκόσμιο επίπεδο).
Από εκεί και ύστερα ξεκινάει ένα (θεωρητικό) τρέξιμο ενάντια στο χρόνο καθώς αυτή η νέα προσωπικότητα που εμφυτεύεται στον V από τη μία δεν γίνεται να αφαιρεθεί δίχως να οδηγήσει στο θάνατό του, από την άλλη απειλεί την ακεραιότητα της ίδια του της συνείδησης με το πέρασμα των ημερών. Η κατάσταση περιπλέκεται όταν κατά τη διάρκεια της προαναφερθείσας ληστείας ο V γίνει αναπάντεχα μάρτυρας δραματικών συμβάντων σχετικά με την κεφαλή της Arasaka. Αποτελεί μία ιδιαίτερα δυνατή εισαγωγή, με έντονο ρυθμό στην αποστολή της ληστείας, που θέτει γερές βάσεις για μία καθαρόαιμη cyberpunk περιπέτεια που αφορά επικίνδυνα υπερεξελιγμένα εμφυτεύματα, αδίστακτες μεγαλοεταιρίες, επισκέψεις στον κυβερνοχώρο και επαφές με διάφορες συμμορίες, που δίνουν την εντύπωση ότι θα μπορούσαν να βρίσκονται κάλλιστα σε μία φουτουριστική εκδοχή του The Warriors (1979).
Η CD Projekt είχε αποδείξει ήδη από τα Witcher 2 και Witcher 3 τη μέγιστη προσοχή που δίνει στον τομέα των ηθοποιών και το σεναριακό ντύσιμο κάθε πτυχής του κόσμου τους, κάτι που επαναλαμβάνει στο έπακρο με το Cyberpunk 2077, σημειώνοντας παράλληλα ένα άλμα στην απόδοση των διαλόγων επί της οθόνης. Η συντριπτική πλειοψηφία των ηθοποιών αποδίδουν με πλήρη επαγγελματισμό και με απόλυτα ταιριαστές φωνές τους διαλόγους τους, συμβάλλοντας καταλυτικά στην πειστικότητα της ανάπτυξης σχέσεων καθώς και στις σκηνές συναισθηματικής φόρτισης.
Μεγάλη προσοχή έχει δοθεί και στην ιδιότυπη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ V και Johnny, τον οποίο, ως γνωστόν, υποδύεται ο Keanu Reeves, αποτελώντας μακράν το πιο ηχηρό όνομα των ηθοποιών (που δεν μεταφράζεται βέβαια και ως ο πιο ταλαντούχος). Δεν είναι μυστικό ότι ο Reeves δεν ήταν ποτέ κάποιος οσκαρικός ηθοποιός και μάλιστα θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει κανείς άνετα για το αντίθετο, ανεξάρτητα από τις τεράστιες παραγωγές όπου έχει πρωταγωνιστήσει. Εντούτοις, τελικά αποδεικνύεται ως μία πραγματικά ταιριαστή επιλογή για τη συγκεκριμένη περσόνα, ενός χαρακτήρα που παραμένει από την αρχή έως το τέλος άξεστος, εγωκεντρικός, κυνικός, ναρκισσιστής και παράλληλα δυναμικός, ατρόμητος και έτοιμος να έρθει σε σύγκρουση με οποιαδήποτε μορφή εξουσίας, όσο ισχυρή κι αν είναι, συνθέτοντας έναν ιδανικό αντι-ήρωα.
Η αντιδραστική του φιγούρα έρχεται πολλές φορές ως αντίβαρο στην πιο ήπια προσωπικότητα του V, προσπαθώντας σε διάφορες στιγμές να επηρεάσει τις αποφάσεις του. Το θετικό είναι ότι ο Johnny είναι ένας χαρακτήρας με βάθος που δεν καταφεύγει σε κλισέ, όπως το να έχει τον ρόλο ενός μόνιμα “κακού” διαβολάκου στον ώμο του V. Αντιθέτως είναι ένας ανθρώπινος χαρακτήρας, με τα πάθη του, τα προτερήματα και τα ελαττώματά του.
Η προσοχή της CD Projekt στην καλλιέργεια της σχέσης μεταξύ V και Johnny είναι έκδηλη σε όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού. Ο Johnny δηλώνει παρών σε πολυάριθμες σκηνές δίχως να περιορίζεται στα main και side quests. Συχνά πυκνά εμφανίζεται ως ολόγραμμα σε διάφορα gigs (διάσπαρτες και καλοσχεδιασμένες μεμονωμένες αποστολές των 5-20 λεπτών), αλληλοεπιδρώντας πειστικά με το περιβάλλον και σχολιάζοντας ανάλογα με την περίσταση. Αυτή η συνεχής παρουσία πείθει έμπρακτα πως το σεναριακό εύρημα της δεύτερης προσωπικότητας στον εγκέφαλο του πρωταγωνιστή δεν εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο το κεντρικό σενάριο αλλά είναι αναπόσπαστο κομμάτι του συνόλου της εμπειρίας.
Πέραν όμως του Johnny, στο Cyberpunk 2077 θα βρείτε κι άλλους ιδιαίτερα αξιομνημόνευτους χαρακτήρες. Αυτές οι νέες γνωριμίες γίνονται τόσο μέσω των κυρίως αποστολών όσο και μέσω μηνυμάτων από αγνώστους, όσο περισσότερο ανεβαίνει η φήμη σας στη Night City. Από αυτές τις αποστολές ευτυχώς μόνο δύο side quests αναλώνονται σε ζητούμενα τύπου fetch (π.χ. συλλέξτε 20 κάρτες ταρώ). Όλα τα υπόλοιπα περιέχουν πολλαπλά ζητούμενα, που αποκαλύπτονται σταδιακά, σε διαδοχικές αποστολές, συνθέτοντας εκτενείς, πλήρεις και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες παράπλευρες ιστορίες.
Τα side quests, γενικά, είναι δουλεμένα και οι βασικοί χαρακτήρες που τα πλαισιώνουν είναι καλογραμμένοι και απόλυτα φυσικοί, καταφέρνοντας να μας κάνουν αβίαστα να νοιαστούμε για την έκβαση των περιπετειών τους. Ορισμένοι από αυτούς τους χαρακτήρες αποτελούν αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις προσωπικοτήτων που συναντάμε σε ελάχιστα βιντεοπαιχνίδια, οι οποίοι έχουν τόσο δουλεμένη και πειστική ιδιοσυγκρασία, ώστε να ξεχωρίζουν με ευκολία από τους εκατοντάδες NPC που έχουν περάσει από τις οθόνες μας. Είμαστε σίγουροι ότι ορισμένες από τις προσωπικότητες του Cyberpunk 2077 (όπως οι Panam και Judy) θα μείνουν αλησμόνητες, μαζί με λίγους και εκλεκτούς NPC άλλων κορυφαίων βιντεοπαιχνιδιών, ως παραδείγματα χαρακτήρων που δημιουργούν δέσιμο χάρη στην ανθρώπινη και φυσική γραφή τους.
Τα ζητούμενα των side quests είναι γενικότερα αποκομμένα από το κεντρικό σενάριο, κάτι που δίνει το ελεύθερο να μεταφέρουν διαφορετικές θεματικές, όπως πολιτικές ραδιουργίες, θρησκευτικές ανησυχίες, επανάσταση απέναντι σε συνθήκες εκμετάλλευσης και διάφορα άλλα, προσφέροντας ένα καλειδοσκόπιο διαφορετικών κοινωνικοπολιτικών πτυχών της Night City και των Badlands, ικανό να δώσει τροφή για σκέψη μέσω των αναπόφευκτων παραλληλισμών με τη δική μας κοινωνία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με τα πιο μικρά gigs, η δράση στις υποαποστολές έρχεται πολύ πιο συγκρατημένα, δίνοντας το ελεύθερο στις ξεχωριστές περιπέτειες να αναπτυχθούν μέσα από διαλόγους και ανάπτυξη χαρακτήρων. Από τη στιγμή που τα gigs κλίνουν στο 99% στη δράση η εναλλακτική προσέγγιση των side quests λειτουργεί ιδανικά και για τα δύο σκέλη που θα πρέπει να απαρτίζουν ένα πλήρες RPG, δηλαδή την ανάπτυξη του χαρακτήρα μέσα από πληθώρα επιλογών για τη μάχη καθώς και την ανάπτυξή του μέσα από τις σχέσεις που καλλιεργεί και καθορίζει με άλλους χαρακτήρες. Σημειωτέον ότι ακόμα και στο μικρότερο gig ενδέχεται να υπάρξουν αποφάσεις που καθορίζουν την εξέλιξή του, ενώ στα μεγαλύτερα quests αυτά τα κομβικά σημεία είναι πολύ πιθανό να σας βάλουν σε σκέψεις για αρκετή ώρα.
Η δουλειά που έχει γίνει και στο βασικό quest είναι εξίσου ποιοτική αν και δημιουργούνται ορισμένοι προβληματισμοί σχετικά με την έκτασή του. Έως το μέσο της περιπέτειας πλέκεται μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ίντριγκα γύρω από την προσωπική περιπέτεια του V και του τσιπ που έχει στον εγκέφαλό του. Η περιέργεια εξάπτεται από τα αρχικά στάδια, κάτι στο οποίο βοηθάει η -πάντα- ώριμη γραφή και οι προσεγμένες σχέσεις που αναπτύσσονται με τους διάφορους χαρακτήρες. Οι σταδιακές πληροφορίες που έρχονται στην επιφάνεια, μέσα από τα διάφορα σεναριακά νήματα, δίνουν την αίσθηση πως θα επακολουθήσει μία πολυεπίπεδη πλοκή, η οποία όμως, μετά τα μέσα του παιχνιδιού δείχνει σαν να αλλάζει ταχύτητες, κλείνοντας και ανοίγοντας τμήματα του σεναρίου με αρκετά γρήγορο ρυθμό.
Για να μην παρεξηγηθούμε η γραφή δεν αφήνει κενά, ούτε υπάρχουν σεναριακές τρύπες, ενώ και το φινάλε κλείνει απολύτως ικανοποιητικά, φέρνοντας την κατάλληλη συναισθηματική φόρτιση, με την κατάληξη να διαφέρει ανάλογα με ορισμένες δύσκολες επιλογές σε κομβικά σημεία που αλλάζουν άρδην τα τελευταία τμήματα του παιχνιδιού. Ωστόσο δίνεται η εντύπωση ή έστω δημιουργείται η επιθυμία για ένα σενάριο που θα μπορούσε να αναπτυχθεί περισσότερο σε διάφορες πτυχές που ανοίγονται, όπως, για παράδειγμα, η αποκάλυψη εσωτερικών εντάσεων στα υψηλά στρώματα της Arasaka ή οι ενδιαφέρουσες πληροφορίες που παρέχονται για ένα σκέλος της φύσης του διαδικτύου.
Για να αποφύγουμε τυχόν λάθος συμπεράσματα σχετικά με τη συνολική σεναριακή ποιότητα του Cyberpunk 2077, θα τονίσουμε και πάλι ότι η ένσταση που έχουμε αφορά καθαρά στην έκταση του βασικού quest και όχι στην ποιότητα που έχει αυτό καθ’ αυτό στη γραφή του. Από εκεί και ύστερα, τα side quests έρχονται για να αντισταθμίσουν αυτήν τη γρήγορη εξέλιξη, γεμίζοντας τον κόσμο με ενδιαφέρουσες παράπλευρες ιστορίες. Επιπλέον, το γοητευτικότατο lore του σύμπαντος του Cyberpunk 2077, που εκτείνεται και πέρα από τα όρια της Night City, εμπλουτίζεται με πλούσιο τρόπο μέσα από τα δεκάδες αρχεία κειμένου, ρίχνοντας φως στην ενδιαφέρουσα ιστορία αυτού του δυστοπικού κόσμου και της αδηφάγας κοινωνίας, όπου οι έντονες ταξικές διαφορές είναι πανταχού παρούσες, πλάι στον αδίστακτο κυνισμό και την απουσία οποιασδήποτε μορφής δικαιοσύνης και ηθικών κανόνων.
Επιστρέφοντας στο θέμα των quests θα πρέπει να τονιστεί πως η CD Projekt έδωσε πολύ μεγάλη προσοχή στην απόδοση των διαλόγων και τη φυσικότητα της εκφραστικότητας που έχουν οι κάθε λογής NPCs. Δεδομένου ότι το παιχνίδι εξελίσσεται πάντα από την προοπτική πρώτου προσώπου, οι σκηνές των διαλόγων βρίσκονται αδιάκοπτα σε πρώτο πλάνο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν υπάρχουν οι περίτεχνες γωνίες λήψης που να δείχνουν με διακριτό τρόπο πότε περνάμε από cutscene σε gameplay κομμάτι και το αντίθετο.
Είναι κάτι που βέβαια συμβαίνει στην πλειοψηφία των first person RPG, όπως το πρόσφατο Outer Worlds και τα διάφορα παιχνίδια της Bethesda, μεταξύ άλλων, όμως η CD Projekt πάει αυτή τη μέθοδο αφήγησης ένα βήμα παραπέρα. Η συντριπτική πλειοψηφία των NPC με τους οποίους ερχόμαστε σε επαφή βάσει σεναρίου (ακόμα και όταν αφορά μικρά gigs) διακατέχεται από φυσικότατη εκφραστικότητα στις κινήσεις του σώματος και του προσώπου. Ιδίως στα main και side quest η μοναδική ομαλότητα με την οποία εναλλάσσεται το gameplay με τις προσχεδιασμένες σκηνές συζητήσεων και δράσης, εν είδει cutscene, δημιουργούν μία πρωτοφανή αίσθηση αληθοφάνειας για το είδος που οδηγεί στην πλήρη απορρόφησή μας στον κόσμο του Cyberpunk 2077.
Περνώντας στα αμιγώς gameplay μονοπάτια η CD Projekt δείχνει αυτοπεποίθηση, μεταφέροντας σε έναν ανοικτό κόσμο διάφορους απαιτητικούς μηχανισμούς που πρωτίστως συναντάμε σε γραμμικά παιχνίδια. Το σύστημα ανάπτυξης χαρακτήρα λειτουργεί με τέτοιο τρόπο που από τα πρώτα σχεδόν βήματα έπρεπε να κατασταλάξουμε σε συγκεκριμένη πορεία για την προσέγγιση στις μάχες.
Συνολικά υπάρχουν πέντε attributes, με δύο ή τρία skill trees έκαστο, κάθε ένα εκ των οποίων περιέχει περίπου 20 perks. Οι πόντοι που δύναται να ξοδέψουμε έρχονται με φειδωλό ρυθμό, σε βαθμό που έως τους τίτλους τέλους φτάσαμε στο μάξιμουμ δύο attributes, ενώ τα άλλα μείνανε σε αρκετά χαμηλά επίπεδα. Χωρίς να μπούμε σε κουραστικές λεπτομέρειες για το περιεχόμενο των attributes, θα αναφέρουμε ότι διαφορετική επένδυση σε αυτά θα κάνει όποιος θέλει να ακολουθήσει stealth τακτικές, κάτι στο οποίο βοηθάει στα μέγιστα το hacking, αλλού θα τοποθετήσει τους πόντους όποιος επικεντρωθεί στην κατά μέτωπο επίθεση και διαφορετική κατανομή θα πρέπει να κάνει όποιος θελήσει συγκεκριμένα πυροβόλα όπλα ή melee.
Τα stealth μονοπάτια είναι απολύτως εφικτά για το μεγαλύτερο τμήμα του παιχνιδιού, επιτρέποντάς μας να αξιοποιούμε διάφορες hacking τεχνικές προκειμένου να χειραγωγήσουμε ή να ακινητοποιήσουμε εχθρούς από απόσταση καθώς και να εξουδετερώσουμε διάφορα συστήματα ασφαλείας.
Οι περιοχές δράσης (εξωτερικές και εσωτερικές) είναι σχεδιασμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρχουν πάντα εναλλακτικές πορείες προσέγγισης, ιδίως για όσους επιθυμούν να αποφύγουν κατά μέτωπο τακτικές. Ακόμα και στα πιο μικρά gigs πάντα θα υπάρχει κάποια κρυφή ή ελλιπώς φρουρούμενη πορεία προς το objective, αν και η πρόσβαση ενδέχεται να απαιτεί συγκεκριμένα attributes ή εμφυτεύματα. Παρόλο όμως που η stealth τακτική είναι σίγουρα απολαυστική, δεν λείπουν οι περιπτώσεις που σκοντάφτει σε κάποιες αφύσικες συμπεριφορές της A.I. Αν και είναι αρκετά εύκολο να σας αντιληφθούν οι εχθροί όταν βρίσκεστε στο οπτικό τους πεδίο ή να σημάνουν συναγερμό αν εντοπίσουν κάποιο πτώμα, που δεν θα σταματήσει ως διά μαγείας μετά από 1-2 λεπτά, η αλήθεια είναι ότι δείχνουν να έχουν κάποια θέματα με την ακοή και την περιφερειακή τους όραση.
Ιδίως στο θέμα της ακοής φαίνεται ότι αντιλαμβάνονται σχεδόν αποκλειστικά τον θόρυβο των βημάτων μας, και αυτό όποτε δεν προχωράμε σκυφτοί, αδιαφορώντας για αντικείμενα που μπορεί να πέφτουν δίπλα τους ή για την εκπυρσοκρότηση όπλου από κάποιον συμπολεμιστή τους που αυτοκτονεί στα πέντε μέτρα (έπειτα από hack). Εντούτοις, δεν γίνεται να παρά να αναφέρουμε ότι και πάλι απολαύσαμε τις stealth προσεγγίσεις, χάρη στην πλούσια εργαλειοθήκη των hacks και τις δουλεμένες εναλλακτικές διαδρομές που περιέχει κάθε περιοχή.
Στην καθαρά action και θορυβώδη προσέγγιση το gameplay παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Οι εχθροί κινούνται συνεχώς, αλλάζοντας καλύψεις και ωθώντας μας στη συνεχή κινητικότητα. Η ποικιλία του εξοπλισμού είναι ιδιαίτερα ικανοποιητική και η αίσθησή τους απολαυστική. Θα πρέπει βέβαια να το πλησιάσετε ως ένα σύστημα μάχης που ακολουθεί τις επιταγές των RPG. Τουτέστιν, ναι μεν το αν θα πετύχετε έναν εχθρό εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από το σημάδι σας, αλλά η ζημιά που θα του προκαλέσετε εξαρτάται από το επίπεδο του όπλου σας σε συνδυασμό με το επίπεδο του εχθρού.
Είναι μία gameplay προσέγγιση που συνολικά δουλεύει άρρηκτα και ισορροπημένα με το σύστημα των αναβαθμίσεων του χαρακτήρα και τους κανόνες των RPG, αποδίδοντας ιδανικά την αίσθηση της σταδιακής ενδυνάμωσης του χαρακτήρα. Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχει ένα απολύτως λειτουργικό σύστημα κάλυψης, που επιτρέπει στον χαρακτήρα μας να γέρνει αυτομάτως το σώμα του όταν σημαδεύουμε πίσω από επιφάνειες κάλυψης, βοηθώντας σημαντικά στην τακτική κίνηση στο πεδίο της μάχης. Σε γενικές γραμμές το σύστημα μάχης με πυροβόλα όπλα δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα πιο καθαρόαιμες FPS εμπειρίες.
Φτάνοντας προς το τέλος του κειμένου θα πρέπει και πάλι να τονίσουμε το εντυπωσιακότερο κομμάτι του τίτλου, παρόλο που αναλύσαμε preview μας, δηλαδή την απεικόνιση και σχεδιασμό της ίδια της Night City και των περιχώρων της. Ούτε λίγο ούτε πολύ η CD Projekt κατάφερε να αποδώσει το πιο όμορφο σύγχρονο αστικό περιβάλλον που έχουμε δει (ναι, διαδραματίζεται στο 2077 αλλά σαφέστατα δείχνει ως προέκταση του δικού μας παρόντος).
Αυτό το καταφέρνει όχι μόνο ως μία πολύ όμορφη εξωτερική βιτρίνα, αλλά παρέχοντας παράλληλα έναν ογκωδέστατο και πρωτοφανή, για τα δεδομένα του είδους, αριθμό εσωτερικών περιβαλλόντων (σε όλα εκ των οποίων μεταβαίνουμε δίχως το παραμικρό loading), τα οποία είναι σε μεγάλο ποσοστό μοναδικά σχεδιασμένα, ακόμα και για αποστολές που ενδέχεται να διαρκέσουν πέντε λεπτά. Αυτός ο υπερβάλλων ζήλος φυσικά αποδίδει καρπούς, συμβάλλοντας σημαντικά στην αληθοφάνεια της Night City. Η cyberpunk αισθητική αποτυπώνεται ιδανικά, από τη μόδα των NPC και τον φουτουριστικό σχεδιασμό των οχημάτων, τις δεκάδες καυστικές διαφημίσεις που αδιαφορούν για οποιουσδήποτε ηθικούς κανόνες, μέχρι τις διάφορες πτυχές της τεχνολογίας, ιδίως αναφορικά με τα δεκάδες διαφορετικά βιονικά μέλη που βλέπουμε στη μεγάλη ποικιλία χαρακτήρων.
Η λεπτομέρεια είναι έκδηλη στην ποικιλία της ρουτίνας των NPCs, αλλά και στον τεράστιο αριθμό λεπτομερειών στους δρόμους της πόλης σε ένα σύνολο που είναι ικανό να σας πείθει κατά διαστήματα απλά να κάνετε βόλτες. Η ομορφιά της Night City εντοπίζεται και στη δυστοπική φύση της, εμφανής σε κάθε γωνιά της, όπως στη σχεδόν εγκαταλελειμμένη και παντελώς παρηκμασμένη περιοχή της Pacifica και την ανεπανόρθωτα μολυσμένη περιοχή στα βόρεια προάστια που κοσμούν οι δεκάδες κατασκευές εξόρυξης πετρελαίου. Αυτό το cyberpunk σύνολο ντύνει ιδανικά ο ηχητικός τομέας, με απολύτως ταιριαστά μουσικά θέματα, που συνοδεύουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις σκηνές δράσης αλλά και τις πιο ήρεμες στιγμές.
Θα πρέπει βέβαια να αναφερθεί πως ο γοητευτικός κόσμος του Cyberpunk 2077 ακόμα περιέχει ορισμένα bugs και glitches. Εντούτοις, η εικόνα είναι ήδη πολύ καλύτερη από αυτήν που είχαμε αντικρίσει όταν πρωτοξεκινήσαμε το παιχνίδι, σε σημείο όπου πλέον τα ορισμένα τεχνικά προβλήματα να εμφανίζονται αρκετά αραιά και σε καμία περίπτωση σε σημείο που τελικά να αλλοιώνουν την εμπειρία. Αναμφίβολα θα χρειαστούν ορισμένα patches για να εξομαλυνθεί πλήρως η κατάσταση αλλά ήδη βρίσκεται σε πολύ καλό επίπεδο όσον αφορά τη σταθερότητα του τεχνικού τομέα.
Εν κατακλείδι, το Cyberpunk 2077 είναι σε θέση να δικαιολογήσει το hype που καλλιεργήθηκε για αυτό μέσα στα χρόνια. Ο σχεδιασμός της πόλης αποτελεί ένα μεγάλο επίτευγμα, μετακινώντας τα ποιοτικά σταθμά στον σχεδιασμό των open-world περιβαλλόντων και δη αστικών, αποδίδοντας για πρώτη φορά στο μέσο των βιντεοπαιχνιδιών έναν cyberpunk κόσμο σε τέτοια κλίμακα και μάλιστα με τόση λεπτομέρεια.
Η Night City αποτελεί έναν πανέμορφο καμβά για πλούσια δράση και εκτενείς ιστορίες, θέτοντας νέα δεδομένα στην αληθοφάνεια και την ομαλότητα που μπορούν να έχουν οι σκηνοθετημένες σκηνές ιδίως όσον αφορά RPG προοπτικής πρώτου προσώπου. Με λίγα λόγια, οι λιγοστές παραφωνίες που μπορεί να εντοπίσει κάποιος δεν γίνεται τελικά να αναιρέσουν την ικανότητα της CD Projekt όχι μόνο στο να δημιουργήσει ένα εκ διαμέτρου διαφορετικό σύμπαν από αυτό των προηγούμενων πονημάτων της, αλλά και στο να καταφέρει να ανεβάσει τον πήχη στον open-world σχεδιασμό, ανάλογα με αυτό που είχε πετύχει για τα action-RPG με το The Witcher 3.
Ασχοληθήκαμε με το Cyberpunk 2077 στην έκδοση του GOG.com. Ο υπολογιστής του γράφοντος έχει επεξεργαστή i7 7700K, GTX 1070 και 16GB RAM. Οι ρυθμίσεις στα medium σε ανάλυση 1440p απέδωσαν λίγο παραπάνω από 40fps, αποδίδοντας μία ιδιαίτερα ομαλή εμπειρία. Η δοκιμή μας με το Series X σε performance mode παρέδωσε μία ομαλή εμπειρία με ποιότητα στην εικόνα που φαινόταν ανάλογη αυτής που είδαμε στις υψηλές ρυθμίσεις του PC σε ανάλυση 1080.
Σημειωτέον, βέβαια, ότι αυτήν τη στιγμή το Cyberpunk 2077 δεν είναι optimized για τα Xbox Series και PlayStation 5 αλλά ουσιαστικά τρέχει ως backwards compatible τίτλος. Τις επόμενες μέρες θα ακολουθήσει ένα συνοδευτικό κείμενο σχετικά με την απόδοση του Cyberpunk 2077 στο PlayStation 4.
Το Cyberpunk 2077 κυκλοφορεί από τις 10/12/20 για PS4, PC και Xbox One. To review μας βασίστηκε στην έκδοση PC με κωδικό που λάβαμε από την Bandai-Namco Entertainment Greece.